Γιάννης Μωραΐτης: «Όσες δυστυχίες και να τραβήξω, το μπουζουκάκι μου θέλω»


Συνάντηση με τον θρυλικό σολίστα του μπουζουκιού. 

Για πάνω από έξι δεκαετίες ο Γιάννης Μωραΐτης στέκεται φρουρός του µπουζουκιού, διαγράφοντας µια µυθική πορεία στο πάλκο και στη δισκογραφία, όπου συνεργάστηκε µε όλους τους σπουδαίους του λαϊκού τραγουδιού. Η συζήτηση µαζί του, που είναι γεµάτη εικόνες και ήχους από το µπουζούκι του, ξεκινάει µε αφετηρία το Μπραχάµι –την περιοχή όπου µεγάλωσε– και ταξιδεύει στα στέκια του Βαµβακάρη, του Τσιτσάνη, του Μητσάκη και του Χιώτη στην Οµόνοια, στο Πέραµα των νταβατζήδων, στην Ιερά Οδό του λαϊκού προσκυνήµατος των τελών του ’60 και των αρχών του ’70 και στο Χόλιγουντ της εποχής που ο Τσακ Νόρις και ο Τσάρλτον Ιστον χόρευαν τον «Ζορµπά».

Ζείτε από παιδί στο Μπραχάµι. Πώς ήταν τότε η περιοχή;

Ποτάµια ήταν εδώ, χωριουδάκι ήτανε το Μπραχάµι και εδώ παρακάτω στην άλλη γωνία ήτανε ένα µαγαζί υπόγειο με λουλούδια ωραία μέσα, ο Λουκάς, και έπαιζε ο Απόστολος ο Χατζηχρήστος µε τον αδερφό µου. Μια µέρα µου λέει ο αδερφός µου «έλα να σε πάω να ακούσεις αυτόν που τραγουδάει στα γραµµόφωνα». Πήγα δυο τρεις φορές και µε έπιασε το µεράκι. Και από τότε έµαθα σιγά σιγά το µπουζουκάκι από τον αδερφό µου και τον φίλο του τον Νίκο Μαλακάση. Έγινα καλούτσικος, πήγα στη Σαλονίκη, δούλεψα εκεί ένα χρόνο από τις 8 το βράδυ μέχρι τις 7 η ώρα το πρωί. Τυρρανίστηκα πολύ, άλλα χρόνια και άλλες εποχές.

Το Μπραχάµι έβγαλε πολλούς µπουζουξήδες;

Ναι. Εκεί όπου είναι το µετρό της ∆άφνης παίζαµε µε τον Σπόρο, τον Μακρυδάκη, τον Σπύρο και τον Μήτσο τον Ευσταθίου. Κι ερχότανε και ο Γαβαλάς που έµενε στην Καισαριανή. Ητανε πιάτσα εκεί στη ∆άφνη, χωράφια ήτανε εκεί που είναι το µετρό σήµερα.

Το σπίτι σας πού ήταν;

Στο ρέμα. Και κάθε πρωί ερχόντουσταν και παίζαμε από το πρωί μέχρι το απόγευμα. Σχολείο δεν πήγα καθόλου, δεν μπορούσα να καταλάβω τα γράμματα, εμένα με τράβαγε το μπουζούκι.

Στη Σατωβριάνδου τι γινόταν;

Εκεί ήταν τα µπαράκια. Ολη η πιάτσα του λαϊκού τραγουδιού ήταν εκεί. Ερχόντουσταν όλοι οι µεγάλοι, ο Μάρκος, ο Στράτος, ο Στελάκης, ύστερα ήρθανε Αγγελόπουλοι, ∆ιονυσίου και τέτοια. Εγώ έσκασα εκεί το ’58-59. Τρία καφενεία ήτανε εκεί. Και µάλιστα κάθε µέρα δώδεκα η ώρα το µεσηµέρι που έφευγε ο Μάρκος τον πήγαινα στη στάση στη Μενάνδρου. Μια µέρα µου λέει: «∆εν έρχεσαι να παίξεις κάτι τραγουδάκια;». Και περίµενα πότε να ξηµερώσει να πάω στο σπίτι του στα Ασπρα Χώµατα. Φτωχός ήτανε κι αυτός κι ανήµπορος. Ξεχασµένος από όλους, αυτή είναι η κοινωνία µας. Λεφτά τότε δεν υπήρχαν, ξέχασέ το. Πού να ’ξερε ο άνθρωπος τι θα γινότανε µετά.

