Γιάννης Σπανός: Μία αδημοσίευτη συνέντευξη

Γιάννης Σπανός: Μία αδημοσίευτη συνέντευξη

Η εκτός προγράμματος συνάντηση με τον εκλιπόντα μεγάλο συνθέτη το 2017 που εξελίχθηκε σε εκ βαθέων συζήτηση.

Ήταν η δεύτερη συνάντησή μας η οποία δεν υπήρχε λόγος να καταλήξει σε συνέντευξη. Η πρώτη ήταν τον Μάρτιο του 2015 στον ίδιο χώρο, το καφέ Φοίβος της Φωκίωνος Νέγρη. Δύο χρόνια αργότερα, τον Γενάρη του 2017, συναντήθηκα ξανά με τον Γιάννη Σπανό για να του αφήσω το πρόγραμμα μιας θεατρικής παράστασης. Κι εκεί του πρότεινα να καταγράψω τη συνομιλία μας, μην ξέροντας πότε και πού θα δημοσιευόταν. Το δέχτηκε πρόθυμα κι έτσι σήμερα, σχεδόν τρία χρόνια μετά, με αφορμή τη δυσάρεστη είδηση του θανάτου του, το προϊόν ακόμη μιας κουβέντας μαζί του, εκ βαθέων θα έλεγα, δημοσιεύεται για πρώτη φορά.

Σαν να αποζητούσατε υπέρ το δέον την ησυχία σας.

Κάθε άλλο! Ήμουν και είμαι πολύ κοινωνικός, βγαίνω με την πρώτη ευκαιρία, αλλά ανήκω σε αυτούς που δεν τους ενοχλεί να γυρνάνε στο σπίτι και να μη βρίσκουν άλλον άνθρωπο.

Άλλοι θα τρόμαζαν με αυτή την εικόνα τους.

Ας τρόμαζαν. Μήπως νομίζουν ότι δεν είναι μόνοι τους στην πραγματικότητα; Σκεφτείτε πόση παρέα κάνουν σ’ εμένα τα τραγούδια και οι φωνές των ανθρώπων που άλλοι είναι «εδώ» και άλλοι όχι.

Το να ακούς φωνές μόνο μπορεί να καταντήσει σχιζοφρενικό.

Για όνομα! Το πιστεύετε;

Είναι το ίδιο με τη φυσική παρουσία; Δεν είναι.

Εξαρτάται πώς εκλαμβάνει κάποιος τη φυσική παρουσία. Εγώ στην ηλικία που είμαι έχω λύσει τα θέματά μου.

Πείτε μου μυρωδιές που χτυπάνε τη μύτη σας από την παιδική ηλικία.

Βρεγμένο χώμα. Φρεσκοσκαμμένο χώμα. Λουλούδια σε αλάνες. Φάρμακα και γαρίφαλο για την υγιεινή του στόματος, λόγω του οδοντογιατρού πατέρα μου.

Μόλις συνθέσατε ένα ποίημα.

Μόνο που δεν έχω φωνή για να το απαγγείλω.

Ο Σηκουάνας σας ακολουθεί μέχρι σήμερα ως οσμή τουλάχιστον;

Ο Σηκουάνας σου μυρίζει, ακόμη και σαν τουρίστας να πας. Εγώ έζησα εκεί τα καλύτερα χρόνια μου, γνώρισα την αφάν γκατέ του γαλλικού chanson που σήμερα μοιάζει σαν κάτι εξωπραγματικό.

Ενώ τότε πώς έμοιαζε;

Καθημερινότητα. Ένας νεαρός που βρίσκεται στο Παρίσι από το Κιάτο Κορινθίας και που συνοδεύει άλλους με το πιάνο του για τα προς το ζην.

Πάλι υποτιμάτε τον εαυτό σας. Δεν κάνατε μόνο αυτό.

Τα σχήματα τότε ήταν πιάνο – φωνή ή κιθάρα – φωνή. Εγώ είχα την τύχη βέβαια να συνοδεύω τον Σερζ Γκενσμπούρ που έκανε ένα κράμα τζαζ, παρλάτας και μπαλάντας. Είχα την αποδοχή των πάντων εκεί.

