Γιάννης Αγγελάκας: «Ζούμε σε προτεκτοράτο, εγκαταλειμμένο στην εσωτερική του μαφία»

Γιάννης Αγγελάκας: «Ζούμε σε προτεκτοράτο, εγκαταλειμμένο στην εσωτερική του μαφία»
Φωτογραφία: Αλέξης Αρχοντής

Μια συζήτηση για την άνοδο του νεοφιλελευθερισμού και τη μικροαστικοποιημένη Αριστερά, τη δικαιοσύνη που ισχύει ή για όλους ή για κανέναν, τη νεολαία που χειραγωγείται, τον θεό-δημιούργημα των χειρότερων ενστίκτων μας και την «ανάσα βαθιά» της ποίησης

Τραγουδοποιός∙ το βλέπω γραμμένο και μου φαίνεται λειψό. Ποιητής∙ απολύτως, αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Ροκ φιγούρα∙ είναι ο ορισμός, αλλά θέλει και κάτι ακόμη. Είθισται στα δημοσιογραφικά κείμενα όταν αναφερόμαστε σε ανθρώπους από τον χώρο των τεχνών να ψάχνουμε να ταιριάξουμε δίπλα στο όνομά τους συγκεκριμένους επιθετικούς προσδιορισμούς, τετραγωνισμένες και σαφείς ιδιότητες. Στην περίπτωση του Γιάννη Αγγελάκα ισχύουν όλα τα παραπάνω αλλά… Μάλλον αρκεί το όνομα και το επίθετό του: Γιάννης Αγγελάκας. Μια κατηγορία από μόνος του. Και για τη μουσική και για τους στίχους του αλλά και για τη στάση ζωής του – όλα συγκοινωνούντα δοχεία μιας εντελώς μοναδικής περίπτωσης στην ελληνική μουσική σκηνή. Και είναι ακριβώς αυτή η φιλοσοφία του απέναντι στην τέχνη και την ίδια τη ζωή που κάνει όχι μόνο τα γραπτά του αλλά και τον δημόσιο λόγο του σημαντικά και «βιβλικά». Αυτά τον στέλνουν στη σφαίρα, ίσως και στη στρατόσφαιρα, των Καλλιτεχνών με κάπα κεφαλαίο. Μια διπλή αφορμή –συναυλία στο Ηρώδειο (3 Ιουλίου) και ένα νέο βιβλίο, «Ο τίγρης, το κοράκι και ο θεός» (εκδ. Καστανιώτης») ήταν απλώς η… αφορμή για μια μεσημεριανή κουβέντα, με καφέ και τσιγάρο, περί τέχνης, ποίησης, ζωής και πολιτικής. Φεύγοντας από τη συνέντευξη οι πρώτοι στίχοι του που μου ήρθαν στο μυαλό να σιγομουρμουρίσω περπατώντας, σαν πρώτη αίσθηση-απόσταγμα της συνέντευξης, ήταν: «Εγώ θα φλέγομαι/ θα ανθίζω /θα γιορτάζω/ θα ανατέλλω/ θα σας καίω…/ θα καταστρέφω με τραγούδια της ψυχής σας το μπουρδέλο/ θα ανατέλλω…».

Να ξεκινήσουμε με τη συναυλία στο Ηρώδειο.

Εκανα μια πρόταση στο Φεστιβάλ Αθηνών για να κάνω κάτι που δεν μπορεί εύκολα να συμβεί στη μικρή και φτωχική μας Ελλάδα. Με τους Επισκέπτες είχα φάει τα μούτρα μου. Κυκλοφορούσα με μια ορχήστρα 16 ανθρώπων στον δρόμο, ήταν πολύ δύσκολο να επιβιώσεις. Στη συναυλία αυτή λοιπόν θα είμαι με τους αγαπημένους μου 100ºC συν ένα τρίο από έγχορδα (βιόλα, τσέλο, βιολί) και τρεις φωνές, το πολυφωνικό σχήμα Διώνη. Θα είναι μια καλή ευκαιρία να παίξουμε κομμάτια που θα ήθελα να τα παίζω πιο συχνά στις συναυλίες αλλά δεν γίνεται χωρίς μεγάλη ορχήστρα. Θα παίξουμε διασκευές από σάουντρακ, από Επισκέπτες, από Τρύπες αλλά και από τους τελευταίους δίσκους μας. Θα συμβεί κάτι που φαντασιώνομαι εδώ και χρόνια. Ενα όνειρο θερινής νυκτός στο Ηρώδειο.

