Γιάννης Μαντζουράνης: Επωφελής η συμφωνία με την πΓΔΜ

Γιάννης Μαντζουράνης: Επωφελής η συμφωνία με την πΓΔΜ

«Εφόσον οι τρεις βασικοί εθνικοί στόχοι (σ.σ. απαραβίαστο συνόρων, απάλειψη κάθε αλυτρωτισμού, διαχωρισμός ταυτότητας πολιτών της ΠΓΔΜ από τον αρχαίο πολιτισμό) επετεύχθησαν με την πρόσφατη Συμφωνία στις Πρέσπες το ισοζύγιο μεταξύ των συν και πλην είναι θετικό και η εν λόγω Συμφωνία εθνικώς επωφελής»: τη θέση αυτή παίρνει, μέσω της συνέντευξής του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο δικηγόρος Γιάννης Μαντζουράνης.

Ο γνωστός δικηγόρος που ασχολείται επί σειρά ετών με το θέμα των σχέσεων της Ελλάδας με το βόρειο γείτονά της, κάνει «βουτιά» στην Ιστορία (πρόσφατη και παλαιά) -θυμίζοντας πτυχές ιδιαίτερα διδακτικές…-, ενώ εστιάζει στις νομικές προεκτάσεις του ζητήματος, στη συνέντευξή του στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.

Ο Γιάννης Μαντζουράνης κάνει ειδική αναφορά στα θέματα της γλώσσας, της ιθαγένειας και των εμπορικών σημάτων, καθώς και στη διαδικασία εισόδου της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ και την Ε.Ε. Στο ερώτημα δε του Πρακτορείου, αν μπορεί η συμφωνία να καταργηθεί μονομερώς εκ των υστέρων, ο κ. Μαντζουράνης απαντά: «Μονομερής καταγγελία ή παραβίαση μίας διεθνούς Συμφωνίας παράγει έννομες συνέπειες και κυρώσεις για το κράτος, που αθετεί τα συμφωνηθέντα».

Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της συνέντευξης του δικηγόρου Γιάννη Μαντζουράνη στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων:

Ερ.: Η Μακεδονία είναι μία, ενιαία και ελληνική, κ. Μαντζουράνη;

Απ.: Η εδαφική έκταση, που από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα ονομάζεται Μακεδονία, υπήρξε αρχικώς πολυφυλετική και μετέπειτα πολυεθνική

και με μεταβαλλόμενα σύνορα, ενώ από 2300 π.Χ., που πρωτοεμφανίζονται σε αυτή την περιοχή αλλά και στις όμορες αυτής εδαφικές εκτάσεις ομάδες ανθρώπων, οι οποίοι μιλούσαν μια πολύ αρχαϊκή μορφή της ελληνικής γλώσσας, η εν λόγω έκταση εισέρχεται στην ελληνική ιστορία. Άλλωστε ανέκαθεν η κυριαρχία των Ελλήνων στο κεντρικό και νότιο τμήμα, στα παράλια και στα αστικά κέντρα ολόκληρης αυτής της εδαφικής έκτασης είναι αδιάκοπη και συνεχής ακόμη και μετά τον 7ο μ.Χ. αιώνα, όποτε και εμφανίζονται σλαβικά φύλα, που σταδιακώς κυριαρχούν σε ορισμένα βόρεια τμήματα και κυρίως στο βορειοδυτικό τμήμα αυτής.

Εν ολίγοις, στην αρχαιότητα παραλλήλως με τα δωρικά φύλα των Μακεδνών ή Μακεδόνων συνυπήρχαν οι Πίερες, οι Βρύγες, οι Βοττιαίοι, οι Άλμωπες, οι Εορδοί, οι Μύγδονες, οι Ηδωνοί, οι Βισάλτες, οι Κρήστωνες και οι πανταχού παρόντες σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο Πελασγοί, οι οποίοι με την πάροδο του χρόνου υπετάγησαν και ενσωματώθηκαν στο βασίλειο της Μακεδονίας και εν τέλει αφομοιώθηκαν στο κυρίαρχο ελληνικό πολιτικό και πολιτιστικό περιβάλλον. Στην περίοδο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, στην εδαφική έκταση της Μακεδονίας εισέρχονται σλαβικά φύλα και βουλγαρικοί πληθυσμοί, ενώ στην περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εγκαθίστανται πολυάριθμοι Τούρκοι, αλλά και Εβραίοι.

