Ο Γιάννης Καιροφύλας αγαπά βαθιά την πόλη του. Είναι σαφές μέσα από τα κείμενα που έχει γράψει για την Αθήνα εδώ και επτά δεκαετίες. Επίσης έχει καταφέρει κάτι που λίγοι δημοσιογράφοι και συγγραφείς έχουν κατορθώσει: να μεταδώσει την αγάπη του αυτή σε ένα ευρύ κοινό που μετρά πλέον αρκετές γενιές.
Η έρευνα που έχει κάνει καλύπτει την ιστορία της πόλης από την εποχή του Όθωνα έως και τα τέλη της δεκαετίας του 1970, την εποχή δηλαδή που η Αθήνα από πολίχνη μεταμορφώθηκε στη μεγαλούπολη που ξέρουμε σήμερα. Ο συνδυασμός ουσιαστικής έρευνας με τη ζωντάνια της γραφής, που πηγάζει από την προσωπική επαφή με το αντικείμενο, είναι που έκαναν τα άρθρα και τα βιβλία του να ξεχωρίσουν από την πρώτη στιγμή. Με τον Γιάννη Καιροφύλα είχα τη μεγάλη χαρά να βρεθώ ένα ηλιόλουστο πρωινό στο σπίτι του στη Φιλοθέη και να συζητήσουμε για τη ζωή του και την ιστορία της Αθήνας. Ακολουθεί η αφήγησή του σε πρώτο πρόσωπο.
Τα παιδικά χρόνια στη Νεάπολη
Μεγάλωσα στην περιοχή της Νεάπολης. Έζησα ωραία παιδικά χρόνια. Όταν ήμασταν μικροί με τους φίλους μου συχνάζαμε στον Άγιο Νικόλαο στα Πευκάκια, επειδή εκτός των άλλων είχε μια ωραία μαρμάρινη σκάλα από την οποία κατρακυλούσαμε. Στις γειτονιές παίζαμε κυρίως στον δρόμο: πεντόβολα, κουτσό και τσαμάδες. Μιλάμε για την εποχή πριν από τον πόλεμο του ’40. Οι γονείς μας δεν είχαν χρήματα να διαθέσουν για να μας αγοράσουν παιχνίδια. Μέχρι σήμερα έχω ένα κουρδιστό παιχνίδι, μάλλον γερμανικής κατασκευής του 1934, που μου είχαν αγοράσει οι δικοί μου μια Πρωτοχρονιά από το κατάστημα του Μαγγιώρου στην Ερμού. Παιδί ξεκίνησα να συμμετέχω και στους προσκόπους. Όταν φοιτούσα στο γυμνάσιο πηγαίναμε μετά το μάθημα στο σπίτι ενός συμμαθητή και παίζαμε χαρτιά – αυτά για να μη λέμε ότι η νεολαία σήμερα δεν είναι καλή, τα ίδια κάναμε και τότε. Δεν θα έλεγα ότι ήμουν άριστος μαθητής αλλά του «λίαν καλώς».
Όταν ήμασταν νεαροί πηγαίναμε στο καφενείο του Ρόμπου, στη συμβολή Ζωοδόχου Πηγής και Καλλιδρομίου, που είχε μπιλιάρδο. Ο μπαρμπα-Γιώργης που το είχε μας αγριοκοίταγε, όμως μας άφηνε να παίζουμε. Τελειώνοντας το γυμνάσιο οι δικοί μου με παρότρυναν να γίνω γεωπόνος γιατί είχαν σκεφτεί να αγοράσουμε μια έκταση να την καλλιεργούμε. Πήγα λοιπόν κι έδωσα εξετάσεις στη Γεωπονική Σχολή, έκανα και φροντιστήριο στου Πάλλα. Εν πάση περιπτώσει τη μέρα που γράφαμε το τελευταίο μάθημα έδωσα λευκή κόλλα. Δεν ήθελα να γίνω γεωπόνος. Και ξεκίνησα χωρίς φροντιστήριο να δώσω εξετάσεις στην Πάντειο που γίνονταν κάνα δυο μήνες μετά της Γεωπονικής. Έλα που μπήκα! Άμα θέλεις να γίνει το δικό σου, τελικά το πετυχαίνεις εύκολα. Στο δεύτερο έτος, το 1948 δηλαδή, με φώναξαν να παρουσιαστώ στο ναυτικό. Υπηρέτησα 33 μήνες, σχεδόν τρία χρόνια δηλαδή, λόγω Εμφυλίου.
Με δάσκαλο τον Βάρναλη
Το 1951 που απολύθηκα από το ναυτικό έπιασα δουλειά στην εφημερίδα «Προοδευτική Αλλαγή». Διευθυντής ήταν ο Σταύρος Στάγκος, πολύ καλός δημοσιογράφος. Ξέρεις ποιον μου σύστησε μόλις μπήκα μέσα στην αίθουσα σύνταξης; Τον Κώστα Βάρναλη. Με πήγε λοιπόν στον Κώστα, που δεν άκουγε πολύ καλά, και του είπε «να τον προσέχεις και να τον κατευθύνεις». Τέτοιοι ήταν οι πρώτοι μου δάσκαλοι. Η δημοσιογραφία είχε τότε διαμάντια. Και τώρα υπάρχουν. Πολλές φορές βρίσκω ωραία δημοσιεύματα. Η κοινωνία όμως δεν είναι η ίδια που ήταν κι έτσι δεν είναι ίδια και η δημοσιογραφία. Από τα πρώτα χρόνια στον χώρο της δημοσιογραφίας είχα φοβερές εμπειρίες. Παρακολούθησα μεταξύ άλλων τη δίκη Μπελογιάννη.