Πάμε στο βιβλίο. Εχεις την εξής φράση στο οπισθόφυλλο: «Η γέννηση καμιά φορά είναι θλιβερότερη και πιο δύσκολη από τον θάνατο, ειδικά αν γεννιέσαι φτωχός…». Το λες και το ξαναλές.

Ετσι ξεκινάει το βιβλίο που γράφουν οι ήρωες του βιβλίου.

Γιατί;

Γιατί δεν μπορώ να φανταστώ ανθρώπους ευφάνταστους, ευαίσθητους, με καλλιτεχνικές ανησυχίες, που δεν τους απασχολούν τέτοια ερωτήματα. Αναφέρω στο βιβλίο τη ρήση του Φρόιντ: «Προαπαιτούμενο του πολιτισμού είναι η δικαιοσύνη». Αυτός είναι ο νταλγκάς μου. Δεν μου φτάνει αν εγώ έχω λύσει το βιοποριστικό μου πρόβλημα, θέλω να ζω σε ένα δίκαιο και χαρούμενο κόσμο. Γι’ αυτό γράφω.

Τα αποτελέσματα των πρόσφατων εκλογών, ειδικά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της ψήφου, έδειξαν ότι η πλειοψηφία δεν ψήφισε με γνώμονα ζητήματα δικαιοσύνης και δημοκρατίας.

Ετσι θυμάμαι πάντα να ψηφίζει η πλειοψηφία των ανθρώπων από τη μεταπολίτευση και μετά. Πάντα τους ένοιαζε πώς θα βολέψουν και θα προκόψουν τα δικά τους παιδιά, πώς θα έχουν περισσότερα χρήματα ή έστω λίγο φαΐ παραπάνω στο δικό τους σπιτικό, αδιαφορώντας για τη δυστυχία των διπλανών τους. Δεν φταίνε αυτοί, νιώθουν φοβισμένοι και ανήμποροι, έχουν εκπαιδευτεί να κεντράρουν μόνο στις ιδιωτικές τους μικροεπιδιώξεις και φτάσανε να θεωρούν τη μικροαστική τους αντίληψη ως την απόλυτη και ορθή πραγματικότητα. Ετσι τους έχουν γυμνάσει μεταπολιτευτικά η τηλεόραση, τα κόμματα και η ανάπηρη «παιδεία».

Αρα και τώρα ψήφισαν με γνώμονα το Food Pass, το Fuel Pass, τα 150 ευρώ στους νέους; Η ελληνική κοινωνία ψηφίζει με την τσέπη;

Μόνο η ελληνική κοινωνία; Oλος ο πλανήτης κατοικείται κυρίως από φοβισμένους, ελεγχόμενους ψηφοφόρους που δεν τολμούν ούτε θέλουν να οραματιστούν έναν καινούργιο, ανθρωπινότερο κόσμο και προτιμούν να υπομένουν και να υποφέρουν εγκλωβισμένοι στον ίδιο παλιό κόσμο που σαπίζει πλέον με ιλιγγιώδεις ταχύτητες. Η άνοδος της ακροδεξιάς, των θρησκευτικών φανατισμών και η μικροαστικοποιημένη Aριστερά, που δεν μπορεί πια να αρθρώσει ένα πειστικό σύγχρονο όραμα, όλα μαζί έχουν μεταμορφώσει τη δημοκρατία σε ένα κερδοφόρο τηλετσίρκο. Εγώ προσωπικά συναντιέμαι με άλλους ανένταχτους και εναλλακτικούς αριστερούς στο σουπερμάρκετ και συζητάμε πώς θα γίνει να καλυτερέψουμε τον κόσμο ξεκινώντας, ας πούμε, με μια κινητοποίηση για την παιδεία, χωρίς όμως να χάσουν χρονιά τα παιδάκια μας.