Στον 19ο αιώνα μ.Χ. η Μακεδονία αποτελεί ένα μωσαϊκό λαών και εθνοτήτων με κυρίαρχη την πληθυσμιακή, οικονομική και πολιτιστική παρουσία των Ελλήνων στα παράλια και στα αστικά κέντρα και με πολλές και συμπαγείς εγκαταστάσεις Σλάβων στην ύπαιθρο χώρα, στα βόρεια και δυτικά τμήματα, ενώ οι βουλγαρικοί πληθυσμοί περιορίζονται στα βόρεια και ανατολικά τμήματα.

Σημειωτέον ότι από τον 19ο μ.Χ. αιώνα η λέξη «Μακεδονία» εμφανίζεται ως γεωγραφικός όρος σε χάρτες Γερμανών και Ρώσων χαρτογραφών για λόγους, που ανάγονται στα γεωστρατηγικά συμφέροντα Γερμανών και Ρώσων στα Βαλκάνια.

Μετά τους βαλκανικούς πολέμους (1912-1913) η νότια Μακεδονία, ήτοι το 51,5% της συνολικής γεωγραφικής περιοχής, έγινε ελληνική, η βορειοδυτική Μακεδονία, δηλαδή το 38,5% του εν λόγω εδαφικού συνόλου, προσαρτήθηκε στη Σερβία και η βορειοανατολική Μακεδονία, ήτοι το 8% της συνολικής εδαφικής έκτασης, προσαρτήθηκε στη Βουλγαρία.

Τα προαναφερθέντα γεωγραφικά δεδομένα ισχύουν ακόμη και μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.

Ερ.: Υποστηρίζεται ότι η σύνθετη ονομασία «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας» δεν ισχύει erga omnes, αφού παραλλήλως αναγνωρίζεται η ιθαγένεια ως «Μακεδονική-Πολίτης της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας» και η γλώσσα ως «μακεδονική», που σημαίνει ότι έτσι εμμέσως πλην σαφώς αναγνωρίζεται «μακεδονικό έθνος». Μήπως έχουν δίκιο όσοι πρωτίστως για αυτούς τους λόγους αντιτίθενται στη πρόσφατη Συμφωνία στις Πρέσπες;

Απ.: Εδώ τίθενται δύο καίρια ζητήματα, που αποτελούν τον πυρήνα της κριτικής όχι μόνον όσων αντιτίθενται αλλά και όσων προβληματίζονται για το περιεχόμενο της πρόσφατης Συμφωνίας στις Πρέσπες.

Α.

Ο όρος «έθνος» ή «εθνότητα» δεν υπάρχει πουθενά στο κείμενο της πρόσφατης Συμφωνίας, καθόσον η αναφορά σε έθνος ή εθνότητα αποφεύγεται στις διμερείς και πολυμερείς διεθνείς συμβάσεις, δεδομένου ότι ούτε στο γραπτό ούτε στο εθιμικό διεθνές δίκαιο απαντάται κοινώς αποδεκτός ορισμός της έννοιας «έθνος» ή «εθνότητα».

Ο όρος nationality με την αυστηρώς νομική έννοια του όρου σημαίνει ιθαγένεια σε αντιδιαστολή με τον όρο ethnicity, που αναφέρεται σε «εθνότητα» και συνήθως χρησιμοποιείται για να δηλωθεί η ύπαρξη εθνικής μειονότητας εντός των συνόρων ενός κράτους.

Πράγματι η διατύπωση της διάταξης της περίπτωσης β της παραγράφου 3 του άρθρου 1 της πρόσφατης Συμφωνίας θα μπορούσε να ήταν «βορειομακεδονική-Πολίτης της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας». Είναι προφανές ότι η υιοθετηθείσα λύση αποτελεί προϊόν αναγκαίου συμβιβασμού

προς επίτευξη της Συμφωνίας, πλην όμως δεν πρέπει να αξιολογείται μεμονομένως αλλά σε συνδυασμό και με τις υπόλοιπες ρυθμίσεις της ενλόγω Συμφωνίας.

Β.