Πού οφειλόταν αυτό;

Στο ότι ήμουν ένα παιδί ήσυχο που ήξερε να παίζει και να συνοδεύει καλά. Δεν ξέρω αν είχα πάει σε άλλη χώρα αν θα έφτιαχνα τέτοια μουσική.

Δυτικότροπη;

Προερχόμενη από το γαλλικό chanson, που είχε αφομοιωμένα τα δικά τους λαϊκά στοιχεία μέχρι το βαριετέ. Γιατί και η Μπαρμπαρά, που υπήρξε φίλη μου, αλλά και η Ζιλιέτ Γκρεκό, που επίσης τραγούδησε τραγούδια μου, λαϊκές καλλιτέχνιδες ήταν.

Σίγουρα πιο αστές όμως από την Εντίθ Πιάφ, που είχε μεγαλώσει στο περιθώριο.

Γι’ αυτό κι εγώ, ως παιδί αστών από την Ελλάδα που είχαν τη δυνατότητα να το στείλουν στο εξωτερικό για να ψαχτεί επαγγελματικά και καλλιτεχνικά, με αυτές ταίριαξα. Πάντως η λαϊκότητα του καλλιτέχνη δεν έχει πάντα να κάνει με την κοινωνική του τάξη.

Χαίρεστε που σας τραγούδησε η Μπριζίτ Μπαρντό, ένα pop icon των 60s;

Ναι, αλλά όχι περισσότερο από τη Ζιλιέτ Γκρεκό, που είναι πολύ λιγότερο γνωστή σήμερα συγκριτικά με μια σταρ του σινεμά, με ένα pop icon, όπως είπατε. Κι επειδή μου είπατε πολλές φορές ότι πάσχω από χαμηλή αυτοεκτίμηση, κάτι που δεν ισχύει, θα πω ότι για μένα, έναν νεαρό Έλληνα μουσικό, η φιλία και η αποδοχή των καλλιτεχνών αυτών ήταν ονειρική κατάσταση. Με την Μπριζίτ Μπαρντό δεν είχα ποτέ σχέσεις, είχα κάνει φήμη ως καλός τραγουδοποιός, της έδωσα τραγούδια μου και τα ερμήνευσε. Με τη Ζιλιέν Γκρεκό κάναμε παρέα όμως, με είχε δεχτεί στο σπίτι της, με είχε μόνιμο ακομπανιατέρ της. Με αυτή θεωρώ ότι έκανα δουλειά στο εξωτερικό, με τη μούσα των υπαρξιστών.

Η αλήθεια είναι πως την αισθαντικότητα του γαλλικού chanson μετέφερε στη χώρα μας ο Πατσιφάς με το νέο κύμα.

Γι’ αυτό και τα πρώτα μου νεοκυματικά τραγούδια είχαν κάτι από τα προηγούμενα χρόνια μου στη Γαλλία. Μπορεί να έγραψα τα πρώτα μου δισκάκια εδώ το ’64 και το ’65, πηγαινοερχόμουν όμως μεταξύ Αθήνας και Παρισίων έως το ’75. Δεν ξέρω αν θα άνοιγα πόρτες με την Ελλάδα αν δεν ερχόταν ο Παπαστεφάνου για να μου πάρει συνέντευξη. Με τον Παπαστεφάνου γράψαμε τα πρώτα μας τραγούδια με τη Χωματά. Δεν ξέραμε αν η εποχή, που δεν ήταν και η καλύτερη για την Ελλάδα, σήκωνε τέτοια χαμηλότονα ευαίσθητα τραγούδια. Ο Πατσιφάς επέμεινε ως διορατικός και σήμερα το νέο κύμα θεωρείται ξεχωριστό είδος.

Ο Τζίμης Πανούσης είχε πει ότι στο νέο κύμα «μαζεύονταν στις μπουάτ, ήταν τρεις κι ο κούκος και νόμιζαν ότι περνούσαν καλά»…

Εδώ που τα λέμε, δεν είχε κι άδικο ο Πανούσης. Κάπως έτσι ήταν. Δεν είναι τυχαίο ότι εμένα που με βλέπετε και γνωρίζετε το έργο μου ίσως να μη γνωρίζετε ότι γουστάρω πολύ το σκυλάδικο και ένα τραγούδι που σνομπάρεται ως πιο εξωστρεφές.