Το μεγαλύτερο ποσοστό των νέων ψήφισε Δεξιά. Η νεολαία συντηρητικοποιείται; Χειραγωγείται από τα media;

Εννοείται ότι χειραγωγείται. Τα παιδιά μεγαλώνουν και διαμορφώνονται μπροστά σε παραμορφωτικούς καθρέφτες, μπροστά σε οθόνες. Τι είναι το mainstream αυτήν τη στιγμή στην Ελλάδα και πολιτισμικά και ιδεολογικά; Η πάρτη μας. Επιστρέφω σε αυτό που σου είπα προηγουμένως: παιδεία. Κανείς σε αυτό τον τόπο δεν θέλει να αγωνιστεί και να θυσιάσει κάτι για την παιδεία. Ούτε δεξιός ούτε αριστερός. Κατατρυχόμαστε όλοι από μικροαστικά σύνδρομα και φαντασιωνόμαστε ότι μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να δώσουμε μια σταγόνα αίμα. Ομως ο αληθινός αγώνας είναι να αγαπάς και να παλεύεις για όλα τα παιδιά του κόσμου, όχι να φροντίζεις μόνο για τον κανακάρη σου. Ετσι το μόνο που καταφέρνεις είναι να του παραδίδεις έναν όλο και πιο σκοτεινό και επικίνδυνο κόσμο.

Λες δεν σηκώνει ήρωες η εποχή;

Ολες οι εποχές έχουν τους ήρωές τους, λίγους και καλούς. Πάντα θα υπάρχουν παιδιά που θα βγαίνουν απ’ τον κύκλο και θα αναλαμβάνουν την ευθύνη της αυτοεκπαίδευσής τους, που θα ανοίγουν καινούργια μονοπάτια ανακαλύπτοντας τα βιβλία, την τέχνη, τη σκέψη, την κρίση και τη γνώση που τους στέρησε το σχολείο. Μπορεί να μην είναι η κρίσιμη μάζα που θα μπορούσε να αλλάξει τα πράγματα, μπορεί να είναι οι δέκα στους εκατό, αλλά υπάρχουν, ανανεώνονται από γενιά σε γενιά περιμένοντας τη στιγμή…

Ο θεός ήταν πάντα αναφορά και στους στίχους σου. Η αίσθησή μου είναι ότι τον ξορκίζεις. Τον φοβάσαι;

Φυσικά και φοβάμαι ένα θεό που είναι δημιούργημα των χειρότερών μας ενστίκτων και φόβων. Με αυτό τον θεό ασχολούμαι στο βιβλίο. Για μένα θεοί είναι τα πόδια μου, τα χέρια μου, η καρδιά μου και το μυαλό μου. Θεός είναι η δύναμη της ζωής, της απελευθέρωσης και της εξέλιξης. Η κρυφή αρμονία αυτού του κόσμου.

Τις προάλλες στην παρουσίαση του βιβλίου έλεγες ότι ο Νίτσε και ο Ντοστογέφσκι είναι οι αναφορές σου. Ο Ντοστογέφσκι λοιπόν έλεγε ότι «χωρίς θεό όλα επιτρέπονται» και ο Νίτσε ότι «θα πίστευα μόνο σ’ ένα θεό που θα ήξερε να χορεύει».

Ο Νίτσε είναι η αγαπημένη μου προσωπικότητα. Από πιτσιρίκι μέχρι σήμερα όταν νιώθω κουρασμένος ή χρειάζομαι δύναμη επιστρέφω στα γραπτά του. Ευτυχώς έχει πολλά.

Ποιος είναι ο ρόλος της ποίησης σήμερα; Σκεφτόμουν ότι η νέα γενιά εκπαιδεύεται σε απλοποιημένη γλώσσα, κωδικοποιεί τις λέξεις στην επικοινωνία της, συνεννοείται με συντομογραφίες, στο σχολείο έχει αλλάξει -δηλαδή έχει απλοποιηθεί- η ορθογραφία. Οταν, όμως, φτωχαίνει η γλώσσα περιορίζεται και ο τρόπος σκέψης.