Η αναφορά σε «μακεδονική γλώσσα» ως επίσημης γλώσσας της Π.Γ.Δ.Μ. (FYROM), « … όπως αναγνωρίσθηκε από την 3η Συνδιάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για την Τυποποίηση των Γεωγραφικών Ονομάτων, που διεξήχθη στην Αθήνα το 1977 και περιγράφεται στο άρθρο 7 (3) και (4) της παρούσας Συμφωνίας» με την διάταξη της περίπτωσης γ΄της §3 του Άρθρου 1 σε συνδυασμό με τις διατάξεις των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 7 της Συμφωνίας δεν επιτρέπουν οποιαδήποτε αμφιβολία περί του ότι πρόκειται για νοτιοσλαβική γλώσσα, που ουδεμία σχέση έχει με «την ιστορία, την κουλτούρα και την κληρονομιά» της ελληνικής Μακεδονίας.

Εν προκειμένω όμως επισημαίνεται ότι δεν είναι η πρώτη φορά, που το Ελληνικό Κράτος αναγνωρίζει την ύπαρξη «μακεδονικής γλώσσας». Συγκεκριμένως:

α) Στις επίσημες Απογραφές του Πληθυσμού το 1920, το 1928, αλλά και το 1951 αναφέρεται η ύπαρξη σλαβόφωνων σε ποσοστά 2,51%, 1,32% και 0,24% αντιστοίχως. Μάλιστα με βάση τα επίσημα απογραφικά στοιχεία του 1928 στην ελληνική Μακεδονία κατοικούσαν περίπου 80.000 σλαβόφωνοι, δηλαδή το 6% σε ένα συνολικό πληθυσμό 1.412.000 κατοίκων. Είναι εξαιρετικώς ενδιαφέρον ότι στο Απογραφικό Δελτίο της Γενικής Απογραφής του Πληθυσμού την 19-12-1920 υπήρχαν ιδιαίτερες ερωτήσεις όχι μόνο για την θρησκεία αλλά και για τη γλώσσα των απογραφόμενων με το εξής περιέχομενο:

«Ποία είνε η μητρική γλώσσα σου δηλαδή ποία είναι η γλώσσα την οποίαν έμαθες από μικρός και την οποίαν ομιλείς εις την οικίαν σου. Εάν η μητρική σου γλώσσα δεν είνε η ελληνική, γνωρίζεις την Ελληνικήν; (ναι ή όχι)».

Μολονότι δεν δημοσιεύθηκαν τα απογραφικά στοιχεία για την Μακεδονία, Ήπειρο, Νήσους Αιγαίου, Κρήτη και Δ. Θράκη, στα δημοσιευμένα απογραφικά στοιχεία και μάλιστα στις σελίδες 181-182 του Τόμου για την Θεσσαλία και την Άρτα, που αφορούν το νομό Τρικάλων, περιέχεται Πίνακας με στοιχεία για πρόσωπα, τα οποία ομιλούν την «μακεδονική»

και όχι την σλαβομακεδονική γλώσσα, όπως μνημονεύεται στις μεταγενέστερες επίσημες Απογραφές της Ελλάδας.

β)

Συν τοις άλλοις, το 1977 στη Τρίτη Συνδιάσκεψη του ΟΗΕ για την Τυποποίηση των Γεωγραφικών Ονομάτων, που διεξήχθη στην Αθήνα, αναγνωρίζεται η ύπαρξη «μακεδονικού κυριλλικού αλφάβητου» παρά τις αντιρρήσεις Ελλάδας και Κύπρου.

γ)

Πέραν όλων αυτών, όμως, και σε ανεπίσημα κείμενα γίνεται λόγος για μακεδονική γλώσσα. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά της Π. Δέλτα στο ιστορικό μυθιστόρημα «Τα μυστικά της Βάλτου», το οποίο εκτυλίσσεται το 1907, όταν ο Μακεδονικός Αγώνας βρίσκεται στο απόγειο του και οι Έλληνες Μακεδονομάχοι έχουν καταφέρει σημαντικές νίκες, όπου επί λέξει γράφει:

«Ήταν ένα κράμα βαλκανικών εθνικοτήτων τότε η Μακεδονία. Έλληνες, Βούλγαροι, Ρουμούνοι, Σέρβοι, Αλβανοί, Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι, ζούσαν φύρδην μίγδην κάτω από το βαρύ ζυγό των Τούρκων.