Τι άνθρωπος ήταν ο Μάρκος;

Πολύ καλός. Παρότι ήτανε άγριος στο πρόσωπο ήταν ψυχή καλή. Εχω παίξει µαζί του στο πάλκο και µε τον Στράτο µαζί.

Τον Παγιουµτζή; Στου Βρανά παίξατε;

Μπράβο, στην Ιερά Οδό. Πιο κάτω ήταν και το Σου Μου που έπαιξα αργότερα. Μεγάλες δόξες και εκεί πέρα, κόσµος λαϊκός από το Αιγάλεω. Πίτα γινόταν το µαγαζί. Χίλια άτοµα τη µέρα στο Σου Μου. Το καλοκαίρι της τρελής γινόταν. Ερχόταν ο Σαββάλας, η Βουγιουκλάκη, όλοι περνάγανε από κει. Ήταν ένα γλέντι. Από τις 8 η ώρα ξεκινάγαμε μέχρι τις 6 το πρωί, εφτά μέρες τη βδομάδα, σκληρή δουλειά. Πού να αφήσει το αφεντικό χίλια άτομα; Η Αλιφραγκή ήταν μαγκιά. Καλή κυρία, καλή τραγουδίστρια. Με αυτές μεγάλωσα τις τραγουδίστριες. Κι αυτή ήταν λαϊκιά τραγουδίστρια. Υστερα έγινα πολύ καλός και της έχω παίξει όλα τα τραγούδια της.

Θέλω κι εγώ να σας ρωτήσω για το Σου Μου. Αλλά πρώτα πείτε µου για τον Στράτο ∆ιονυσίου. Τον είχατε γνωρίσει στο µπαράκι του Μάριου και φύγατε µαζί για ένα πανηγύρι στη Χαλκίδα;

Ητανε ένας ατζέντης τότε, ο Χαριτόπουλος, µορφή του λαϊκού τραγουδιού, που έστελνε τους καλλιτέχνες στα πανηγύρια. Και λέει του ∆ιονυσίου «ρε µάγκα, πάρε τον Γιαννάκη που είναι καλός». Του λέω: «Τι τραγούδια λες;». Ασηµος ήταν τότε, έτσι; Αυτά κι αυτά, µου λέει, τον «Τσακιτζή» κ.λπ. Τα έµαθα αµέσως και πήγαµε πέντε έξι φορές στο πανηγύρι. Κι έτσι κολλήσαµε και κάτσαµε µαζί δώδεκα χρόνια.



Αυτό το µπουζούκι δίπλα σας πόσα χρόνια το έχετε;

Πενήντα.

Είναι από αυτά που σας έφτιαξε ο Ζοζέφ;

Αυτό είναι, το καθαρόαιµο. Εχω δύο από τα χέρια του. Είχα φτιάξει κι άλλα δύο, δεν τα κράτησα, δεν τα πρόσεξα. Είχα παίξει πολλά τραγούδια µε αυτό, πάρα πολλά τραγούδια.

Ηταν ακριβά τα µπουζούκια για την εποχή εκείνη;

Ναι. Αυτό το είχα φτιάξει έντεκα χιλιάρικα. Εδώ στην περιοχή τα οικόπεδα είχαν τέσσερις χιλιάδες το ένα. Θα µπορούσα να πάρω δύο οικόπεδα, αλλά δεν µε ενδιέφερε.

Πώς τον θυμάστε τον Ζοζέφ;

Άγιος ήτανε, λίγο τσιγκουνάκος, αλλά ο καθένας έχει τα δικά του. Άγιος όμως και μάστορας πρώτος, δεν θα ξαναφτιάξει κανένας μπουζούκι σαν κι αυτόν. Ούτε στους επόμενους αιώνες. Ακρόπολη ήταν αυτός.

Τι διαφορά είχανε τα δικά του μπουζούκια από τα υπόλοιπα;

Φωνάζανε, ήταν ωραία, ήταν γλυκά. Είχαμε καλές σχέσεις, τον πρόσεχα, τον αγαπούσα. Αμα μου χάλαγε τίποτα στο μπουζούκι μου το ’φτιαχνε έτσι, χωρίς λεφτά. Και με έλεγε τίμιο. Του είχα ιδιαίτερη αδυναμία.

Τα πρώτα χρόνια είχατε παίξει και στο Πέραµα. Πώς ήταν εκεί τότε;

Ερχόντουσταν από τα µπουρδέλα του Πειραιά. Ηταν νταβάδες, υπόκοσµος ήτανε, µανούρια γινόντουσταν. Οχι όπως αυτό το χάλι σήµερα.