Το τι προσφέρει η ποίηση στον καθένα είναι προσωπική υπόθεση του καθενός που τη διαβάζει, που έχει μυηθεί σ’ αυτήν και την αγαπάει. Δεν νομίζω ότι μπορεί να περιγραφεί με λέξεις αυτή η σχέση· όσο προσπαθείς να την εκλογικεύσεις τόσο απομακρύνεσαι από την ποίηση. Ομως όσο φτωχαίνει η γλώσσα μας τόσο στενεύει ο ορίζοντας της επικοινωνίας με τον εαυτό μας και με τους άλλους, τόσο δυσκολότερες γίνονται η ανταλλαγή ιδεών, η γέννηση καινούργιων οραμάτων και ουτοπιών. Δίχως ζωντανή, πλούσια γλώσσα δεν μπορούμε να εντοπίσουμε, να εκφράσουμε και να γνωρίσουμε τον εαυτό μας. Οσο φτωχαίνει η γλώσσα μας τόσο περισσότερο χαίρονται τα αφεντικά αυτού του κόσμου και οι φαρμακευτικές εταιρείες.

Γράφεις στο βιβλίο ότι η αδικία είναι φυσικός νόμος. Μου θύμισε αυτό που έλεγε ο Κυριάκος Μητσοτάκης ότι οι ανισότητες είναι φυσική κατάσταση.

Ο νεοφιλελευθερισμός έχει καταφέρει σε έναν κόσμο παραζαλισμένο και ταλαιπωρημένο να «περάσει» ως φυσικό νόμο τις ανισότητες και την αδικία. Και ο θεός στο βιβλίο μου είναι ένας άδικος, σκληροτράχηλος θεός που έχουμε δημιουργήσει εμείς οι ίδιοι και τον υπερασπιζόμαστε έως αυτοαφανισμού. Υπάρχουν άνθρωποι που νιώθουν ότι είναι υπεύθυνοι για τη φτώχεια τους, που ντρέπονται για τη φτώχεια τους. Εγώ ντρέπομαι και για τον θεό τους.

Είναι ουτοπικό στην Ελλάδα να μιλάμε για διαχωρισμό κράτους – εκκλησίας;

Η θρησκεία ήταν πάντα δίπλα στον αρχηγό. Ο παπάς, ο πρόεδρος, ο δάσκαλος… Αρχετυπική εικόνα και την κουβαλά η χώρα. Γι’ αυτήν τη χώρα που συντηρεί πολύ περισσότερους παπάδες απ’ ό,τι δημόσιους γιατρούς δεν έχω να σχολιάσω τίποτα. Στο Ιράν το κάνουν καλύτερα.

Λες δηλαδή ότι αν δεν υπάρχουν ουτοπίες, πώς θα σηκωθούμε από τους καναπέδες μας;

Εάν μια νέα γενιά ήδη από την εφηβεία της πιστεύει ότι σκοπός της είναι να καταφέρει να σταθεί σε αυτήν τη ζούγκλα, που την έχει αποδεχτεί, και το μόνο που την ενδιαφέρει είναι πώς να ξεχωρίσει και να κάνει καριέρα και δεν ανησυχεί για το πού διάολο πηγαίνει αυτός ο πλανήτης… τι να πω. Ο καθένας ασχολείται με την προσωπική του δικαιοσύνη. Δικαιοσύνη όμως υπάρχει ή για όλους ή για κανέναν.

