Όλα ξεκίνησαν μια βραδιά στο Άλσος του Οικονομίδη. Εκεί του άνοιξαν οι πόρτες του κινηματογράφου, όπου πρωτοεμφανίστηκε δίπλα στη μελαχρινή τότε Αλίκη Βουγιουκλάκη στο «Κορίτσι με τα παραμύθια».
Ο Γιάννης Καλατζόπουλος σύντομα έγινε γνωστός ως παιδί-θαύμα του σινεμά. Στο πέρασμά του στην εφηβεία είχε την τεράστια τύχη να μοιραστεί το σανίδι με καλλιτέχνες όπως ο Μινωτής, ο Κατράκης και ο Διαμαντόπουλος, οι οποίοι υπήρξαν οι μεγάλοι δάσκαλοί του στη ζωή και την τέχνη. Για όλα αυτά μίλησε τη μέρα που συναντηθήκαμε στο θέατρο Olvio, στις πρόβες του «Tango» του Σλάβομιρ Μρόζεκ που ανεβαίνει σε σκηνοθεσία του Νίκου Χατζηπαπά. Ακολουθεί η αφήγησή του.
Όλα ξεκίνησαν από μια παιδική ζήλια
Γεννήθηκα το 1949 με τη λήξη του Εμφυλίου. Ο πατέρας μου τότε ήταν άνεργος, είχε απολυθεί από το Εθνικό Τυπογραφείο όπου εργαζόταν, λόγω πολιτικών φρονημάτων και ζούσαμε μεγάλες φτώχειες. Και οι δυο γονείς μου εκτός από αριστεροί ήταν πολύ φιλότεχνοι. Προτιμούσαν να θυσιάσουμε την ποιότητα κάποιων γευμάτων την εβδομάδα, προκειμένου να εξασφαλίσουμε χρήματα για να πάμε στη Λυρική Σκηνή ή στο θέατρο του Κατράκη.
Με το πρώτο βδομαδιάτικο που πήρε ο πατέρας μου όταν ξανάπιασε δουλειά μάς πήγε στο Άλσος του Οικονομίδη, που ήταν το live talent show της εποχής. Από ’κει ξεκίνησαν ο Χάρρυ Κλυνν, ο Μίμης Χρυσομάλλης, η Τζένη Βάνου και πολλοί άλλοι. Με πήρε λοιπόν ο πατέρας μου μαζί με τη μητέρα και την αδερφή μου και μας πήγε να δούμε το πρόγραμμα. Τρελάθηκα. Μαγεύτηκα! Καταλαβαίνετε πώς φαινόταν όλο αυτό σε έναν πεντάχρονο.
Όλα για μένα ξεκίνησαν από μια παιδική ζήλια. Από αυτή τη ζήλια που ένιωσα όταν είδα να ανεβαίνει στη σκηνή ένα ωραίο αγοράκι με μπούκλες και να λέει ένα σαχλό ποίημα. Ζήλεψα τόσο που χωρίς καν να το πω στους δικούς μου ανέβηκα κι εγώ και είπα ένα που μου είχε μάθει η αδερφή μου για έναν ζητιάνο τον οποίο όλοι διώχνουν. Και πήρα το πρώτο βραβείο.
Μαζί με την Αλίκη Βουγιουκλάκη στην ταινία «Το κορίτσι με τα παραμύθια»
Για μεγάλη μου τύχη, εκείνο το βράδυ βρισκόταν στο Άλσος ο σκηνοθέτης Ανδρέας Λαμπρινός, ο οποίος έψαχνε ένα παιδάκι να παίξει στην ταινία που τότε ετοίμαζε, «Το κορίτσι με τα παραμύθια». Με είδε και ζήτησε το τηλέφωνό μας από τον Οικονομίδη. Φυσικά δεν είχαμε τηλέφωνο στο σπίτι, όπως οι περισσότερες οικογένειες τότε. Του μπακάλη το τηλέφωνο δώσαμε. Κάπως έτσι βρέθηκα να παίζω στην ταινία, στην οποία πρωταγωνιστούσε η Αλίκη Βουγιουκλάκη. Δεν ήταν ακόμη σταρ η Βουγιουκλάκη τότε αλλά είχε την προδιάθεση. Ήταν εξαιρετική, είχε πολύ ταλέντο.
