Η φράση του Γιάννη Μαθέ λίγο πριν κλείσουμε την κουβέντα μας, είναι αυτό ακριβώς που νιώσαμε φεύγοντας από το θέατρο «Θησείο», όπου γνωριστήκαμε και συζητήσαμε για μουσική και όχι μόνο.
Ανοιχτός σε κάθε ερώτηση, καθώς το απρόσμενο το θεωρεί έκπληξη ζωής, όπως είπε χαρακτηριστικά, ο βραβευμένος ερμηνευτής και συνθέτης μας μίλησε για το πριν, το τώρα και το μετά.
Πάντα ήθελε να τον ρωτήσουν γιατί ασχολείται με την μουσική και κάπως έτσι ξεκινήσαμε την κουβέντα μας, καθώς οι σπουδές του στη Φιλολογία σίγουρα δεν προμήνυαν την μετέπειτα καλλιτεχνική του πορεία.
«Ίσως όλα κάπου συνδέονται… και οι σπουδές και η αγάπη μου για την ελληνική γλώσσα. Αν τοποθετούσα κάπου τον εαυτό μου, θα ήταν στην θέση του ερμηνευτή. Ο ερμηνευτής είναι ο καλλιτέχνης που έχει άμεση σχέση με το νόημα, που προσπαθεί να διαβεί το δρόμο και να βρει την πραγματική σημασία των λέξεων, να το αποκωδικοποιήσει και να το μεταφέρει. Και ενστικτωδώς και με σκληρή μελέτη και πολλή δουλειά. Το νόημα των στίχων εν προκειμένω, όταν μιλάμε για τραγούδι, είναι ο βασικός άξονας της «κίνησης» του ερμηνευτή, όπως συμβαίνει και με το σενάριο στους ηθοποιούς. Σκοπός είναι να υπηρετήσουμε αυτό που θέλει να πει ο λόγος του στιχουργού, του συγγραφέα. Πνευματική είναι η φύση του τραγουδιου. Η πνευματικότητα, ο λόγος, δεν είναι κάτι που πρέπει να μας τρομάζει, δεν ενέχει μόνο σκληροπυρηνική «σοβαρότητα». Μπορεί όλο αυτό να γίνεται με χιούμορ ας πούμε. Η μουσική, η άλλη απέραντη Τέχνη, βοηθάει όλο αυτό να γίνει πιο όμορφα, πιο εύκολα. «Αναίμακτα» θα έλεγα. Αν το νόημα αυτό μάλιστα κρύβει μια νέα ματιά σε έναν καινούριο ορίζοντα, τότε για μένα συντελείται ένα θαύμα. Αυτός είναι ο βασικότερος λόγος που ασχολούμαι με το τραγούδι και είμαι ευτυχής γιαυτό. Αποτελεί τον δικό μου αγωγό μέσω του οποίου αισθάνομαι ότι μπορώ να στρέψω την πυξίδα προς το καινούριο, το καλύτερο».
Παρόλο που ο Γιάννης θεωρεί τον εαυτό του ερμηνευτή, η ιδιότητα του συνθέτη πάντα θα υπάρχει και τον ρωτήσαμε αν θα έγραφε κάτι κατά παραγγελία, για κάποιον άλλο. «Οι ρυθμοί μου είναι πολύ αργοί δημιουργικά, γιατί καλώς ή κακώς είμαι τελειομανής και συγκεντρωτικός. Εννοείται όμως δεν θα έλεγα όχι, αν ήταν κάτι κοντά στο χώρο που κινούμαι αισθητικά». Αν επέλεγε ένα τραγούδι που θα ήθελε να έχει ερμηνεύσει πρώτος, είναι ο «Ιδανικός και ανάξιος εραστής», παρόλο που το είπε σε δεύτερη εκτέλεση στην πρώτη του δισκογραφική δουλειά με τον μεγάλο Γιάννη Σπανό.