«Ο νεοφιλελευθερισμός έχει καταφέρει σε έναν κόσμο παραζαλισμένο και ταλαιπωρημένο να περάσει ως φυσικό νόμο τις ανισότητες και την αδικία. Υπάρχουν άνθρωποι που νιώθουν ότι είναι υπεύθυνοι για τη φτώχεια τους, που ντρέπονται για τη φτώχεια τους»

Λέγαμε πριν ότι πήρε τεράστια ποσοστά η ΝΔ, δηλαδή ο νεοφιλελευθερισμός. Ομως αν δούμε τη μεγάλη εικόνα, είναι απογοητευτική. Η Αμερική είχε πρόεδρο τον Τραμπ. Στην Τουρκία επανεκλέχθηκε ο Ερντογάν. Ο Μπολσονάρο στη Βραζιλία λίγο έλειψε να ξανακερδίσει τις εκλογές, στη Γαλλία αύξησε τα ποσοστά της η Λεπέν, στην Ουγγαρία έχουμε Ορμπάν. Τι πάθανε οι κοινωνίες;

Είμαστε όλοι μολυσμένοι από τον καπιταλισμό, δεξιοί – αριστεροί, πλούσιοι – φτωχοί, λαϊκοί – καλλιτέχνες – διανοούμενοι, όλοι. Ο ακροδεξιός «διανοούμενος» Τζόρνταν Πίτερσον και ο μαρξιστής «φιλόσοφος» Σλάβοϊ Ζίζεκ διασταύρωσαν τα ξίφη τους τον προηγούμενο Απρίλη σε μια τεράστια αρένα στον Καναδά, μπροστά σε 3.000 τουλάχιστον ακροατές (ήταν sold out), για το αν ο νεοσυντηρητισμός ή ο μαρξισμός είναι ο δρόμος σωτηρίας της ανθρωπότητας. Τα εισιτήρια ξεπέρασαν την τιμή των 3.000 ευρώ στη μαύρη αγορά. Εδώ και χρόνια στην Ελλάδα έχει γίνει μόδα να συμπαρουσιάζουν ραδιοφωνικές εκπομπές ντουέτα από φιλοαριστερούς και φιλοδεξιούς δημοσιογράφους, όπου αντιπαρατίθενται μεταξύ τους κομψά και χαριτωμένα προς χάριν της ακροαματικότητας. Μαρξιστές παρουσιαστές μεγαλουργούν στα μεγάλα καπιταλιστικά ραδιόφωνα προωθώντας τις επαναστατικές μαρξιστικές τους απόψεις ανάμεσα σε ατέλειωτες διαφημίσεις τραπεζών, πολυτελών αυτοκινήτων κ.λπ. Κι εμείς οι εναλλακτικοί καλλιτέχνες δεν προσφέρουμε δωρεάν τα όμορφα, ελεύθερα και ανατρεπτικά έργα μας, μεγαλώνουμε ως μικροαστοί τα παιδάκια μας και φροντίζουμε να αυξάνουμε τα έσοδά μας. Οι ιδεολογίες έχουν οπισθοχωρήσει, τα όρια Δεξιάς – Αριστεράς παίζονται περισσότερο στο ίντερνετ σε επίπεδο χουλιγκανισμού παρά σοβαρής πολιτικής αντιπαράθεσης. Η απάντηση της Αριστεράς στα τρολ της Δεξιάς είναι τα αριστερά τρολ, στη δεξιά μισαλλοδοξία η αριστερή μισαλλοδοξία και πάει λέγοντας. Οταν η Αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ πήρε την εξουσία, αντί να παραιτηθεί μόλις είδε πως δεν της επιτρεπόταν να κυβερνήσει όπως διακήρυσσε, προτίμησε να συνεχίσει, κάνοντας βέβαια όσο μπορούσε κάποια ανθρωπινή κοινωνική πολιτική, αλλά από την άλλη εφάρμοσε δεξιά οικονομική πολιτική, καταφέρνοντας έτσι να καταστείλει και τα τελευταία αριστερά αντανακλαστικά της ταλαίπωρης κοινωνίας. Μια αριστερή παραίσθηση που υποβιβάστηκε σε αριστερή παρένθεση. Ολα γίνονται σόου, κέρδος και εξουσία και τα πραγματικά αφεντικά μας χαμογελάνε με τη βολική «δημοκρατία» που κατάφεραν να επιβάλουν.

Πιστεύεις ότι και η Αριστερά φανατίστηκε;

Τα κομματόσκυλα κάνανε πάντα κακό στην Αριστερά. Ακόμη και το ΚΚΕ χαίρεται που ανέβασε τις μετοχές του, κάνοντας σαν να μη βλέπει ή σαν να του αρέσει το νεοσυντηρητικό ολίσθημα της κοινωνίας.

