Γιάννης Πάσχος: “Για δες καιρό που διάλεξε…”

Γιάννης Πάσχος: “Για δες καιρό που διάλεξε…”

Μια_x000D_
ιστορία σε δύο μέρη· μια ιστορία για_x000D_
τον κόσμο στην εποχή της καραντίνας

Μέρος
πρώτο: Ο Αθανάσιος Διάκος

Αφήσαμε
πίσω μας την πόλη και πήγαμε για φαγητό
απόκεντρα, στο καφενείο της κυρίας
Τασίας δυο μέρες προτού κλείσει. Ανοίξαμε
την πόρτα του μαγαζιού με τους αγκώνες,
λες και δουλεύαμε χρόνια σε τσίρκο,
καθίσαμε προσεκτικά στο μικρό τραπέζι
χωρίς να αγγίζουμε απολύτως τίποτε και
απολυμάναμε σχολαστικά τα χέρια μας.
Παραγγείλαμε. Κι εκεί που ήρθαν τα ποτά,
να σου ο Δημητράκης, νταλικέρης στο
επάγγελμα που όργωνε όλη την Ευρώπη,
κολλητός από τα παλιά. Οταν τον είδα μου
κόπηκαν τα πόδια. Ηθελα να βάλω τα
κλάματα, κρατήθηκα να μην τον σπρώξω να
πάει παραπέρα. Απέφυγα τη χειραψία με
μια ζογκλερική κίνηση (που την είχα
κάνει πρόβα στο σπίτι για παρόμοιες
περιπτώσεις) και όταν έγειρε να με
αγκαλιάσει έσκυψα σαν κουτάβι και με
τον ώμο μου προσπαθούσα να τον κάνω πίσω
να μην αγγιχτούμε. Εκρυβα τα χέρια μου
τα αποστειρωμένα, μισόκλεινα τα μάτια
λες και είχα επιπεφυκίτιδα κι αν μπορούσα
θα βούλωνα και τα αυτιά, να κλειστώ ήθελα
σε κουκούλι, σε στρείδι, σε οτιδήποτε
μοιάζει με όστρακο.

Εκεί
όμως που άρχισα να βλέπω αστεράκια ήταν
όταν ήρθαν τα φαγητά και ο Δημητράκης,
φλύαρος όπως πάντα, να μη σταματά να
μιλά. Σύννεφο ιών, σαν βροχή, έπεφτε από
ψηλά πάνω στα γιουβαρλάκια και στις
πατάτες τις τηγανητές. Οταν άπλωσε το
χέρι του να πάρει μία τον κοίταξα
ικετευτικά κι έβγαλα με ταχύτητα από
την τσέπη μου ένα μαντίλι αντισηπτικό
να του το καθαρίσω. Το μεγάλο κακό έγινε
όταν έφεραν τον μεζέ –γίδα βραστή να
την πάρει ο διάολος– και ο Δημητράκης
τσίμπησε με το πιρούνι του το καλύτερο
κομμάτι και μου το έχωσε –πριν προλάβω
να αντιδράσω– στο στόμα. Απόμεινα με
τη γίδα στο στόμα και τον κοιτούσα όπως
ο Χριστός τους βασανιστές του. Ο Δημητράκης
είχε μπουκώσει το υπόλοιπο ζώο και ήταν
τόσο ευτυχισμένος που φώναζε και τη
σερβιτόρα της Τασίας, μια κοπέλα άρτι
αφιχθείσα από την Καστοριά, να καθίσει
στο τραπέζι μας να κάνουμε κέφι…

Κοίταξα
προς το παράθυρο και αντίκρισα μια
ολάνθιστη αμυγδαλιά και από κάτω… ο
Αθανάσιος Διάκος να με κοιτά απαρηγόρητος
και να σιγομουρμουρίζει: «Για δες καιρό
που διάλεξε ο χάρος να με πάρει, τώρα
που ανθίζουν τα κλαδιά και βγάζει η γης
χορτάρι».

