Γιάννης Μπότσης: «Ήθελα οι ήρωές μου να δοκιμαστούν στα όριά τους»

Γιάννης Μπότσης: «Ήθελα οι ήρωές μου να δοκιμαστούν  στα όριά τους»

Ο συγγραφέας μιλάει στο Docville με αφορμή την κυκλοφορία του πρώτου μυθιστορήματός του.

Η Αθήνα του 1944 αλλά και η Σµύρνη της ακµής και της καταστροφής είναι το πλαίσιο µέσα στο οποίο κινούνται οι χαρακτήρες του πρώτου µυθιστορήµατος του Γιάννη Μπότση µε τίτλο «Ο κλέφτης των µυστικών» (Εκδόσεις Ελληνικά Γράµµατα). Ηρωας της ιστορίας είναι ο 11χρονος Άρης, ο οποίος µετά τον βοµβαρδισµό του Πειραιά µένει ορφανός και φιλοξενείται στην Πλάκα από µια Σµυρνιά. Η ζωή του αλλάζει άρδην όταν αναλαµβάνει µια επικίνδυνη αποστολή για λογαριασµό του αντιστασιακού θείου του. Με αφορµή την κυκλοφορία του βιβλίου επικοινωνήσαµε µε τον Γιάννη Μπότση, ο οποίος έχει µακρά πορεία στον τοµέα της σκηνοθεσίας και του σεναρίου, αλλά και ως σύµβουλος και στέλεχος τηλεοπτικών σταθµών και γραφείων παραγωγής.

Είναι αλήθεια ότι εµπνευστήκατε το µυθιστόρηµά σας από ένα όνειρο που είδατε;

Ναι. Ήταν µια ιδιαίτερη εµπειρία και µάλλον οφειλόταν στο ότι από µικρός αγαπούσα τα παιδιά-ήρωες, µισούσα τους ναζί και µου άρεσαν οι περιπέτειες του Β΄ Παγκόσµιου Πολέµου. Έτσι το υποσυνείδητό µου κάποια στιγµή τα ένωσε όλα αυτά και µου έκανε ένα δώρο. Βέβαια άλλο ένα όνειρο και άλλο ένα µυθιστόρηµα, όµως οµολογώ ότι ως ερέθισµα ήταν το κατάλληλο εφαλτήριο.

Κάπως έτσι λοιπόν επιλέξατε να τοποθετήσετε τους ήρωές σας στην Κατοχή.

Ναι, καθώς είναι για όλες σχεδόν τις γενιές µια γνωστή περίοδος ακραίου κινδύνου, διαρκούς απειλής εναντίον της ζωής και σύνθλιψης της ελευθερίας. Αν είσαι πολύ µεγάλος έχεις µνήµες, αν είσαι στη µέση ηλικία έχεις ακούσει αφηγήσεις από τρίτους ή έχεις διαβάσει βιβλία, ενώ αν είσαι µικρός κάτι έχεις δει στο ίντερνετ και σε ντοκιµαντέρ. Προσωπικά ήθελα µια ακραία εποχή ώστε οι ήρωές µου να δοκιµαστούν στα όριά τους και µετά να τα υπερβούν – τόσο συναισθηµατικά όσο και υπαρξιακά.

Η σκηνοθεσία, η συγγραφή σεναρίου και η πεζογραφία λειτούργησαν συµπληρωµατικά;

Απολύτως και ήταν συνειδητός συνδυασµός. Η σκηνοθεσία µε βοήθησε στις λεπτοµερείς περιγραφές και στην ατµόσφαιρα της δράσης, το σενάριο στη δηµιουργία ιστοριών, πλοκών και πειστικών διαλόγων, η πεζογραφία στο να δηµιουργήσω το κατάλληλο λογοτεχνικό ύφος. Έχοντας σπουδάσει και τα τρία ήταν πιο εύκολο να βρω ισορροπίες και να «αποδράσω» από σηµαντικές δυσκολίες. Ελπίζω να τα κατάφερα.