Αυτές τις ημέρες μετά τις εκλογές μου έρχονται στο μυαλό οι δικοί σου στίχοι. «Τώρα που πέφτει πάνω μας άλλη μια άγρια μπόρα, χαρούμενοι ανεβαίνουμε τη γελαστή ανηφόρα». Θα είναι γελαστή αυτή η ανηφόρα;

Οποιος άνθρωπος δουλεύει για να αναπτυχθεί πνευματικά, συναισθηματικά, να εξυψωθεί λίγο πάνω από το καβούκι που του έχουν ορίσει από μικρό παιδί, να το σπάσει… ε, αυτός ανεβαίνει μια χαρούμενη ανηφόρα. Θυμάμαι να την ανεβαίνουμε από τη δεκαετία του ’80. Μην ξεχνάμε ότι ακόμη κι όταν η κοινωνία μας ήταν σε οικονομική ευημερία, πάλι τον χειρότερο εαυτό της είχε δείξει.

Αρα ζούμε λίγο τον μύθο του Σισύφου. Η ανηφόρα δεν τελειώνει…

Δεν τελειώνει ή όταν τελειώσει θα έχουν περάσει χιλιάδες χρόνια. Θα έχουμε αναμετρηθεί με τις πληγές μας, θα έχουμε μετανιώσει για τον ατομικισμό μας, το χάος μας, την αμορφωσιά μας. Θέλει μάλλον χιλιάδες χρόνια για να φτάσει ο άνθρωπος κάπου αλλού και δεν είναι θέμα αριστερού ή δεξιού…

Πιστεύεις, όμως, στις ιδεολογίες.

Είμαι με τον ανήσυχο και ευαίσθητο άνθρωπο.

Λένε και παρακάτω οι στίχοι σου: «Κι αν φλέγεται τριγύρω μας του τίποτα η χώρα, χαρούμενοι ανεβαίνουμε τη γελαστή ανηφόρα». Είμαστε η χώρα του τίποτα; Η χώρα του «πάμε και όπου βγει»;

Είμαστε η χώρα του τίποτα από τότε που γίναμε κράτος. Από τη φοβερή Επανάσταση του ’21 δεν ήμασταν ποτέ αυτεξούσιοι, είχαμε από πάνω μας τα ρωσικά, τα αγγλικά, τα γαλλικά κόμματα. Τώρα πια ζούμε σε ένα ερείπιο προτεκτοράτο, εγκαταλειμμένο στην εσωτερική του μαφία.

Πάμε σε άλλο θέμα. Πριν από λίγες ημέρες ο Σαββόπουλος προκάλεσε αντιδράσεις με τη δήλωση που έκανε ότι η χώρα χρειάζεται σταθερότητα και πρέπει να ψηφίσουμε ΝΔ. Ο Σαββόπουλος έχει κάθε δικαίωμα να κάνει τέτοια δήλωση, ο Νιόνιος, όμως, νομιμοποιείται να λέει κάτι τέτοιο;

Ξαφνικά ανακαλύπτουμε την Αμερική; Ο Σαββόπουλος από τα 40 του και μετά έχει δηλώσει υπερσυντηρητικός. Δεν ξαφνιάζομαι. Ακούω ακόμη τους ωραίους δίσκους του, «έφαγε» ωραία η ψυχή μας με τα τραγούδια του, τράφηκε με ωραία αισθήματα. Από τότε μέχρι σήμερα νομίζω πως το μόνο που κάνει είναι να εκδικείται τη φωτισμένη νιότη του. Αλλά δεν με αφορά πια. Μόνο η επιστήμη μπορεί να μας αναλύσει πώς γίνονται τέτοιες αλλόκοτες, απογοητευτικές μεταμορφώσεις. Υπήρξε μέγας τραγουδοποιός. Τον αγαπώ για τα ύψη του και αδιαφορώ για τα βάθη του.