Στο Πέραμα έπεφταν μαχαιρώματα;

Ναι ναι. Επρεπε να περάσεις από κει για να γίνεις μπουζουξής. Αλλιώς κάτι λείπει.

Εχετε πει κατά καιρούς ότι ο μπουζουξής πρέπει να είναι αλανιάρης.

Ισχύει αυτό. Αμα δεν είσαι…

Σήμερα υπάρχουν αλανιάρηδες μπουζουξήδες;

Όχι.

Γιατί;

Δεν έχουν τόσο πολλή ανάγκη. Ακου να σου πω µια ιστορία για τότε που έπαιζα στο Πέραµα. Εγώ πήγαινα στα Εξάρχεια στη Φειδίου στον Γαϊτάνο που πούλαγε χορδές – υπάρχει ακόµα. Κι όπως περπατούσα µε το µπουζούκι στο χέρι στη Ζωοδόχου Πηγής έβγαινε από το ωδείο της Φειδίου η Μαρία Κάλλας. «Γεια σου, κυρα-Μαρία» της λέω. «Γεια σου» µου λέει. «Παίζω κι εγώ µπουζούκι» της λέω. «Μπράβο» µου λέει, «πού παίζεις;». Λέω «Στο Πέραµα». Ευγενέστατη. Ψυχολογικό σοκ έπαθα όταν την είδα από κοντά. Μεγάλη τραγουδίστρια.

Στο Σου Μου έπεφτε ξύλο;

Ναι. Πιρουνιές στον λαιµό και τέτοια.

Μια φορά είχε δείρει κι έναν η Αλιφραγκή;

Ναι, ναι. Μπήκε ένας Μανιάτης µέσα και άφησε το πιστόλι στο τραπέζι. Και σταµατάει την ορχήστρα η Αλιφραγκή και του λέει: «Πάρ’ το και βάλ’ το στο παντελόνι σου. ∆εν µπορώ να βλέπω πιστόλια και να τραγουδάω». Εκανε τις µαγκιές του και τον κοπανήσανε. Εχω δει πολλά τέτοια. Και στα καλά µαγαζιά κάποτε γινόντουσταν κάτι ψιλά.

Πότε πήγατε στο Σου Μου;

Το 1967.

Το πιο καλό µαγαζί που έχετε παίξει ποιο ήταν;

Το Can Can, η Νεράιδα, ο Σεραφίνο με τον Βοσκόπουλο και τον Διονυσίου –μαζί του ήμουν και στο Σου Μου. Να πούµε όµως για τους τυραννισµένους τους ανθρώπους που τους βρίζανε.

Για ποιους λέτε;

Τους ρεµπέτες όλους. Γιατί µοιράζανε «καραµέλες» να πούµε και πηγαίνανε στους τεκέδες και γράφανε τέτοια τραγούδια. Ε, 15 τραγούδια είναι όλα κι όλα αυτά, τα άλλα είναι διαµάντια όλα. Το «Μες στης πόλης το χαµάµ» είναι 80-90 χρονών τραγούδι και το τραγουδάνε ακόµα και σήµερα. Ποιο τραγούδι από αυτά που λένε σήµερα θα µείνει 90 χρόνια; Εχω παίξει και με τον Παπαϊωάννου. Άλλος δάσκαλος. Επαιξα μαζί του στο Χάραμα πριν γίνει Χάραμα. Τότε που το λέγαν Σκοπευτήριο και το είχαν κάτι σερβιτόροι -ψησταριά ήτανε.

Με τον Μπέμπη κάνατε παρέα;

Βεβαια. Ένα άγιο παιδί ήταν, 48 χρονών πέθανε. Είχα πάει στην κηδεία του. Μεγάλος μπουζουξής, όλοι αυτοί ο Τσιμπίδης, ο Μακρυδάκης, ο Αγγέλου ήταν Α΄ Εθνική. Τους καμάρωνα όλους αυτούς. Εγώ έπαιζα στο Μπραχάμι που είναι τώρα το Mall, ήτανε ένα κέντρο εκεί, ο Ρουβάς που παίζανε ο Μπέμπης, ο Πρόδρομος ο Τσαουσάκης και ο Αντώνης ο Μαύρος. Ερχοντουσταν όλα τα καλά παιδιά εκεί. Η πρώτη συνάντηση μεταξύ μας ήταν στην αυλή, καταλαβαίνεις. Μετά ανεβαίναμε ένας ένας. Κι εγώ τα ίδια έκανα.