Στην έρευνα που κάνατε για τη ζωή στη Σµύρνη πριν από την καταστροφή ή για την Αθήνα του ’44 υπήρξε κάτι που να σας εξέπληξε;

Πολλά µε εξέπληξαν και κυρίως µε συγκίνησαν ή µε τρόµαξαν. Για παράδειγµα, η Σµύρνη ήταν ίσως η µόνη πόλη στην ιστορία του πλανήτη µε πέντε λαούς να ζουν σε έκταση τριών τετραγωνικών χιλιοµέτρων. Ένα µοναδικό πολυεθνικό παράδειγµα που δυστυχώς χάθηκε για πάντα. Σήµερα θα ήταν η απόλυτη απόδειξη δυνατότητας συνύπαρξης διαφορετικών λαών και πολιτισµών. Στην Αθήνα του ’44 µε εξέπληξε η σκληρότητα των µαυραγοριτών, που είχαν δίκτυα που µου θύµισαν ταινίες µε ήρωες µαφιόζους. Έβλεπαν τους ανθρώπους να πεθαίνουν και ατάραχοι συσσώρευαν τρόφιµα για να τα εµπορευτούν. Ένας από τους λόγους που αγάπησα το ΕΑΜ είναι ότι κυνήγησε ανελέητα τους µαυραγορίτες.

Εστιάζετε στη δράση του ΕΑΜ στην Αθήνα, η οποία µόνο τα τελευταία χρόνια φωτίζεται επαρκώς. Πού πιστεύετε ότι οφείλεται η ανισοβαρής αντιµετώπιση του ΕΛΑΣ της πρωτεύουσας σε σχέση µε τον ΕΛΑΣ της περιφέρειας;

Στο ότι το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ είχαν πιο απτές επιτυχίες στην επαρχία, µε ελεύθερες ζώνες κ.λπ. Η Αθήνα παρέµεινε σκλαβωµένη µέχρι την αποχώρηση των Γερµανών. Όµως γι’ αυτό τον λόγο εκτιµώ απίστευτα τη δράση του ΕΑΜ στην Αθήνα. Οι αγωνιστές και οι αγωνίστριές του δρούσαν σε πολύ δύσκολες συνθήκες, µε τα κέντρα εξουσίας και καταστολής συνεχώς παρόντα στην πόλη, αυξάνοντας πάρα πολύ τον βαθµό δυσκολίας. Ήταν πραγµατικοί ήρωες.

Εκτός από την έρευνα βασιστήκατε και σε οικογενειακές αφηγήσεις;

Από µικρός άκουγα ιστορίες από τη µητέρα µου που έζησε την Κατοχή στην επαρχία – µάλιστα οι Γερµανοί είχαν επιτάξει το πατρικό της. Έτσι ήµουν στο κλίµα της εποχής, αλλά δεν είχα πληροφόρηση για την Αθήνα. Φυσικά διάβασα σχετικά βιβλία, όµως καθώς ήθελα να µιλήσω µε ανθρώπους που βίωσαν την Κατοχή µίλησα µε δύο 95άχρονους που έζησαν στην Αθήνα του ’44. Ο ένας ήταν αγωνιστής, µέλος της ΕΠΟΝ, και ο άλλος ουδέτερος θα έλεγα. Συνδύασα λοιπόν τις µαρτυρίες τους µε όσα διάβασα και µε τα ντοκιµαντέρ που είδα και έτσι απέκτησα πιο σφαιρική εικόνα προτού ξεκινήσω.

Έπειτα από τόσες δεκαετίες θεωρείτε ότι έχουν επουλωθεί τα τραύµατα της Κατοχής και του Εµφύλιου;

Όσο οι γενιές αλλάζουν τόσο επουλώνονται. Ο χρόνος βοηθά, όπως και η απουσία µνήµης της αντιπαλότητας. Όµως καλό είναι να συνεχίζεται η πληροφόρηση για όσα έγιναν τότε, γιατί πραγµατικά έγιναν πράγµατα πέρα από τη φαντασία. Κανένα βιβλίο δεν µπορεί να αντικαταστήσει το αληθινό βίωµα, όµως µπορεί να δώσει σπαράγµατα της αλήθειας εκείνης της εποχής. Και αυτό είναι σηµαντικό. 

INF0

Το μυθιστόρημα «Ο κλέφτης των μυστικών» του Γιάννη Μπότση κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα

Documento Newsletter