Η γλώσσα τους ήταν η ίδια, μακεδονίτικη, ένα κράμα από σλαβικά και ελληνικά, ανακατωμένες με λέξεις τούρκικες. Όπως και στα βυζαντινά χρόνια οι πληθυσμοί ήταν ανακατωμένοι τόσο, που δύσκολα χώριζες Έλληνα από Βούλγαρο – τις δύο φυλές που κυριαρχούσαν. Εθνική συνείδηση είχαν τη μακεδονική μονάχα».

Εξάλλου ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει και η Επιστολή του Παύλου Μελά στη σύζυγο του Ναταλία Μελά την 16-3-1904, η οποία δημοσιεύεται στο βιβλίο της με τίτλο «Παύλος Μελάς: Bιογραφία», όπου επί λέξει αναγράφεται: «Το απόγευμα περί τας 5 μ.μ. κατόπιν προσκλήσεως του Κώτα, συνεκεντρώθησαν εις το δωμάτιόν μας 12 προύχοντες. Εις αυτούς ζωηρότατα, ευγλωττότατα και πειστικώτατα – μετέφραζεν ο Πύρζας – ωμίλησε, μακεδονικά ο Κώτας».

Mολονότι πολλοί και σημαντικοί Έλληνες γλωσσολόγοι θεωρούν τη μακεδονική γλώσσα ως διάλεκτο ή ιδίωμα της βουλγαρικής γλώσσας, η πλειονότητα της παγκόσμιας κοινότητας γλωσσολόγων θεωρεί τη μακεδονική ως ιδιαίτερη γλώσσα, που ανήκει στην ευρύτερη ομάδα των νότιων σλαβικών γλωσσών.

Από τα προεκτεθέντα σαφώς συνάγεται ότι η σλάβικη γλώσσα, που ομιλούσαν ορισμένοι κάτοικοι της βορειοδυτικής Μακεδονίας, ήταν διάφορη της βουλγαρικής και σερβικής γλώσσας, όπως καταγράφεται και σε επίσημα στοιχεία του Ελληνικού Κράτους από το 1920, αναγνωρίζεται από τον ΟΗΕ ήδη από το 1977 και γίνεται παραδεκτό από την πλειονότητα της διεθνούς κοινότητας των γλωσσολόγων.

Άλλωστε η μακεδονική γλώσσα είτε πρόκειται για αυτοτελές γλωσσικό ιδίωμα της βουλγαρικής γλώσσας είτε είναι ιδιαίτερη γλώσσα, που ανήκει στην ευρύτερη ομάδα των νοτιοσλαβικών γλωσσών, δεν αρκεί για τη δημιουργία και συντήρηση εθνικής ταυτότητας, αφού τα έθνη ως ιδεολογικές κοινότητες υπάρχουν κυρίως μέσα από την κοινή συνείδηση του συνανήκειν σε ένα σύνολο ανθρώπων με κοινή ιστορική μνήμη, που ενισχύεται από κοινή καταγωγή, θρησκεία και συχνά αλλά όχι αναγκαίως γλώσσα.

Άρα τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 1 και 7 στης πρόσφατης Συμφωνίας αναγνωρίζουν μια υφιστάμενη πραγματικότητα, δεν σκιαμαχούν με τετελεσμένα και δεν στρουθοκαμηλίζουν.

Ερ.: Από νομικής άποψης τι θα γίνει με τα εμπορικά σήματα επιχειρήσεων όπου αναφέρεται η λέξη «μακεδονική-μακεδονικό»;

Απ.: Τα εμπορικά σήματα αλλά και εν γένει όλα τα ονόματα και όλες οι ορολογίες στις εμπορικές ονομασίες, ήτοι commercial names, trademarks και brand names, θα εξετασθούν από μια Διεθνή Ομάδα Ειδικών, η οποία θα συγκροτηθεί εντός του 2019, θα αποτελείται από εκπροσώπους των δύο συμβαλλόμενων κρατών στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την συνεισφορά του ΟΗΕ και του ΔΟΤ και θα ολοκληρώσει το έργο της μέσα σε 3 έτη έτσι ώστε να εξευρεθεί αμοιβαίως αποδεκτή συμφωνία, όπως ορίζεται στη διάταξη της περίπτωσης θ΄ της παραγράφου 3 του Άρθρου 1 της πρόσφατης Συμφωνίας στις Πρέσπες.