Μέρος
δεύτερο: Καραντίνα – αποκαλύψεις

Στις
έξι και μισή το πρωί χτύπησε το κινητό.
Πετάχτηκα αλαφιασμένος από τον ύπνο
και αντίκρισα τη φάτσα της θειάς μου
της Ντόρας στην οθόνη, που ήταν στολισμένη
και βαμμένη λες και πήγαινε σε χορό. Την
είχα ξαναπάθει άλλες δυο φορές από τότε
που της δείξαμε πώς να μας καλεί με
βιντεοκλήση για να μη νιώθει μόνη, αλλά
αυτήν τη φορά με λαχτάρησε για τα καλά
και, το χειρότερο, είχε όρεξη για
κουβεντούλα η άτιμη.

Από
την πρώτη μέρα της καραντίνας όλοι στην
οικογένεια επικοινωνούμε με βιντεοκλήσεις
και λόγω του έκτακτου γεγονότος κανείς
πλέον δεν κρατά τα προσχήματα: ό,τι ώρα
και να ’ναι καλεί τον άλλο χωρίς δεύτερη
σκέψη και αν και δεν συναντιόμαστε από
κοντά, ο καθένας ξέρει πια τι κάνει ο
άλλος ανά πάσα στιγμή· τι ώρα τρώει, τι
ήπιε, αν καπνίζει και πόσο, τι ώρα πάει
τουαλέτα, τι είδε στην τηλεόραση, τι
διάβασε και φυσικά πότε έχει τις
ιδιαίτερες στιγμές του με το ταίρι του
ή μόνος, διότι τότε δεν απαντά.

Ναι,
λόγω καραντίνας αποκαλύφθηκαν μυστικά
που δεν θα μαθαίναμε ποτέ. Για παράδειγμα
ο ξάδερφός μου μας εξομολογήθηκε ότι ο
Τακούλης μένει πλέον σπίτι του και πως
είναι σύντροφός του, η θειά μου πήγε να
πάθει κόλπο όταν τους είδε αγκαλίτσα
στον καναπέ – την πλήρωσε ακριβά αυτήν
τη βιντεοκλήση. Δεν είχαμε υποψιαστεί
ότι τα αγόρια ήταν ζευγάρι. Μάθαμε για
τον γκόμενο της γειτόνισσας, τον
φαρμακοποιό, που μένει στον πρώτο και
είναι και παντρεμένος με τρία παιδιά.
Η σχέση αποκαλύφθηκε μοιραία όταν η
Κουλίτσα ξεθάρρεψε και άρχισε να μας
φέρνει σωρηδόν –εκείνη πια– μάσκες,
απολυμαντικά και συμπληρώματα διατροφής
από το φαρμακείο του, όλα με έκπτωση
τριάντα τοις εκατό, γιατί η Κουλίτσα
ήταν και καλό παιδί και είχε φροντίδα
για όλη την πολυκατοικία.

Μάθαμε
για τη σχέση του μπακάλη με την κυρία
Μέλπω, δύο χρόνων χήρα η κυρία Μέλπω,
που μένει στον πέμπτο. Τους είδαμε στη
βεράντα της, αν και υποτίθεται ότι
ψιλοκρύβονταν πίσω από ένα μικρό τείχος
από πέντε καφάσια πορτοκάλια και άλλα
εσπεριδοειδή, το ένα πάνω στο άλλο.
Κάθονταν σαν πουλάκια σε ένα μικρό
τραπεζάκι κι αφού ήπιαν το κρασάκι τους
μέσα σε χαμόγελα και μισόλογα, μετά οι
κουρτίνες έκλεισαν και τα φώτα έσβησαν.
Για πρώτη φορά έπεσαν στα μάτια μας ο
κύριος Νίκος και η γυναίκα του, που αν
και θρήσκοι και ευγενικοί σκυλοβρίζονταν
άγρια κάθε μέρα από τον όρθρο μέχρι και
τον εσπερινό.

Η
καραντίνα αποκαλύπτει πολλά. Το μόνο
σίγουρο ότι οι απέναντι ίσως γνωρίζουν
καλύτερα από εμάς τον ίδιο μας τον εαυτό…

Ο
Γιάννης Πάσχος είναι σ
υγγραφέας
και ιχθυολόγος – ομότιμος καθηγητής
Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Ετικέτες

Documento Newsletter