Σφαλιάρα από το χέρι του Κατράκη
Σύντομα κυκλοφόρησε ότι υπήρχε ένας πιτσιρίκος που τα ’λεγε κι έτσι από μικρός έπαιξα και στο θέατρο των ενηλίκων. Στα δέκα μου, για παράδειγμα, με φώναξε ο Μινωτής να παίξω τον μικρό δούκα του Γιορκ στον «Ριχάρδο Γ΄». Την επόμενη χρονιά με πήρε ο Κουν για να παίξω στο «Ένα σταφύλι στον ήλιο», ένα χρόνο μετά με κάλεσε ο Βασίλης Διαμαντόπουλος, στον «Γαλιλαίο» του Μπρεχτ. Στον Διαμαντόπουλο οφείλω το ότι έγινα συνειδητά ηθοποιός.
Εκείνη την εποχή υπήρξαν κριτικές του στιλ «ο μικρός Καλατζόπουλος που κλέβει την παράσταση» κ.λπ. Και δεν σας κρύβω ότι παρόλο που είχα καλές βάσεις από της οικογένειά μου είχα αρχίσει λίγο και καμάρωνα. Ένα παιδάκι δεν θέλει πολύ για να πάρουν τα μυαλά του αέρα. Μια μέρα με κάλεσε ο Διαμαντόπουλος στο καμαρίνι του και με ρώτησε: «Γιαννάκη, τι θες να γίνεις άμα μεγαλώσεις, ηθοποιός ή σταρ;». «Δηλαδή;» τον ρώτησα με τη σειρά μου. Μου απάντησε τότε: «Θα σου πω ένα παράδειγμα. Ο σταρ είναι κατοστάρης, ο ηθοποιός είναι μαραθωνοδρόμος. Αν σε ενδιαφέρει αυτή η δουλειά σοβαρά και θέλεις να την κάνεις για χρόνια πρέπει να κοιτάξεις να γίνεις ηθοποιός. Κόψε τις ταινίες και όταν μεγαλώσεις να πας στη δραματική σχολή, να μπεις στη διαδικασία του επαγγελματία ηθοποιού». Δεν υπάρχει μέρα που να μην τον σκέφτομαι και να μην τον ευχαριστώ γι’ αυτή τη συμβουλή που μου έδωσε.
Με τη Μίρκα Καλατζοπούλου στην ταινία «Το παιδί του δρόμου»
Ο Μινωτής με υπεραγαπούσε. Με είχε σαν παιδί του και με συμβούλευε. Και μου δίδασκε πώς να προφυλάσσομαι από τις παγίδες, κυρίως δηλαδή από τον εαυτό μου. Ήταν αυστηρός. Σπάνια γελούσε μπροστά σε άλλους, αλλά όταν γελούσε το έκανε ανοιχτόκαρδα.
Με τον Κατράκη γνωριζόμασταν κυρίως από το ραδιόφωνο, από το Θέατρο της Τετάρτης. Όταν ανέβασε το «Οι τελευταίοι», ένα καταπληκτικό έργο του Γκόρκι, γραμμένο πριν από την Οκτωβριανή Επανάσταση, με φώναξε να παίξω μαζί του. Εκείνος υποδυόταν έναν αξιωματικό της αστυνομίας κι εγώ τον αναρχικό γιο του. Παίξαμε για πρώτη και τελευταία φορά μαζί στο θέατρο. Μεγάλο μάθημα ζωής ήταν ο Κατράκης.
Είχαμε μαζί μια σκηνή στη δεύτερη πράξη, στην οποία έπρεπε να καυγαδίσουμε. Κάτι του ’λεγα κάτι μου ’λεγε και έπρεπε να διασχίσει τη σκηνή και να μου δώσει μια σφαλιάρα. Από τις πρόβες λοιπόν μου έλεγε: «Γιαννάκη, θα στη δίνω αληθινή γιατί το θέατρο είναι ρεαλιστικό». Είχε κάτι χέρια σαν κουπιά. Το είχα πάρει λοιπόν απόφαση ότι κάθε μέρα όταν είχαμε παράσταση και δύο φορές τη μέρα όταν είχαμε διπλή θα έτρωγα μια σφαλιάρα ξεγυρισμένη από το χέρι του Κατράκη.