Ερ.: Η αντιπολίτευση διαφωνεί με τη Συμφωνία. Ως νομικός θεωρείτε ότι αυτή η συμφωνία μπορεί να αλλάξει ή να καταργηθεί, αν μια άλλη κυβέρνηση έρθει στην Ελλάδα ή την ΠΓΔΜ;

Απ.: Η Συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Π.Γ.Δ.Μ. (FYROM) αφ’ ης στιγμής κυρωθεί από τα δύο συμβαλλόμενα κράτη κατά τα οριζόμενα στα Συντάγματα των δύο κρατών, ισχύει και παράγει έννομα αποτελέσματα. Τροποποιήσεις μπορεί να γίνουν μόνον εφόσον συμφωνούν αμφότερα τα Μέρη. Μονομερής καταγγελία ή παραβίαση μίας διεθνούς Συμφωνίας παράγει έννομες συνέπειες και κυρώσεις για το κράτος, που αθετεί τα συμφωνηθέντα, όπως προβλέπεται στις διατάξεις των άρθρων 54 και επόμενα της από 23-5-1969 Σύμβασης της Βιέννης «περί των Δικαίου των Συνθηκών και του προσηρτημένου σε αυτή Παραρτήματος», η οποία κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν.Δ 402/1974.

Εν προκειμένω επισημαίνεται ότι η διαφορά Ελλάδας και Π.Γ.Δ.Μ. (FYROM) από το 1993 μετά τις με αριθμούς 817/1993 και 845/1993 Αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ έχει περιέλθει στη δικαιοδοσία των αρμόδιων οργάνων του ΟΗΕ, που έκτοτε μεσολαβεί μεταξύ των δύο κρατών και δια του αντιπροσώπου Μ. Νιμιτς ως μάρτυρα συνυπέγραψε το κείμενο της Συμφωνίας στις Πρέσπες. Άρα οποιαδήποτε παραβίαση της πρόσφατης Συμφωνίας συν τοις άλλοις υπάγεται και στο πεδίο των αρμοδιοτήτων του Συμβουλίου Ασφαλείας και των λοιπών αρμόδιων οργάνων του ΟΗΕ.

Ερ.: Για να γίνει η ΠΓΔΜ μέλος του ΝΑΤΟ και της ΕΕ ποια είναι επακριβώς τα βήματα που πρέπει να γίνουν και στις δυο χώρες;

Απ.: Στη παράγραφο 4 του άρθρου 1 της πρόσφατης Συμφωνίας ορίζονται λεπτομερώς οι σχετικές διαδικασίες. Συγκεκριμένως μετά την υπογραφή της Συμφωνίας ακολουθεί κύρωση από τη Βουλή της Π.Γ.Δ.Μ. (FYROM), γνωστοποίηση της κύρωσης στην Ελλάδα, διεξαγωγή δημοψηφίσματος στα Σκόπια, έναρξη και ολοκλήρωση τροποποιήσεων του Συντάγματος στην Π.Γ.Δ.Μ. (FYROM) έως το τέλος του 2018, γνωστοποίηση της ολοκλήρωσης των προαναφερόμενων συνταγματικών τροποποιήσεων και όλων των σχετικών νομικών διαδικασιών για την θέση σε ισχύ των εν λόγω συνταγματικών αλλαγών και της πρόσφατης Συμφωνίας, οπότε τότε χωρίς καθυστέρηση η Ελλάδα θα κυρώσει την εν λόγω Συμφωνία κατά τα οριζόμενα στην ελληνική έννομη τάξη.