Στην μέχρι τώρα πορεία του ο Γιάννης έχει συνεργαστεί με τους μεγαλύτερους Έλληνες συνθέτες. Τον ρωτήσαμε αν υπάρχει καλλιτεχνικό ταβάνι. «Το ελληνικό τραγούδι είναι ένας τεράστιος θησαυρός και ανάλογα με την διάθεση και την στιγμή, πάντα έχει να σου φανερώσει κάτι καινούριο, έναν πολύ σπουδαίο συνθέτη, κάτι που δεν είχες ανακαλύψει και αυτό δεν τελειώνει ποτέ. Το ταβάνι όμως, αν αναλογιστώ τη δημιουργία, έρχεται και «πλακώνει» τη νέα φουρνιά συνθετών και τραγουδοποιών στους οποίους ανήκω κι εγώ, καθώς οι ευκαιρίες που έχει για να καταθέσει κάποιος, έργο, αντάξιο αυτού των σημαντικών δημιουργών που έχουμε θαυμάσει για τον σημαντικό τους κατάλογο, είναι περιορισμένες, κυρίως λόγω πεσμένης δισκογραφικής βιομηχανίας. Επειδή όμως το να γράφονται διαρκώς νέα τραγούδια είναι ο μεγαλύτερος στόχος και το όνειρό μου, θα το παλεύω πάντα με νύχια και με δόντια, υπάρχουν δεν υπάρχουν τα μέσα. Καθαρά σαν ερμηνευτής τώρα, θα ήθελα κάποια στιγμή να μπορέσω να αγγίξω ερμηνευτικά το έργο του Μάνου Χατζιδάκι. Θα ήθελα να ζούσε ο Δημήτρης Λάγιος για να τον συναντούσα. Ή να συνομιλούσα καλλιτεχνικά με τη Λένα Πλάτωνος».
Ρωτήσαμε τον Γιάννη ποια θεωρεί καλή και ποια κακή συνεργασία. «Καλή συνεργασία σημαίνει ότι ένας καλλιτέχνης θαυμάζει τον άλλο και υπάρχει κοινός στόχος, πολεμώντας το ίδιο θηρίο. Θαυμασμός σημαίνει αυτόματα και σεβασμός. Πολλές συνεργασίες χαρακτηρίζονται πετυχημένες ακόμα και χωρίς αυτές τις συνθήκες, αλλά προσωπικά μιλώντας, αγαπώ το να γεμίζω και σαν άνθρωπος από τον συνεργάτη μου». Ο Γιάννης δεν τα πάει καλά με τις μουσικές ταμπέλες, παρόλα αυτά του ζητήσαμε να χαρακτηρίσει τον εαυτό του μουσικά. «Μου είναι πολύ δύσκολο να το κάνω. Και είναι και νωρίς για μένα. Ο κόσμος ξέρει πού θα κατατάξει κάποιον, καλύτερα από τον ίδιο τον καλλιτέχνη νομίζω. Αν αυτό που λέγεται έντεχνο δίνει βαρύτητα στο λόγο που έχει ποιητικότητα στη φύση του και μουσικά δεν είναι κάτι που γυρνάει διαρκώς γύρω από μια μονότονη φόρμα αλλά εμπεριέχει απρόβλεπτες εικόνες και εναλλαγές, τότε θα έλεγα ότι κάπου εκεί τριγυρίζω. Η κλασική και κινηματογραφική μουσική από την άλλη είναι μεγάλη πηγή έμπνευσης για μένα και στο κομμάτι της ενορχήστρωσης, πέρα από την κύρια επιρροή που έχω από το έργο των μεγάλων Ελλήνων δημιουργών. Εκείνοι δημιούργησαν τον όρο έντεχνο στη δεκαετία του ‘70 κυρίως, κληροδοτώντας μας μια τόσο ανθεκτική πλατφόρμα, ώστε αυτό να αναπτύσσεται με διαφορετικές και πάντα πολύ ενδιαφέρουσες μορφές, μέχρι τις μέρες μας».
Ο Γιάννης ερμηνεύει και δικά του τραγούδια, αλλά και άλλων δημιουργών και τον ρωτήσαμε ποια διαδικασία είναι πιο δύσκολη. «Και τα δύο έχουν εξαιρετικό ενδιαφέρον, αλλά και τον ίδιο βαθμό δυσκολίας, μέχρι να φτάσω στην αλήθεια μου, στην καρδιά της επιλογής που με εκφράζει περισσότερο. Σαν συνθέτης προτιμώ τη διαδικασία του στούντιο, με όλο το ψάξιμο σε ενορχήστρωση και παραγωγή να με παρασέρνει, αλλά σαν ερμηνευτής λατρεύω τις ζωντανές εμφανίσεις. Εκεί υπάρχει μια άλλη μαγική στιγμή, στην αλληλεπίδραση με τον ακροατή. Δεν θα ξεχώριζα το καλό και το κακό κοινό. Πιστεύω πως το κοινό θα δώσει πίσω ακριβώς αυτό που θα λάβει. Από την εμπειρία των ζωντανών εμφανίσεων, δεν έχω δει ποτέ ακροατές ασυγκίνητους, ασυνείδητους ή αδιάφορους, όταν ο άνθρωπος που πατάει τη σκηνή θέλει ειλικρινά να δοθεί και να ενωθεί. Αν πετύχει αυτός ο διάλογος, νομίζω πετυχαίνει κι η συνταγή».
