Συνάντησα τον Γιάννη Λογοθέτη (αλλιώς, ΛοΓό) στο ατελιέ του, περιτριγυρισμένο από καμβάδες με φυσιογνωμίες διανθισμένες από δόσεις γελοιογραφίας, για την οποία άλλωστε έχει γίνει γνωστός…
Τα σκίτσα του έχουν δημοσιευτεί στις περισσότερες ελληνικές εφημερίδες αλλά και σε αγγλικές. Γνωστός είναι βέβαια και για τους στίχους του, με το ευφυές χιούμορ, που καθιέρωσαν το γελοιογραφικό τραγούδι. Ωστόσο πολλά είναι τα τραγούδια που ίσως αγνοούμε ότι έχει γράψει ο ίδιος όπως το «Άσπρα, κόκκινα, κίτρινα, μπλε», το «Αν μ’ αγαπάς φίλα σταυρό», το «Έτσι είναι η ζωή»… Στην πορεία του έχει συνεργαστεί με μερικούς από τους πλέον σημαντικούς συνθέτες: Δήμος Μούτσης, Λουκιανός Κηλαϊδόνης, Γιάννης Κιουρτσόγλου, Γιώργος Χατζηνάσιος και πολλοί άλλοι.
Κύριε Λογοθέτη, να πιάσουμε το νήμα της προσωπικής σας ιστορίας από την αρχή;
Ναι! Γεννήθηκα τo 1939 στη Θάσο. Φύγαμε όταν ήμουν έξι χρόνων και πήγαμε στην Καβάλα, εγώ, η μάνα μου και η αδερφή μου· ο πατέρας μου είχε πεθάνει. Στη συνέχεια ήρθαμε στην Αθήνα και μείναμε στα Ταμπούρια στον Πειραιά. Μονοκατοικίες, φτωχοί άνθρωποι, πολλοί περαστικοί ναυτικοί. Θυμάμαι σηκωνόμασταν πρωί πρωί με την παρέα μου –μικρά παιδιά– και πηγαίναμε για ψάρεμα. Πήγα σε νυχτερινό σχολείο, αφού δούλευα από μικρός. Ηθελα να σπουδάσω μηχανικός του Εμπορικού Ναυτικού, όμως τελικά με κέρδισε η γελοιογραφία!
Πότε έγινε η πρώτη σας επαφή με τα έντυπα;
Ζούσαμε σε σπίτι με κοινή αυλή. Κάθε εβδομάδα μια διαφορετική οικογένεια αγόραζε το «Ρομάντσο» και πέρναγε από όλους. Εκεί έβλεπα τις γελοιογραφίες που έκαναν ο Αρχέλαος, ο Χριστουδούλου, ο Πολενάκης. Από μικρός σκίτσαρα, χωρίς ωστόσο να ξέρω πώς γίνεται η γελοιογραφία. Ρώτησα τότε έναν γείτονά μου και μου έδωσε κάποια τεύχη του περιοδικού. Ετσι μπήκα σιγά σιγά σε αυτή την τέχνη, μόνος μου, αυτοδίδακτος. Το πρώτο σκίτσο μου το έδωσα στο περιοδικό «Θεατής» όταν ήμουν 17 χρόνων. Αργότερα έλαβα μέρος σε έκθεση νέων γελοιογράφων στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά και ο Γιώργος Σαββίδης, τότε διευθυντής του «Ταχυδρόμου», είδε τα σκίτσα μου, του άρεσαν και με πήραν. Μου έδιναν μάλιστα και εικονογραφούσα και τα διηγήματα που έβγαζαν, όπως του Τσιφόρου και άλλων. Επαιρνα 100 δραχμές τότε. Από εκεί και πέρα συνεργάστηκα με πολλές εφημερίδες: «Τα Νέα», «Το Βήμα», «Ελευθεροτυπία», «Eθνος», «Αυγή».
Στη συνείδηση του κόσμου οι γυμνόστηθες γυναίκες και τα κειμενάκια έντονου σεξουαλικού περιεχομένου έχετε εγγραφεί ως κύριο χαρακτηριστικό της τέχνης σας. Θα μπορούσαν να σας αποκαλέσουν έως και σεξιστή γι’ αυτά σήμερα.