Στη παράγραφο 4 του άρθρου 2 της πρόσφατης Συμφωνίας στις Πρέσπες προβλέπεται ότι με τη λήψη της γνωστοποίησης της κύρωσης της εν λόγω Συμφωνίας από τη Π.Γ.Δ.Μ. (FYROM) η Ελλάδα θα γνωστοποιήσει:

α) στον Πρόεδρο του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ότι υποστηρίζει την έναρξη ενταξιακών στην Ευρωπαϊκή Ένωση διαπραγματεύσεων με το νέο όνομα και τις συναφείς ορολογίες,

β) στον Γενικό Γραμματέα του ΝΑΤΟ ότι υποστηρίζει να απευθυνθεί από το ΝΑΤΟ πρόσκληση ένταξης στην Π.Γ.Δ.Μ. (FYROM).

Σημειωτέον ότι η εν λόγω υποστήριξη της Ελλάδας τελεί υπό τους όρους θετικής έκβασης του σχετικού δημοψηφίσματος και ολοκλήρωσης των αναγκαίων συνταγματικών τροποποιήσεων. Με την πλήρωση αυτών των δύο όρων η Ελλάδα θα κυρώσει το Πρωτόκολλο Ένταξης της Π.Γ.Δ.Μ. (FYROM) στο ΝΑΤΟ.

Άρα η Ελλάδα διατηρεί το δικαίωμα και στην πράξη έχει τη δυνατότητα να αρνηθεί την κύρωση του Πρωτόκολλου Ένταξης της Π.Γ.Δ.Μ. (FYROM) στο ΝΑΤΟ και να αποκλείσει την είσοδο του γειτονικού κράτους στο ΝΑΤΟ, εφόσον διαπιστώνει ότι δεν τηρούνται οι όροι της πρόσφατης Συμφωνίας, ακόμη και εάν έχουν κυρώσει το σχετικό Πρωτόκολλο Ένταξης όλα τα άλλα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ.

Ερ.: Θα δοθεί στην ΠΓΔΜ διέξοδος στη θάλασσα;

Απ.: Δεν υπάρχει ουδεμία πρόβλεψη στη Συμφωνία για διέξοδο στη θάλασσα. Στο άρθρο 13

της πρόσφατης Συμφωνίας Ελλάδας και Π.Γ.Δ.Μ. (FYROM) ορίζεται ότι «….. τα Συμβαλλόμενα Μέρη θα καθοδηγούνται από τις σχετικές προβλέψεις της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας, που θα έχουν και πρακτική εφαρμογή, αλλά θα εφαρμόζονται και συνομολογούνται συμφωνίες που αναφέρονται στο άρθρο 18 της Παρούσας Συμφωνίας».

Από το περιεχόμενο του προαναφερόμενου άρθρου σε συνδυασμό με τα ισχύοντα στο Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας συνάγεται ότι στη πράξη η Π.Γ.Δ.Μ. (FYROM) μπορεί να λαμβάνει το 15% του αλιευτικού πλεονάσματος από την ελληνική ΑΟΖ, εάν και εφόσον υπογραφούν και κυρωθούν οι προβλεπόμενες στο άρθρο 18 της πρόσφατης Συμφωνίας διμερείς συμφωνίες.

Άρα η Π.Γ.Δ.Μ. (FYROM) ούτε διέξοδο στη θάλασσα θα έχει, ούτε ΑΟΖ αποκτά, ούτε ουσιαστικά δικαιώματα επί της ελληνικής ΑΟΖ διατηρεί, δεδομένου ότι το αλιευτικό πλεόνασμα καθορίζεται από το ελληνικό κράτος, το οποίο μονομερώς προσδιορίζει τις ανάγκες του πληθυσμού της Ελλάδας σε αλιεύματα και εάν υπάρχει ή όχι πλεόνασμα έτσι ώστε εξ αυτού να ληφθεί το 15% από το περίκλειστο κράτος των Σκοπίων.

Ερ.: Τελικώς πώς κρίνετε την πρόσφατη Συμφωνία ως σύνολο;

Απ.: Α. Καταρχήν πρόκειται για διμερή Συμφωνία μεταξύ δύο γειτονικών κρατών, η οποία είναι η κατάληξη διαπραγματεύσεων σε καθεστώς ειρήνης και όχι αποτέλεσμα συντριπτικής νίκης του ενός κράτους έναντι του άλλου μετά από πολεμική σύρραξη. Εν ολίγοις, πρόκειται για προϊόν συμβιβασμού, ο οποίος συνεπάγεται εκατέρωθεν παραχωρήσεις και προσφέρει βιώσιμη λύση μόνον όταν είναι αμοιβαίως επωφελής.