Σαν το «Ρίξε στο κορμί μου σπίρτο να πυρποληθώ»;

Να σας πω μια αστεία ιστορία; Κάποτε, όχι πολλά χρόνια πίσω, βρίσκομαι κάπου με έναν νεότερο συνθέτη. Με εκτιμούσε πολύ, μου μιλούσε όλο σεβασμό για τις ποιητικές «Ανθολογίες» μου, σίγουρα θα ’λεγε «ποιον έχω δίπλα μου τώρα»! Με ρωτάει ποιο είναι το αγαπημένο μου τραγούδι γενικώς, όχι δικό μου και του απαντάω: «Το “Ρίξε στο κορμί μου σπίρτο”», σίγουρος ότι δεν είχε ιδέα πως ήταν δικό μου. Και, όντως, δεν είχε! «Αυτήν τη μαλακία, κύριε Σπανέ;» γυρνάει και μου λέει έκπληκτος. «Εγώ έχω γράψει τη μαλακία αυτή» του απαντάω και άλλαξε δέκα χρώματα. Ε, τον πήρα με το καλό τον άνθρωπο, σιγά μη χαλάγαμε τις καρδιές μας για τέτοιον λόγο.

Η ενοχοποίηση της χαράς τελικά καλά κρατεί ακόμη.

Όταν το τσιφτετέλι έχει ταυτιστεί με την ευτέλεια, που για μένα δεν υπάρχει κάτι τέτοιο, λογικό είναι να σνομπάρονται μερικά τραγούδια απλώς και μόνο επειδή είναι πετυχημένα εμπορικά.

Του Χατζιδάκι θα του άρεσε το «Ρίξε στο κορμί μου σπίρτο»;

Ο Χατζιδάκις έπαιζε αυτός με τις εταιρείες, όχι αυτές μαζί του. Έκανε ό,τι ήθελε.

Ενώ εσείς όχι;

Εγώ ξοδεύτηκα, και γιατί έτσι μου έβγαινε αλλά και γιατί το γούσταρα. Από ’να σημείο και μετά όλες οι εταιρείες με ήθελαν για να κάνω δίσκο με τον τάδε πρωτοεμφανιζόμενο ή την τάδε φίρμα. Αυτό είχε και τα καλά του. Σχηματίστηκε μια μεγάλη οικογένεια τραγουδιστών και μουσικών, στο επίκεντρο των οποίων πάντοτε αισθανόμουν, αλλά όχι μόνο με τη δουλειά. Εννοώ με τα ξενύχτια μας, με τη συντροφιά. Πολλοί τα έχουν στερηθεί αυτά, γιατί υπήρξαν μονομανείς με τη δουλειά τους και ζούσαν μεταξύ σπιτιού και στούντιο.

Αν σας έλεγα ότι αυτή σας η εξωστρέφεια φαίνεται άμυνα απέναντι στα σκοτάδια σας;

Αν τα σκοτάδια εμπεριέχουν κακές ή πονηρές σκέψεις, δεν είχα ποτέ για κανέναν και είμαι ήσυχος με τη συνείδησή μου.

Το πιστεύω. Δεν θα ακούσεις κακή κουβέντα για τον Σπανό.

Το επιδιώκω με τη στάση μου. Ένας τύπος που περπατάει και είναι αλλού γι’ αλλού, επειδή και μόνο είναι φίρμα, το ’χει χάσει το παιχνίδι.

Αποποιείστε τον χαρακτηρισμό του συνθέτη – ποιητή;

Δεν τον αποποιούμαι και σας ευχαριστώ, αναλογιζόμενος κι εγώ ότι η μελοποίηση είναι αντάξια ενός ποιήματος. Εχω μεγάλη ευχέρεια στη μελοποίηση ξέρετε.

Φοβηθήκατε μήπως αρχίσετε να σκέφτεστε πολύ γαλλικά;

Τι ερώτηση είν’ αυτή; Οι Γάλλοι, ιδίως οι διανοούμενοι, είχαν ανοιχτούς λογαριασμούς με τον κόσμο τον λαϊκό. Απ’ αυτούς κληρονόμησα κι εγώ τη λαϊκότητά μου, ερχόμενος σε μια άλλη κοινωνία, τη δικιά μας, που είχε θεοποιήσει τους συνθέτες και τους τραγουδιστές.

Ετικέτες

Documento Newsletter