Αλλιώς δεν γινόταν;

Όχι, ήτανε έτσι το δέσιμο. Δεν τρέχει και τίποτα. Δεν πειράζαμε και κανέναν.

Ησασταν ο πρώτος µπουζουξής που έπαιξε στο Ηρώδειο;

Ναι. Ηταν ο Αριστείδης ο Μόσχος εκεί στο µπαράκι και µια µέρα µου λέει: «Ερχεσαι να παίξουµε στο Ηρώδειο;». Ενα χασαποσέρβικο ήτανε, το «Οταν πίνεις στην ταβέρνα». Και ήτανε εκεί και η ∆όρα Στράτου που έκανε την εκδήλωση. Παίξαµε και ήταν και οι βασιλιάδες από κάτω. Το ’63 έγινε αυτό, 19 χρονών ήµουνα. Χαρά εγώ! ∆εν είχε ξαναπατήσει εκεί µπουζούκι. Μας δώσανε ένα χιλιάρικο, τότε ήτανε πολλά λεφτά. Εχω παίξει και στους Ολυµπιακούς στην Κορέα.

Είχατε πάει με την ελληνική αποστολή;

Ναι. Μόνο εγώ έπαιξα μπουζούκι. Το στάδιο είχε εκατό χιλιάδες άτομα. Και ήταν κι εκεί κάτι βασιλιάδες και τους είχα γνωρίσει.

Τι παίξατε;

Τον «Ζορμπά» και τα «Παιδιά του Πειραιά». Υστερα πήγα στο Χρυσό Βαρέλι, στο Μοσχάτο. Εκεί έπαιξα 2 – 3 σεζόν με τον Λαύκα, τη Μαρινέλλα, τη Γιώτα Γιάννα, τον Πουλόπουλο.

Πάµε πάλι πίσω στο ’60. Στην Columbia πότε πήγατε;

Το 1961 έσκασα για πρώτη φορά και πήγα µε τον Χρυσίνη, που ήταν κιθαρίστας καλός. Παίζαµε από το πρωί µέχρι το βράδυ κάθε µέρα. Σε όλους τους τραγουδιστές. Υστερα που κι εγώ έγινα καλύτερος έπαιξα και της Μαρινέλλας τραγούδια και του Καζαντζίδη και του ∆ιονυσίου και του Τσιτσάνη πολλά σε δεύτερες εκτελέσεις.

Τον Τσιτσάνη πού τον γνωρίσατε;

Πάλι στο µπαράκι. Από κει περνάγανε όλες οι φίρµες της εποχής, ο Μητσάκης, η Χρυσάφη, η Ρένα Στάµου, η Ντάλια που είναι η αγαπηµένη µου τραγουδίστρια. Λέγαµε µια καληµέρα και µια µέρα µε άκουσε και µου λέει: «Μπράβο, καλός είσαι». Αυτοί όλοι δεν είχανε κόµπλεξ γιατί ξέρανε ποιοι ήταν. Εχω καλή εντύπωση για τον Τσιτσάνη.

Με τον αδερφό του ερχόταν εκεί ο Τσιτσάνης;

Οχι. ∆εν τον γνώρισα αυτόν. Υστερα πήγανε στα καλά µαγαζιά κι αυτοί και δεν πατάγανε στο µπαράκι. Ο Μητσάκης, ο Χιώτης, αυτοί. Η καλή τους εποχή ήτανε το ’37-38, το ’40. Εκεί µαζευόντουσταν και τι τραβήξανε οι ανθρώποι. Παίζαν στα καταγώγια όλοι. Τεκέδες κι έτσι. Κάθε πρωί τους ψάχνανε, κρύβανε τα µπουζούκια µέσα από τις καµπαρντίνες µην τους πάνε στην ασφάλεια. Και έχουνε πάει πολλοί. ∆εν τα έζησα εγώ αυτά. Ρώτησα τον Μπίνη, τον Τσιτσάνη, τον Καπλάνη, µεγάλος µπουζουξής κι αυτός, έπαιξα και µαζί του. Σχεδόν µε όλους τους παλιούς έχω παίξει. Το λαϊκό τραγούδι παράµεινε και θα παραµείνει αιώνες. ∆εν βλέπετε τώρα αυτό που γίνεται στην τηλεόραση κάθε Σάββατο που βάζουν όλα τα παλιά τραγούδια; Του Μπαγιαντέρα, του Τσιτσάνη ήτανε αγιασµένα τραγούδια, θα µείνουνε αιώνες. Και τα κακοµεταχειρίζονται τώρα. Η µια κάνει την Μπέλλου, ο άλλος κάνει τον Τσαουσάκη, δεν έχουν τίποτα δικό τους. Παίρνουν τα τραγούδια των φτωχών ανθρώπων και τα τραγουδάνε στην τηλεόραση. Αυτοί πεθάνανε. Και ούτε ένα ποτήρι νερό δεν τους έδωσε η πολιτεία. Ούτε να τους θάψουνε δεν είχανε. Και για τιµωρία αυτοί βγάλανε τα καλύτερα τραγούδια.