Β. Στη συγκεκριμένη περίπτωση οι διμερείς διαπραγματεύσεις, που κατέληξαν στη πρόσφατη Συμφωνία, δεν άρχισαν εκ του μηδενός ούτε διεξήχθησαν σε ιστορικό κενό, αφού τα γεγενημένα ουκ απογίγνονται. Και αυτό, γιατί:

α) Από το 1946 και μέχρι το 1991 υπάρχει η «Ομόσπονδη Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας», με πρωτεύουσα τα Σκόπια, όπου η Ελλάδα διατηρούσε Προξενείο, χωρίς οποιαδήποτε ένσταση για τη χρήση της λέξης «Μακεδονία» στην ονομασία του ομόσπονδου κράτους από καμία Κυβέρνηση της μετεμφυλιακής και μεταπολιτευτικής Ελλάδας.

β) Το 1977 ο ΟΗΕ αναγνωρίζει ύπαρξη «μακεδονικού κυριλλικού αλφαβήτου» παρά τις αντιρρήσεις Ελλάδας και Κύπρου.

γ) Το 1991 διαλύεται η Γιουγκοσλαβία χωρίς στο Συμβούλιο Υπουργών Εξωτερικών της ΕΟΚ να ακουσθεί αντίρρηση της Ελλάδας για την ονομασία του πρώην ομόσπονδου και πλέον ανεξάρτητου κράτους με χρήση της λέξης «Μακεδονία».

δ) Το 1992 το Συμβούλιο Πολιτικών Αρχηγών διαμορφώνει εθνική γραμμή άρνησης της χρήσης της λέξης «Μακεδονία» καθώς και παραγώγων αυτής από την FYROM και στο εσωτερικό και στο εξωτερικό .

ε) Το 1993 η Ελλάδα αποδέχεται την ένταξη αυτού του κράτους στον ΟΗΕ ως «Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας». Έκτοτε η Ελλάδα συναλλάσσεται με το γειτονικό κράτος με την προειρημένη ονομασία, ήτοι στην πράξη εγκαταλείφθηκε η άκαμπτη εθνική γραμμή του Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών το 1992.

στ) Το 1995, μετά το ελληνικό εμπάργκο, Ελλάδα και Π.Γ.Δ.Μ. (FYROM) υπογράφουν την Ενδιάμεση Συμφωνία, όπου περιέχονται σημαντικές ρυθμίσεις, όπως λχ το άρθρο 6, όπου ρητώς αναφέρεται ότι τίποτα στο Σύνταγμα της Π.Γ.Δ.Μ (FYROM) δεν μπορεί ή δεν θα έπρεπε να ερμηνευθεί ότι αποτελεί ή ότι θα αποτελέσει ποτέ τη βάση οποιασδήποτε διεκδίκησης οποιασδήποτε περιοχής

που δεν συμπεριλαμβάνεται στα σημερινά του σύνορα είτε βάση για επέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις άλλου Κράτους καθώς και ότι οι ερμηνείες, που δίνονται στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 6, δεν θα υποκατασταθούν από οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία του Συντάγματός του.

ζ) Τον Αύγουστο του 2001, μετά την Συμφωνία της Οχρίδας, η Ελληνική Κυβέρνηση επιχειρεί λύση με σύνθετη ονομασία «Άνω Μακεδονία», που αποτυγχάνει λόγω αδιαλλαξίας των Σκοπιανών.

η) Το 2008 στο Βουκουρέστι η Ελληνική Κυβέρνηση δέχεται την erga omnes σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό και έτσι ολοκληρώνεται η εγκατάλειψη της ατελέσφορης ελληνικής θέσης του 1992, που οδηγούσε σε αδιέξοδο.

θ) Μετά την απομάκρυνση του Κίρο Γκλιγκόροφ από την εξουσία, το 1999, και την επικράτηση εθνικιστικών κομμάτων, όπως είναι το VMRO – DPMNE, ενισχύεται ο αλυτρωτισμός, που δεν περιορίζεται μόνο σε διατάξεις του Συντάγματος αλλά εκδηλώνεται και σε άλλες εκφάνσεις του δημόσιου βίου, όπως λχ αγάλματα του Μ. Αλεξάνδρου, ονοματοδοσία λεωφόρων και αεροδρομίου, σχολικά εγχειρίδια κλπ. Με την πρόσφατη κυβερνητική αλλαγή στα Σκόπια διαφαίνεται αλλαγή στάσης σε συμβιβαστική κατεύθυνση.