Ένα διάστημα ήταν άρρωστος, είχε πάθει πνευμονία. Για να βγει να παίξει του έκαναν ενέσεις κορτιζόνης στο καμαρίνι. Σάββατο λοιπόν στην απογευματινή παράσταση ξεκινώ να του λέω, μου απαντάει και μου δίνει τη σφαλιάρα ελάχιστα πιο σιγανά απ’ όσο την είχα συνηθίσει. Καθώς συνέχισε να παίζει και να λέει: «τι είπες παλιόπαιδο;», παρατηρεί στο βλέμμα μου την απορία και μου λέει γρήγορα και χαμηλόφωνα: «κάνω οικονομία για τη βραδινή». Και συνεχίζει να παίζει σαν να μη συνέβη τίποτε. Αυτό για μένα ήταν αποκάλυψη. Χοντρικά υπάρχουν δύο ειδών ηθοποιοί: αυτοί που ταυτίζονται με τον ρόλο κι αυτοί που δεν ταυτίζονται, αλλά που το κάνουν με την τεχνική τους και ο θεατής νομίζει ότι ταυτίζονται -ο Χορν ήταν έτσι. Μέχρι εκείνη την ώρα πίστευα ότι ο Κατράκης έμπαινε εντελώς στον ρόλο του και μου απέδειξε ότι δεν ίσχυε αυτό, ότι ο μισός ήταν μέσα στο ρόλο και ο άλλος μισός είχε τον απόλυτο έλεγχο των εκφραστικών του μέσων.
Σκηνή από «Το παιδί του δρόμου»
Το θέατρο σαν κοινωνική αποστολή
Οφείλω πολλά στην τύχη γιατί από μικρός βρέθηκα κοντά σε τέτοιους ανθρώπους και με κράτησαν σε έναν δρόμο. Πολλά παιδιά που πέρασαν από το στάδιο του «παιδιού θαύματος», όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό, πολύ δύσκολα κατάφεραν να διαχειριστούν το γεγονός ότι κάποια στιγμή σταμάτησαν να είναι παιδιά. Εμένα ευτυχώς με κράτησε το ότι ποτέ δεν είδα το θέατρο σαν μέσο προβολής. Δεν είχα τέτοιες τάσεις. Ίσως να είχα αν δεν με είχαν συγκρατήσει οι άνθρωποι που προανέφερα. Πάντα έβλεπα το θέατρο σαν κοινωνική αποστολή. Σαν ένα επάγγελμα χρήσιμο για την κοινωνία και τους ανθρώπους.
Το θέατρο είναι μια τέχνη που σου μαθαίνει τον άλλο. Δεν παίζεις μόνος σου, μιλάς με έναν άλλο. Επίσης υποδύεσαι έναν άλλο. Πρέπει να βγαίνεις από τον εαυτό σου και να μπαίνεις στην προσωπικότητα ενός ανθρώπου εντελώς διαφορετικού από σένα. Πρέπει να μπορείς να υποστηρίξεις για παράδειγμα τον ρόλο ενός εγκληματία. Ο εγκληματίας δεν θεωρεί τον εαυτό του κακό. Για να παίξεις τον ρόλο πρέπει να μπεις στη θέση του. Μεταβάλλοντας τον εαυτό σου είσαι έτοιμος να καταλάβεις και στην πραγματική ζωή τον άλλο.