Μιας και αναφέρατε τον Μπαγιαντέρα, είχατε παίξει µπουζούκι στην κηδεία του, σωστά;

Ναι. Τον ήξερα, έχω παίξει τρία τέσσερα τραγούδια του.

Τυραννισµένος άνθρωπος ο Μπαγιαντέρας;

Καλοί άνθρωποι ήτανε, φτωχοί. Τραβήξανε και Κατοχές και έτσι. Το µούτρο ήταν ο Γενίτσαρης. Πολύ καλός κι αυτός. Εν τω µεταξύ έχω παίξει και τραγούδια του Γενίτσαρη και σαν νέος ρώταγα να µάθω τι γινόταν όταν τους κυνηγάγανε στον Περαία για τις «καραµέλες». Τότες αυτοί ήταν όλοι υπόκοσµος. Και ο Μπέµπης, αυτό το µεγαθήριο, έπαιζε στην Τρούµπα. ∆εν πειράζει, η ζωή αυτά έχει.

Γιατί οι περισσότεροι που πήγαν στην Αµερική είναι σαν να τους κατάπιε η χώρα;

Γιατί είχανε τραβήξει από τις Κατοχές τέτοια πράγµατα που δεν αντέχανε άλλο. Ανοιξε η πόρτα της Αµερικής το ’55-56 και πήγανε να κάνουνε µια καλύτερη ζωή – τους έχω γνωρίσει όλους αυτούς. Αλλοι φτιάξανε σπιτάκια, φέρανε κάποια λεφτά. Στο τέλος πεθάνανε και άντε ψάξε να τους βρεις. Τραβήξανε όµως και στην Αµερική δουλειά σκληρή. Ο Παπαϊωάννου άνοιξε δρόµο και µετά πήγαν όλοι.

Ο Γιάννης Παπαϊωάννου;

Ναι, ναι. Ηταν από τους πρώτους που πήγαν. Υστερα πήγε ο Χιώτης, πήγαν όλοι.

Ηταν απομονωμένοι εκεί; Κάποια στιγμή μιλούσα με τον οργανοποιό Κάρολο Τσακιριάν…

Φίλος μου.

Και μου έλεγε ότι στην Αμερική επειδή είναι πολύ μεγάλες οι αποστάσεις, οι μπουζουξήδες δεν μπορούσαν να βρίσκονται και να παίζουν μαζί και οι περισσότεροι μελαγχόλησαν.

Ναι, ισχύει. Είχαν όμως και λαϊκές βραδιές αξέχαστες. Η λαϊκή τραγουδίστρια από τον Βόλο, η Δασκαλάκη και ο Ιορδάνης ο Τσομίδης είδαν μεγάλες δόξες. Και η Ούλα Μπάμπα το ίδιο, την έχω γνωρίσει.

Τα λεφτά της Αµερικής εσείς τα κρατήσατε;

∆εν τα κράτησα. Καλά έκανα.

Στο Χόλιγουντ πότε πήγατε;

Το 1967 για πρώτη φορά. Εκεί γνώρισα τον Ιορδάνη τον Τσοµίδη. Αλλου τύπου δουλειές ήτανε, δεν είχανε πρόγραµµα κι ήτανε ό,τι λάχει ο κόσµος. Χορεύανε καλαµατιανά και τέτοια. Εκεί είδα και τον Σπόρο που τον ήξερα από εδώ. Κι αυτός καλός µπουζουξής. Επαιζε τότε στο Greek Village που έπαιξα κι εγώ µετά – τον αντικατέστησα από δω. Ηρθε κάποια στιγµή το αφεντικό να µε πάρει από το αεροδρόµιο και µου λέει: «Ακουσε τον Σπόρο και θα πάθεις την πλάκα σου». Αμάν λέω τι έχω να πάθω τώρα. Έχω λέω το διαβατήριο ό,τι και να γίνει. Πήγα το ίδιο βράδυ και ακούω το Σποράκι και την άλλη μέρα έπαιζα εγώ. Αυτός δεν έπαιζε τσιφτετέλια, έπαιζε πολύ µοντέρνα. Τα «Μες στην πολλή σκοτούρα µου» κι αυτά δεν τα ήθελε. Εγώ έπαιζα ρεπερτόριο δύσκολο, έπαιζα όλα τα σουξέ από δω.