Μου είχε τύχει και τότε. Μια εποχή εργαζόμουν στην «Ελευθεροτυπία» και τότε είχαν πιάσει κάποιους βιαστές. Εκανα ένα σκίτσο με δυο γριές που έλεγαν: «Καλά φάγαμε, καλά ήπιαμε, να είχαμε και κάνα βιαστή!». Πήρα λοιπόν ένα γράμμα από κάποιες φεμινίστριες που με απειλούσαν ότι θα με βρουν στον δρόμο και θα με σκοτώσουν! Ε, καλά, χιούμορ έκανα, σιγά μην έθιξα την κοινωνία όλη. Μετά πάντως έκανα μεγάλες προσπάθειες να μην το επαναλάβω. Ηταν η εποχή που οι γυναίκες είχαν απαρνηθεί τη θηλυκότητά τους. Φόραγαν μακριά φουστάνια, ταγάρια, ήταν κουλτουριάρες. Υστερα από χρόνια μου έλεγαν κάποιες από αυτές: «Τι λάθος κάναμε, χάσαμε τα νιάτα μας, τη ζωή μας». Οπως και στο Χόλιγουντ∙ τώρα το θυμήθηκαν, ύστερα από τόσα χρόνια;
Πώς βρεθήκατε στο Λονδίνο;
Όταν ήρθε η χούντα σοκαρίστηκα, δεν είχα ξαναζήσει κάτι τόσο φρικτό. Πήρα τη γυναίκα μου και φύγαμε. Μια φίλη μου δημοσιογράφος είχε έναν γνωστό γελοιογράφο και μας έστειλε σε αυτόν. Οσο έμεινα εκεί συνεργάστηκα με την «Daily Telegraph» και τη «Sunday Mirror». Γρήγορα όμως νιώσαμε νοσταλγία και γυρίσαμε πίσω. Ηταν πολύ άσχημα εκείνα τα χρόνια. Δεν υπήρχαν πια έντυπα που να μπορώ να δώσω τα σκίτσα μου. Εκανα διάφορες δουλειές, πήγαινα το βράδυ σχολείο και το πρωί δούλευα.
Η μουσική πότε μπήκε στη ζωή σας;
Αγαπούσα από μικρός τη μουσική. Πιτσιρίκος στη γειτονιά γρατσουνάγαμε κάτι κιθάρες, ποτέ δεν έμαθα βέβαια, μόνο τη γρατσούναγα (γέλια). Μου άρεσε πολύ να γράφω στιχάκια. Λέγαμε λάτιν τραγούδια και έβαζα επάνω ψεύτικα λόγια, ό,τι να ’ναι, ό,τι ακούγαμε. Το 1968 που έμενα στα Εξάρχεια γνώρισα τον Βασίλη Αρχιτεκτονίδη. Του έδινα στιχάκια μου και κάποια τα είπαν τραγουδιστές που τότε ήταν εντελώς άγνωστοι, ανάμεσά τους και ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου που είπε το «Σε είδα κι αναστήθηκα» και τα «Χελιδονάκια».
Γρηγόρης Κλιούμης (Υπόγεια Ρεύματα): “Όταν γίνεσαι προϊστάμενος ξεχνάς ότι ήσουν εργάτης”
Στη συνέχεια με τον Δήμο Μούτση κάναμε το 1972 τον «Συνοικισμό Α» και είχα γράψει τραγούδια όπως το «Ασπρα, κόκκινα, κίτρινα, μπλε», το «Ετσι είν’ η ζωή». Επειτα από λίγο με φώναξε ο Λαμπρόπουλος από την Columbia και μου σύστησε τον Γιώργο Χατζηνάσιο. Κάναμε μαζί τον δίσκο «Εχει ο Θεός». Εγώ όμως είχα τα άλλα στο μυαλό μου, τα χιουμοριστικά. Με τον Μούτση θελήσαμε να κάνουμε έναν δίσκο με τέτοια τραγούδια, όμως δεν μας βγήκε. Κάτσαμε μαζί να γράψουμε και τελικά –φανταστείτε– καταλήξαμε με το «Χαράματα με το πρώτο λεωφορείο». Το είπε βέβαια ο Μητσιάς το 1973 και έγινε μεγάλη επιτυχία. Από τότε όμως δεν έγραψα άλλον «σοβαρό» στίχο. Με εξαίρεση τη συνεργασία μας με τον Πέτρο Βαγιόπουλο όταν έγραψα τραγούδια για τον Γιώργο Μαργαρίτη όπως «Το καλύτερο μπεγλέρι».