Τις προάλλες, πάλι στην παρουσίαση του βιβλίου σου, σε άκουσα να λες ότι δεν σε ενδιαφέρει ποιος παίζει στο Ηρώδειο, με αφορμή ότι εκεί θα εμφανιστούν φέτος ο Ρέμος και η Βίσση. Τα ιερά και τα όσια του πολιτισμού, τους χώρους του, δεν πρέπει να τα διαφυλάττουμε;

Δεν έχει νόημα αυτή η κουβέντα. Δεν νομίζω ότι η δουλειά του πολιτισμού είναι να φτιάχνει ιερά και όσια. Ας κάνουν ό,τι θέλουν. Στο κάτω κάτω ό,τι είναι να μείνει θα μείνει. Δεν είναι ιερό και όσιο το Ηρώδειο. Εχουν παίξει τόσοι και τόσοι εκεί. Δεν θεωρώ ότι επειδή παίζουμε εμείς είμαστε μια άλλη, ανώτερη ράτσα. Ας επιλέγει ο κόσμος τι θέλει ν’ ακούει και να βλέπει.

Εσύ έχεις ιερά και όσια;

Ενα, την πνευματική μου ελευθερία. Να μπορώ ως Γιάννης να σκέφτομαι και να μιλάω ελεύθερα και ό,τι ιδέες μου έρχονται στο μυαλό να παλεύω να τις κάνω πράξη, να τις κατεβάζω στη γη.

Νιώθεις ότι έχεις συμβιβαστεί με τα χρόνια;

Δεν νομίζω. Εχω πλήρη συνείδηση της αλυσίδας του εαυτού μου από τα παιδικά μου χρόνια μέχρι τώρα. Μπορώ πολύ εύκολα να μπω στην ψυχή του Γιάννη στα 12, στα 25, στα 35. Θεωρώ ότι είναι κρίκοι αλυσίδας μιας διαδρομής που με έφεραν στο σήμερα.

Οι παιδικές σου μουσικές μνήμες ποιες είναι; Σε ρωτάω γιατί μεγάλωσες σε φτωχογειτονιά. Ηταν το λαϊκό τραγούδι;

Το πρώτο πράγμα που με συγκίνησε μουσικά όταν ήμουν πιτσιρικάς είναι το ταξίμι του Τσιτσάνη σε μία από τις ηχογραφήσεις της «Συννεφιασμένης Κυριακής», που έπαιζε εισαγωγή σε κάποια από τις εκπομπές δισκογραφικών εταιρειών στο ραδιόφωνο. Αυτή η φοβερή στιγμή του Βασίλη Τσιτσάνη, η εκπληκτική εισαγωγή με το μπουζουκάκι, ήταν το πρώτο πράγμα που με συγκλόνισε ως πιτσιρικά και ρώτησα τον μπαμπά μου τι ήταν αυτό που άκουγα.

Με τον χρόνο, τώρα που μεγαλώνεις, πώς αισθάνεσαι; Εχεις πει: «Ο χρόνος είναι ο χειρότερος γιατρός».

Οσο μεγαλώνεις ο δρόμος μικραίνει. Οταν ήσουν 35 χρόνων είχες να περπατήσεις 100 χιλιόμετρα. Τώρα έχω να περπατήσω μερικά χιλιόμετρα ακόμη. Θέλω να είμαι εκεί να κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ μέχρι να αλλάξω διάσταση. Να μάθω όσο περισσότερα μπορώ για μένα και για τη σχέση μου με τον κόσμο – που αυτό είναι για μένα η ζωή. Η ζωή είναι σχέσεις. Και η κβαντοφυσική αυτό λέει, ότι δεν θα βλέπαμε τίποτα από όλα αυτά που υπάρχουν εάν τα δομικά σωματίδια που φτιάχνουν την ύλη δεν σχετίζονταν μεταξύ τους. Η ύπαρξη είναι σχέσεις. Υπάρχω γιατί είμαι σε σχέση με κάτι. Οπότε έχω μερικά χιλιόμετρα ακόμη και πηγαίνω κεφάτος προς την πόρτα.

Documento Newsletter