Εμεινε ο Σπόρος πολύ στην Αμερική.

Τυραννίστηκε κι αυτός 30-35 χρόνια έμεινε εκεί. Εγώ δεν θα μπορούσα, θα είχα πεθάνει. Εχω πάει στην Αμερική με όλες τις φίρμες δεκαήμερα κι έμεινα ένα χρόνο στην Καλιφόρνια. Κι αυτό με το ζόρι.

Δεν σας άρεσε;

Δεν είναι ότι δεν μ’ άρεσε. Ήθελα όμως να γυρίσω σπίτι. Με πιάνει μια μαυρίλα, θέλω να είμαι εδώ. Αλλοι αντέχουνε. Εγώ δεν μπορώ να φύγω από το Μπραχαμάκι μου.

Οταν παίζατε στο Χόλιγουντ είχαν έρθει στο µαγαζί ο Τσάρλτον Ιστον και ο Τσακ Νόρις;

Ναι, είχανε έρθει.

Οταν µπήκε στο µαγαζί ο Τσακ Νόρις τον αναγνωρίσατε;

Ναι, βέβαια. Αυτός µε την παρέα του ψιλοξέρανε τον «Ζορµπά» και τους το έπαιξα. Εριξα κι ένα ταξίµι, άρχισαν τα χειροκροτήµατα. Ε, έτσι όπως παίζαµε σε µια στιγµή του έγνεψα «γεια σου» και σηκώθηκε, ήρθε εκεί όπου έπαιζα και βγάλαµε τη φωτογραφία. Ευγενέστατο παιδί ήτανε. Ο Τσάρλτον Ιστον ήτανε το κάτι άλλο, ένας κύριος και µισός.

Του μιλήσατε;

Τι να του έλεγα; Του είπα ότι είναι ο καλύτερος κι εκείνος μου είπε ότι είχε έρθει στην Αθήνα. Κύριοι ήτανε όλοι τους. Έχω παίξει… Ασε…

Στο Can Can πότε παίξατε;

Στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Ζαµπέτας, Μοσχολιού, Βοσκόπουλος, Πουλόπουλος. Αλλος κόσµος στο Can Can, πολλοί καλλιτέχνες. Εκεί δεν είχε µαγκιές και σπασίµατα, ήταν προσεγµένη η δουλειά. Κάπου εκεί έρχεται και ο Πλέσσας και µια µέρα του λέω: «Μαέστρο, δίνεις στον Πουλόπουλο τραγούδια, δώσε και στον ∆ιονυσίου ένα». Με κοίταξε καλά καλά και του έδωσε το «Βρέχει φωτιά στη στράτα µου». Από µια κουβέντα. Μια κουβέντα σε κρεµάει και µια σε ανεβάζει.

Γινόταν χαµός στο Can Can;

Η µεγάλη δόξα ήταν ο Βοσκόπουλος και ο ∆ιονυσίου. Μέχρι το νεκροταφείο κάτω έφτανε ο κόσµος, 1.500 άτοµα τη βραδιά. Πού να τα δούνε οι ρεμπέτες αυτά; Ο Τσαουσάκης ερχότανε καμιά φορά εκεί με τον Αργύρη τον Βαμβακάρη. «Τι τραγούδια είναι αυτά που παίζετε» μου έλεγε «δεν ντρεπόσαστε λιγάκι;». Έτσι για πλάκα το έλεγε. Είχα παίξει και μαζί του, στη Θεσσαλονίκη, μαζί με τον Μενιδιάτη. Καλός και ο Μενιδιάτης αλλά ο Τσαουσάκης δεν συγκρίνεται.

Γιατί χάθηκε ο Τσαουσάκης;

Τους ρίξανε όλους.

Δεν προλάβανε την εποχή που έπεσαν τα πολλά λεφτά στη νύχτα.