Η έννοια της συμβουλής έχει ξεχωριστή σημασία για τον Γιάννη, κάτι που καταλάβαμε όταν τον ρωτήσαμε για το τι θα έλεγε σε έναν νέο άνθρωπο, ή καλλιτέχνη. «Θα επέστρεφα το ερώτημα στον ίδιο, πριν απαντήσω εγώ, έχοντας όμως ανάγκη να δω τη ματιά του. Όχι τη συμβουλή του. Καλύτερα δεν είναι να ανταλλάζουμε ειλικρινείς ματιές, παρά συμβουλές; Ο κάθε άνθρωπος, κάθε ηλικίας και μόρφωσης μπορεί να κρατά μέσα του μια αλήθεια που μπορεί να είναι πολύ χρήσιμη. Δεν θεωρώ λοιπόν ότι έχω την ικανότητα να μεταδώσω κάποιο είδος γνώσης σε κάποιον, μέσω συμβουλής. Αν έπρεπε να απαντήσω κάτι, θα έλεγα απλά αυτό που προσπαθώ να εφαρμόζω και σε μένα: να μένω όσο μπορώ περισσότερο κοντά σ’ αυτό που με εκφράζει αληθινά, χωρίς να καταπιέζομαι από τα πρέπει μιας μουσικής βιομηχανίας που σήμερα λειτουργεί έτσι κι αύριο αλλιώς, μακρυά από το άγχος του να είμαι ο σούπερ ντούπερ ήρωας κι ο αρεστός. Αυτό νομίζω έχει ένα μεγάλο κίνδυνο, να σε κάνει ψεύτη. Τρομάζω με αυτό προσωπικά. Να πουλάω δηλαδή κάτι που δεν είμαι, με τη σκέψη ότι έτσι θα πετύχω. Η αλήθεια είναι ο μεγαλύτερος πλούτος και στην τέχνη, αλλά κυρίως στην ίδια μας την ζωή».
Το καλλιτεχνικό απωθημένο του Γιάννη είναι ένα και ρεαλιστικό, όπως λέει χαρακτηριστικά. «Λέω ρεαλιστική επιθυμία απλώς γιατί δεν μου πολυαρέσει η λέξη απωθημένο. Προσπαθώ τις επιθυμίες μου να τις ζω πραγματικά. Μια τέτοια επιθυμία λοιπόν και παράδειγμα προς μίμηση θα έλεγα ειδικά για τις μέρες μας, είναι μια εικόνα που έρχεται από τις δεκαετίες του ΄60 και του ΄70, όταν μαζεύονταν πολλοί ερμηνευτές κάτω από την ίδια στέγη, σε ένα κοινό συναυλιακό πρόγραμμα, με μία καλοδουλεμένη, σκηνοθετημένη ροή και κυρίως με την αίσθηση ότι υπάρχει μια ουσιαστική καλλιτεχνική σύμπραξη. Για τη δική μου γενιά, των 30-40, εγώ βλέπω ότι δεν μοιράστηκε πολλά πράγματα. Όλοι πήγαν κατά μόνας, σπάζοντας κάπως την αλυσίδα της συλλογικότητας. Και το τραγούδι που είναι από τη φύση του ένα φωτεινό παράδειγμα ένωσης και με την κοινωνική προέκταση του όρου μάλιστα, αν εξαιρέσουμε μεμονωμένα παραδείγματα, εδώ και πολύ καιρό κινείται με εκπροσώπους που είναι κάπως «από μακριά κι αγαπημένοι», θα έλεγα. Ρομαντικό ή ουτοπικό να προσπαθείς για κάτι αντίθετο; Δεν ξέρω. Εγώ πάντως περνάω καλύτερα μέσα σε μια ομάδα. Με το νέο στιχουργό, Μάνο Σαγκρή, είμαστε ομάδα. Και είναι κάτι που με κάνει ευτυχισμένο. Μαζί δουλεύουμε ώρες επί ωρών. Είτε φτιάχνοντας τραγούδια, είτε προγράμματα. Ένα τέτοιο πρόγραμμα με αυτή ακριβώς τη φιλοσοφία να μοιραστούμε, φτιάξαμε για αυτές τις Δευτέρες στη Σφίγγα. Ξεκινήσαμε από τον Κήπο του Μεγάρου Μουσικής. Συνοδοιπόρος μας η Ελένη Πέτα. Η Ελένη μπήκε σ αυτή τη φιλοσοφία, χωρίς δισταγμούς και είναι προς τιμήν της η επιθυμία μιας τέτοιας μοιρασιάς. Το λέει κι ο τίτλος της παράστασής μας. «Syggένεια πρόject». Κι εκτός από εμάς, σ’ αυτό το πρόγραμμα συγγενεύουν οι μουσικές του κόσμου και της Ελλάδας, μέσα από τα μαγικά χέρια 6 εξαιρετικών μουσικών. Είναι όμορφο για το ελληνικό τραγούδι να γεμίσει δημιουργικές παρέες και να αποτελώ κι εγώ κομμάτι όμορφων συνεργασιών».