Και τότε αρχίζει η συνεργασία σας με τον Θέμη Ανδρεάδη.
Ναι, με τον δίσκο «Γελοιογραφίες» που κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 1973. Ωστόσο, επειδή είχαμε τραγούδια όπως το «Δεν την μπορώ τη δυναστεία» και άλλα που εάν και σατιρικά περνούσαν μηνύματα που ενοχλούσαν, ήταν κομμένος, δεν παιζόταν στην ΥΕΝΕΔ. Μόλις τέλειωσε η λογοκρισία μού έλεγαν από την Columbia ότι δούλευαν και βράδια για να συσκευάζουν δίσκους, τόσο πολύ πουλούσε.
Σήμερα θεωρείτε ότι υπάρχει κάτι αντίστοιχο με τα δικά σας χιουμοριστικά τραγούδια;
Οχι! Ολες οι εταιρείες έψαξαν να βρουν άτομα να κάνουν κάτι παρόμοιο αλλά απέτυχαν. Κάνανε κάτι χοντράδες που εγώ δεν θα έγραφα ποτέ. Ο Λουκιανός μόνο έκανε τέτοιες ωραίες δουλειές. Και τώρα μου αρέσει ο Δεληβοριάς, γράφει ωραία στιχάκια.
Είναι αυτοβιογραφικοί οι στίχοι σας;
Κυρίως ναι! Να σας πω πώς έγραψα τη «Λούλα»: ζούσαμε στη Δεξαμενή τότε, στο Κολωνάκι. Κάθε μεσημέρι ήταν μια παρέα που τρωγόπινε και μαζί τους ήταν μια κοπέλα που την έλεγαν Τούλα, ήταν μανεκέν. Οποτε με έβλεπε μου έλεγε: «Ενα τραγούδι με το όνομά μου δεν θα μου γράψεις;». Ενα βράδυ δεν είχα ύπνο. Υπήρχε ένα μπουκάλι απέναντί μου με ουίσκι και όπως καθόμουν άρχισα να σιγοτραγουδάω «ένα μπουκάλι με ουίσκι…». Δεν μου άρεσε όμως το όνομά της και το άλλαξα. Δεν το είπα ποτέ στην Τούλα.
Το χιούμορ υπάρχει και στην προσωπική σας ζωή;
Αντιθέτως μπορώ να πω ότι είμαι καταθλιπτικός τύπος. Όταν σκιτσάρω, όταν γράφω στιχάκια αλλάζω, γίνομαι άλλος άνθρωπος. Όταν τραγουδούσα στο πάλκο ήμουν ευτυχισμένος και όταν κατέβαινα ήμουν ερείπιο· αυτή η αλλαγή ήταν πολύ δύσκολη.
Τραγούδια γράφετε σήμερα;
Ναι, έχω ετοιμάσει μάλιστα μια σειρά τραγουδιών, αλλά ψάχνω κάποιον παραγωγό για να ολοκληρωθεί. Θα λέω εγώ μερικά, αλλά θέλω να πει ένα ο Δεληβοριάς, ο Γιοκαρίνης, ο Μαργαρίτης, ο Μαχαιρίτσας. Γράφω συνέχεια, δεν μπορώ να κάνω αλλιώς!
Από όλες τις ιδιότητές σας ποια είναι αυτή που υπερισχύει μέσα σας;
Όταν με ρώτησε κάποιος που δεν ήξερε τι δουλειά κάνω, είπα: «Επαγγελματίας έξυπνος» (γέλια). Πάντως όλα ξεκινάνε από τη γελοιογραφία.
Eυχαριστώ τον Γιάννη Λογοθέτη για την παραχώρηση των φωτογραφιών από το προσωπικό του αρχείο.
INFO
Ο Γιάννης Λογοθέτης παρουσιάζει την έκθεση ζωγραφικής «Τα ζευγαράκια του ΛοΓό» στην Γκαλερί Σκουφά έως τις 3/3, παρέα με τα εκπληκτικά έργα του οκτάχρονου εγγονού του Χριστόφορου
https://www.documentonews.gr/article/thanasis-gkaifyllias-eimaste-to-galatiko-xorio-tis-thrakis/