ι) Στην παρούσα συγκυρία ο κίνδυνος νέας «βαλκανιοποίησης» επιστρέφει, αναδύεται με μορφή εθνικιστικού παροξυσμού και απειλεί εύθραυστα κράτη. Ο εξ ανατολών διογκούμενος κίνδυνος δεν επιτρέπει στην Ελλάδα σπατάλη διπλωματικού και πολιτικού κεφαλαίου σε δονκιχωτισμούς. Το συμφέρον της Ελλάδας επιβάλλει τη συμβολή στη σταθεροποίηση μιας περιοχής όπου η Ελλάδα έχει ηγεμονικό ρόλο.

Γ. Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι:

α) Ελλάδα και Π.Γ.Δ.Μ. (FYROM) διαπραγματεύονται από το 1992, ενώ έχουν μεσολαβήσει η χρήση της προσωρινής ονομασίας FYROM στους διεθνείς οργανισμούς, δύο Αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, η Ενδιάμεση Συμφωνία Ελλάδας και Π.Γ.Δ.Μ. (FYROM), η από 5-12-2011 Απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης σε βάρος της Ελλάδας και η χρήση της ονομασίας «Δημοκρατία της Μακεδονίας» στις διμερείς σχέσεις του γειτονικού κράτους με άλλα 130 κράτη περίπου.

β) από το 1992 έως σήμερα η Ελλάδα έχει προσέλθει στις διαπραγματεύσεις με προτάσεις για χρήση σύνθετων ονομασιών με χρήση είτε έναντι όλων είτε μόνον στις διεθνείς σχέσεις όπως λχ Σλαβομακεδονία, Άνω Μακεδονία, Μακεδονία – Σκόπια κ.ο.κ.

γ) η πρόσφατη Συμφωνία δεν πρέπει να κρίνεται μοναδικό με μοναδικό κριτήριο το optimum των εθνικών επιδιώξεων, δηλαδή ουδεμία αναφορά στη λέξη «Μακεδονία» και τα παράγωγά της, γιατί στις διεθνείς σχέσεις τα προηγούμενα παράγουν συνέπειες για τα επόμενα και ανεξαρτήτως αποτελέσματος κάθε διαπραγματευτική προσπάθεια αφήνει κατάλοιπα, που περιορίζουν τα περιθώρια ελιγμών όλων των συμβαλλόμενων μερών. Άρα η όποια αξιολόγηση της πρόσφατης Συμφωνίας οφείλει να συνεκτιμά τόσον τις εθνικές επιδιώξεις όσον

και τις εθνικές δυνατότητες μέσα στο Διεθνές, Ευρωπαϊκό και Βαλκανικό περιβάλλον, ήτοι να λαμβάνει υπόψει όχι το εθνικώς επιθυμητόν αλλά και το εφικτόν.

Δ. Από το 1992 και εφεξής η ελληνική εξωτερική πολιτική ανεξαρτήτως των εκάστοτε τακτικών επιλογών και μεθόδων είναι σταθερώς προσηλωμένη στους εξής 3 βασικούς στόχους:

α) αναγνώριση και σεβασμός του απαραβίαστου των συνόρων,

β) απάλειψη και καταδίκη του αλυτρωτισμού κάθε μορφής, ήτοι τόσον σε νομικόν όσον και σε πολιτικόν επίπεδο,

γ ) διαχωρισμό της ταυτότητας των πολιτών της Π.Γ.Δ.Μ. (FYROM) από την αρχαία ιστορία, παράδοση και πολιτισμό των Ελλήνων .

Εφόσον αυτοί οι 3 βασικοί εθνικοί στόχοι επετεύχθησαν με την πρόσφατη Συμφωνία στις Πρέσπες το ισοζύγιο μεταξύ των συν και πλην είναι θετικό και η εν λόγω Συμφωνία εθνικώς επωφελής.

ΑΠΕ-ΜΠΕ

Documento Newsletter