«Στα χρόνια μου τα 27…»
Λίγες μέρες πριν την κουβέντα μας με τον Γιάννη κυκλοφόρησε το νέο του τραγούδι με τίτλο «Στα χρόνια μου τα 27…» και τον ρωτήσαμε τι συνέβη τότε. «Κάπου εκεί γνώρισα τον Μάνο Σαγκρή, τον μόνιμο συνεργάτη μου όπως σου είπα πριν και στιχουργό όλων των τραγουδιών του άλμπουμ «Ανήλικο» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μικρή Άρκτος. Πρώτα γνωριστήκαμε καλά, επικοινωνήσαμε και μετά από αρκετό καιρό αρχίσαμε να γράφουμε. Βρήκα στην πένα του Μάνου, ακριβώς αυτά που θα έλεγα αν έγραφα ο ίδιος και έτσι εμπνεύστηκα για να συνθέσω τραγούδια. Η λογική και το συναίσθημα στη γραφή του Μάνου βρίσκονται σε απόλυτη ισορροπία και αυτό το βρίσκω απόλυτα γοητευτικό. Φτιάξαμε τραγούδια για να εκφράσουμε αυτά που κρατούσαμε από παιδιά μέχρι να φτάσουμε στην ενηλικίωση και στη ζωή του σύγχρονου αστικού περιβάλλοντος, χωρίς να θέλουμε να εκβιάσουμε κάποιο συναίσθημα ή συγκίνηση και κυρίως χωρίς να στοχεύσουμε ποτέ στο πώς θα πετύχουμε τον ήχο και το στίχο που ψάχνει η βιομηχανία του σουξέ».
Ο Γιάννης δημιουργεί καλύτερα έχοντας πρώτα τον στίχο. «Το θεωρώ πολύ ενδιαφέρον να αποκωδικοποιήσω τη μουσικότητα που υπάρχει ήδη μέσα σε ένα στίχο, φτιάχνοντας το κατάλληλο ένδυμά του. Αυτό δίνει ελευθερία και στον Μάνο δημιουργικά. Θα τύχει μερικές φορές και το αντίθετο, να δώσω πρώτα εγώ τη μελωδία. Εκεί τσατίζεται λίγο ο Μάνος. Με το δίκιο του όμως γιατί είναι αρκετά περιοριστικό».
Φτάνοντας προς το τέλος της κουβέντας μας, ρώτησα τον Γιάννη πως φαντάζεται τον εαυτό του σαράντα χρόνια από τώρα, τυχαίος αριθμός εντελώς. «Το ιδανικό θα ήταν να ξαναβρεθούμε και να λέμε ακριβώς τα ίδια πράγματα, με την ίδια αγωνία και όρεξη να βάλουμε τους καινούριους μας στόχους!».
Στα άμεσα σχέδια είναι η καλλιτεχνική σύμπραξη με την Ελένη Πέτα, για μια «ιδιαίτερη» μουσική περιπλάνηση στη μουσική σκηνή Σφίγγα τις Δευτέρες 2 Νοεμβρίου και 9 Δεκεμβρίου 2019. Ένας συνεχής μουσικός «διάλογος» επί σκηνής όπου μια ξενόγλωσση μπόσα νόβα μπλέκεται με μια ελληνική, ένα πορτογαλικό fados με ένα ηπειρωτικό, μια ταραντέλα με ένα θρακιώτικο σκοπό και ρυθμικές μελωδίες του Piazzola που συναντούν την ατμοσφαιρική γοητεία του Χατζιδάκι.