Στο παιδικό θέατρο ξεκίνησα μικρός και όταν απολύθηκα από τον στρατό, το 1974, αποφάσισα να συνεχίσω την Παιδική Αυλαία. Ήταν ο πρώτος επαγγελματικός θίασος και με κοινωνικό προσανατολισμό, ο οποίος ιδρύθηκε από τη Μαρούλα Ρώτα και τον Γιώργο Δήμο, δηλαδή την κόρη και τον συνεργάτη του Βασίλη Ρώτα. Η δράση αυτού του θιάσου είχε διακοπεί στη δικτατορία γιατί συνέλαβαν όλα τα βασικά της μέλη εκτός από μένα που ήμουν παιδάκι. Με το τέλος της χούντας με φώναξε ο Δήμος και η Μαρούλα και μου είπαν «Γιαννάκη, εμείς έχουμε μεγαλώσει τώρα πια, δεν μπορούμε να ασχοληθούμε». Μου έδωσαν το αρχείο. Εκείνη την εποχή υπήρχε η Καλογεροπούλου, ο Ποταμίτης, αξιόλογοι θίασοι που έκανα πολύ καλές δουλειές. Παράλληλα υπήρχε πολύ χάλι και εμπόριο, όπως υπάρχει πάντα. Αυτό που δεν υπήρχε ήταν θέατρο για παιδιά που να λέει την αλήθεια στα παιδιά. Γιατί ακόμη και στο καλό παιδικό θέατρο έλειπε το περιεχόμενο.
Σκέφτηκα λοιπόν ότι κλασικά έργα όπως του Σαίξπηρ, του Μολιέρου, του Ίψεν, του Λόρκα είναι καταπληκτικά παραμύθια που άντεξαν στον χρόνο ακριβώς γιατί άρεσαν σε όλες τις ηλικίες. Ο Σαίξπηρ, κυρίως όταν έγραφε τις κωμωδίες του, απευθυνόταν σε ένα μεικτό κοινό. Έτσι άρχισα να κάνω διασκευές στους «Όρνιθες», στην «Ειρήνη» και στους «Βατράχους» του Αριστοφάνη, στα «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» και «Όνειρο καλοκαιρινή νύχτας» του Σαίξπηρ, στην «Τουραντό», στους «Φασουλήδες του Κατσιπόρα» του Λόρκα. Πήγε καλά αυτή η ιδέα. Ακόμη και τώρα που έχω σταματήσει μου ζητάνε αυτές τις διασκευές και τις παίζουν σε διάφορα ΔΗΠΕΘΕ, σχολεία κ.λπ. Με συναντούν άνθρωποι που ως παιδιά είχαν δει τις συγκεκριμένες παραστάσεις και μου μιλάνε ακόμη για εκείνες. Νομίζω ότι είναι το καλύτερο πράγμα που έχω κάνει στη ζωή μου.
Στο «Tango» του Μρόζεκ έχω τον ρόλο του Ευγένιου. Πρόκειται για ένα έργο που αν και γραμμένο στα μέσα του περασμένου αιώνα, είναι πλέον κλασικό, επειδή μιλάει με μια γλώσσα, η οποία εξακοντίζει τα μηνύματα προς όλες τις εποχές. Σήμερα που ζούμε μια πολύ μεγάλη όχι μόνο οικονομική αλλά ταυτόχρονα πνευματική και πολιτιστική κρίση, νιώθει κανείς ότι το έργο γράφτηκε χτες. Παρουσιάζει μια οικογένεια η οποία αντιπροσωπεύει όλη την ανθρωπότητα, με όλες τις κοινωνικές τάξεις, τις πολιτικές απόψεις, τις πολιτιστικές δοξασίες οι οποίες βρίσκουν απόλυτη αντιστοιχία στο σήμερα, μια εποχή κοινωνικής παρακμής που οδηγεί τους ανθρώπους συχνά σε ακραίες καταστάσεις.
Από την παράσταση «Tango»
Info
«TANGO» του Σλάβομιρ ΜρόζεκΜετάφραση: Παύλος ΜάτεσιςΣκηνοθεσία, Εικαστική Σύνθεση: Νίκος ΧατζηπαπάςΕπιμέλεια κίνησης: Νατάσα ΠαπαμιχαήλΦωτισμοί: Νίκος ΒούλγαρηςΕρμηνεύουν: Δημήτρης Γκουτζαμάνης, Δημήτρης Μαύρος, Μαρία Βλάχου, Γιάννης Καλατζόπουλος, Ειρήνη Γρέκα, Νέλη Αλκάδη, Αβραάμ Παπαδόπουλος
Θέατρο OLVIO, Ιερά Οδός 67 & Φαλαισίας 7, Βοτανικός, τηλ: 210 3414118