Για ένα δυο κατοστάρικα έπαιζε όλη τη νύχτα ο Μάρκος. Τους φέρνανε και τρόφιµα οι κρεοπώλες, καθένας πήγαινε ό,τι µπορούσε –πήγαινε και υπόκοσµος πολύς τότε– κι έτσι τη βγάλανε οι άνθρωποι αυτοί που γράψανε µπαξέ από λουλούδια. Τραγούδια σαν κι αυτωνών δεν θα ξαναβγούνε ούτε στον άλλο αιώνα ούτε ποτέ. Κι όλοι διδαχτήκανε από το ρεµπέτικο και το λαϊκό. ∆εν το χωνεύανε οι ευρωπαϊστές τότε, η άλλη οµάδα που γράφανε αυτά τα ελαφριά, που ήτανε κι αυτά ωραία. Αλλά δεν θέλανε µπουζούκια οι περισσότεροι µαέστροι.

Τον Χιώτη τον θέλανε όµως.

Τους έκανε πανηγύρι µεγάλο αυτός. Αν δεν ήταν αυτός, τότε στο λαϊκό τραγούδι δεν θα πήγαινε ο κόσµος. Αυτός άλλαξε το τραγούδι, το έκανε πιο µοντέρνο κι έτσι το αγάπησε ο κόσµος. Και ο Χατζιδάκις σύµβαλε σε αυτό οπωσδήποτε. Αλλά όλοι αυτοί πήρανε κάτι και από το λαϊκό τραγούδι. Εκεί που έπαιζε ο Χιώτης δεν είχε σπασίµατα. Στην παραλία έπαιζε, στη Μυρτιά και στα Ηλιοβασιλέµατα. Και ξεκινάγαµε µε έναν µπουζουξή από δω στις εφτάµισι η ώρα και σε πέντε λεπτά ήµασταν εκεί. Στο Καλαµάκι λέµε τώρα. ∆εκαπέντε και 18 χρονών ήµασταν, τι κούραση να νιώσουµε. Καθόµασταν που λες και ακούγαµε απέξω. Και µια φορά µπήκαµε µέσα. «Μπράβο, δάσκαλε» του λέω και µας κέρασε και παγωτό. Ηταν η πρώτη φορά που τον είδα και µου πάγωσε το αίµα. Κι ακόµα παγωµένο είναι.

Από την Columbia γιατί φύγατε;

Βαρεθήκαμε. Πέντε η ώρα εγώ ήμουν εδώ έπινα καφεδάκι επιτόπου και έτρεχα με το ταξί στην Columbia. Πιο παλιά παίρναμε και το μηχάνημα εδώ και το βράδυ το έπαιρνα στο μαγαζί. Κουράστηκα, δεν άντεχα άλλο. Ακούω όμως τώρα αυτά που έχω παίξει και χαίρομαι.

Οι εισαγωγές σας στις ηχογραφήσεις έχουν μείνει ιστορικές.

Ακούγαμε τον συνθέτη που μας το έδειχνε όσο μπορούσε και παίρναμε τον σκελετό βάζαμε κι εμείς κάτι και γινότανε ωραίο. Εχω παίξει πολλά.

Δικά σας τραγούδια γράφετε;

Εγώ το καταπίνω το μπουζούκι αλλά δεν μπορώ να γράψω τραγούδια. Ένα έγραψα κι αυτό με το ζόρι. Συμβαίνει αυτό με τους καλούς μπουζουξήδες. Άλλος παίζει λιγότερο μπουζούκι αλλά γράφει τραγούδια.

Με τον Λεμονόπουλο κάνατε παρέα;

Άλλος κολοσσός. Κόμπρα δηλητηριώδης στο παίξιμο.

Ισχύει ότι κάποια στιγμή που ήσασταν στο στούντιο της ΕΡΑ για ηχογράφηση η θεία Λένα σας έκανε παρατήρηση;

Όχι στην ΕΡΑ, στο στούντιο στην Κολοκοτρώνη ήμουν που κάναμε ηχογραφήσεις και δουλεύανε τον ήχο για τις ταινίες. Μπήκα κάποια στιγμή στην τουαλέτα και κάπνιζα και ήρθε μια κυρία ψηλή και μου λέει «τι είναι αυτά που κάνετε;». Η θεία Λένα ήτανε, που την ακούγαμε στο ραδιόφωνο.

Αυστηρή πολύ ήταν;

Ναι, ναι. Μετά όμως τα βρήκαμε.

Ήρθε και από το μαγαζί;

Όχι, αλλού ήτανε, με τα παιδάκια ήτανε. Καλή κυρία όμως. Δίδαξε κι αυτή πολλά στα παιδάκια.

Με τον Γιώργο Αλτή πότε γνωριστήκατε;

Το 1999, όταν µου πήρε συνέντευξη για το βιβλίο που έκανε τότε, τα «Λαϊκά πορτρέτα». Ξεκινήσαµε µετά να κάνουµε παρέα. Κάθε Τετάρτη εδώ και δέκα χρόνια βρισκόµαστε εδώ µία η ώρα και µελετάµε. Νόµος. Ενα τρίωρο τη φορά. Μου δείχνει, του δείχνω, λέµε απόψεις. Παίζουµε το τραγούδι, καµιά φορά το εκτελούµε, το σκοτώνουµε και πάµε γι’ άλλα.

Σε λίγο καιρό θα βγει από τον «Μετρονόµο» και το βιβλίο που έχει γράψει για εσάς.

Ναι, και ευχαριστώ πολύ και τον Θανάση τον Συλιβό και τον Γιώργο. Αυτό το βιβλίο είναι αληθινό. Εγώ έζησα µε αυτούς τους ανθρώπους και αυτά που γράφω είναι αληθινά. ∆εν λέω γι’ αυτά που άκουσα από άλλους. Οι άλλοι, όλοι πια, έχουνε γίνει ρεµπετολόγοι και γράφουν αυτά που άκουσαν.

Επίσης γυρίζει για σας ταινία η Κατερίνα Πανταζοπούλου.

Ναι, και την ευχαριστώ πολύ.

Θέλω να ρωτήσω για τον αδερφό σας.

Ναι, τον Μητσάρα.

Ο οποίος έζησε στην Αφρική;

Ναι, εκεί πέθανε. Αυτός μου άνοιξε τα μάτια, μου έμαθε μπουζούκι. Είναι αυτός που σου έλεγα πριν που με πήγε να ακούσω τον Χατζηχρήστο. Του χρωστάω πάρα πολύ. 

Με ποιους κάνετε παρέα τώρα;

Με τον Γιώργο τον Κίτση, τον αδερφό του τον Κώστα και τον ∆ηµήτρη τον Μπούρα. Αυτοί είναι πολύ καλοί φίλοι και πάντα µε ρωτάνε αν χρειάζοµαι τίποτα.

Εβλεπα σε παλιότερη συνέντευξή σας ότι ζείτε µε µια µικρή σύνταξη.

∆εν µου φτάσανε τα ένσηµα για να πάρω σύνταξη. Εχω 3.950 και πρέπει λέει να τα κάνω 4.500. Παίρνω µια σύνταξη από το ΟΓΑ. Πήγα δύο φορές στο υπουργείο Πολιτισµού αλλά τίποτα, πήρα τα κέρατά τους τα δίφορα. Τα έτρωγα όµως και ήµουν φιλότιµος πολύ. Καλά έκανα, δεν µετανιώνω για τίποτα. Εγώ γεννήθηκα στα Αρµένικα στο ∆ουργούτι, στο Μπραχάµι ήρθαµε το 1954. Παράγκες και λασπόδροµους είχε εκεί. Ξυπόλυτοι ήµασταν. Αλλοι φοράγανε παπούτσια που τα δένανε µε σύρµα. Εχω δει πολλά πράγµατα. Ξέρεις όµως ποιο είναι το µυστήριο; Αµα έχεις ζήσει πολύ φτωχά και έχεις µείνει νηστικός και σου πέσουν κάποια λεφτά, ξαφνικά τα κάνεις «να». Αυτό έπαθα. Εντάξει, όσες δυστυχίες και να τραβήξω, το µπουζουκάκι µου θέλω. Πρόσφερα πολλά στο µπουζούκι. Φρουρός από τους µεγαλύτερους και υποστηρικτής των ρεµπέτηδων. Εγώ τους λέω «οι κλασικοί του ρεµπέτικου», όπως ο Σοπέν, ο Μότσαρτ και όλοι αυτοί. Είδα και µεγαλεία, είδα και φτώχεια. Και όπου µας βγάλει τώρα το ποτάµι. Εβδοµήντα πέντε είµαι τώρα, το βλέπω µέχρι 80 χρονών να φτάνω. Καλά θα είναι. Πάλι θα παίζω.

Φωτογραφίες Μιχάλης Καραγιάννης/Eurokinissi
– αρχείο Γιάννη Μωραΐτη