Εκτός από τα ρεπορτάζ που έκανα –και έχω περάσει από πολλά ρεπορτάζ και κυρίως από το ελεύθερο– ανέπτυξα μεγάλο ενδιαφέρον για την ιστορία. Οι πρώτες πηγές για τα βιβλία που έγραψα ήταν οι δημόσιες βιβλιοθήκες και ο πλούτος των παλιών εφημερίδων. Μάλιστα είχα μια μανία και μεταξύ των περιπάτων που έκανα πήγαινα στην Ηφαίστου και χανόμουν με τις ώρες στο υπόγειο βιβλιοπωλείο του Νασιώτη, ο οποίος είχε μεταξύ άλλων παλιά περιοδικά και εφημερίδες δεμένα σε τόμους. Όταν με έβλεπε τρελαινόταν. Ήξερε ότι κάθε φορά θα έφευγα από εκεί με αρκετούς τόμους, όπως αυτά εδώ τα τεύχη του περιοδικού «Θεατής», με τα οποία έχουμε την ίδια ηλικία. Κι εγώ το 1926 γεννήθηκα.
Έγραφα για χρόνια στο «Ρομάντσο». Ο συγχωρεμένος ο Νίκος Θεοφανίδης, ο οποίος ήταν ο ιδιοκτήτης του «Ρομάντσου» και του «Πάνθεον», είχε τα γραφεία του στην οδό Πραξιτέλους και Κολοκοτρώνη. Επί της Κολοκοτρώνη ήταν το «Έθνος», όπου εργαζόμουν ως συντάκτης. Έβλεπε λοιπόν ο Θεοφανίδης, που ήταν πανέξυπνος, ότι στο «Έθνος» εκτός από τα υπουργικά ρεπορτάζ έγραφα και ιστορικά κομμάτια. Κάθε μέρα για να πάω στην εφημερίδα περνούσα έξω από τα γραφεία του και τον πετύχαινα συχνά να στέκεται στην πόρτα και χαιρετιόμασταν. Μια μέρα μου λέει: «Καιροφύλα, θέλω να έρθεις να γράφεις στο “Ρομάντσο”». Αρχισα λοιπόν να γράφω εκεί ως Αθηναιομνήμων το 1965-66 και συνέχισα μέχρι τη δεκαετία του ’80. Πολλά από τα βιβλία, όπως η «Αθήνα της Μπελ Επόκ», ξεκίνησαν να γράφονται στο «Ρομάντσο» κάθε εβδομάδα. Τα περισσότερα βιβλία μου τα έχει εκδώσει ο Φιλιππότης. Κάποια στιγμή το 1990 του πρότεινα να βγάλουμε το «Αθηναϊκό ημερολόγιο». Του άρεσε η ιδέα και όντως το βγάζαμε μαζί από το 1990 μέχρι το 2010. Είχε πολύ μεγάλη επιτυχία. Έπειτα κουράστηκα κάπως. Πλέον το βγάζει μόνος του.
Η εξάπλωση της Αθήνας
Θεωρώ ότι η δεκαετία του 1950 ήταν καταλυτική για την περαιτέρω εξέλιξη της Αθήνας. Παρακολουθούσα τότε διάφορα αρχιτεκτονικά συνέδρια που είχαν μεγάλο ενδιαφέρον. Εκείνη την εποχή είχαμε τον αστικό πληθυσμό ο οποίος έπεσε θύμα της λεγόμενης αντιπαροχής. Η μετατροπή των σπιτιών σε πολυκατοικίες δεν ακολουθήθηκε έγκαιρα από τη διάνοιξη νέων δρόμων και τη διαπλάτυνση των παλιών, ώστε να οργανωθεί ανθρώπινα η μελλοντική κυκλοφορία των αυτοκινήτων. Τότε είχα καλές σχέσεις και συνεχή επικοινωνία με πολεοδόμους όπως ήταν ο καθηγητής του Πολυτεχνείου Κώστας Κιτσίκης και ο Δοξιάδης ο οποίος είχε κάνει και τα σχέδια για τη μετατόπιση της πρωτεύουσας από το κέντρο της Αθήνας στο Τατόι.
Στόχος ήταν να αρχίσει η κατασκευή συνοικισμών όπου θα μπορούσε να απορροφηθεί το μεγάλο πλήθος των Ελλήνων που είχε κατακλύσει την πρωτεύουσα κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου. Η πόλη είχε «ξεχειλώσει» και τα υπάρχοντα οικήματα δεν επαρκούσαν. Οικόπεδα και χωράφια χτίστηκαν για να στεγάσουν αυτό τον κόσμο που ήθελε να βρει καταφύγιο στην Αθήνα. Ωστόσο όταν η αύξηση του πληθυσμού σε μια περιοχή δεν συνοδεύεται με παράλληλα έργα υποδομής δημιουργούνται προβλήματα.
Φτάσαμε στο σημείο να μην υπάρχει χώρος ανοιχτός ούτε για καλλιέργειες που λέει ο λόγος. Σκεφτείτε ότι κάποτε η Κολοκυνθού ήταν γεμάτη χωράφια που καλλιεργούνταν. Όταν ήμασταν παιδιά, κάθε Πρωτομαγιά μας έπαιρναν οι γονείς μας και μας πήγαιναν να πιάσουμε τον Μάη στα Πατήσια, στην εξοχή. Εκεί είχε ταβέρνες και κάποια εξοχικά κέντρα στα οποία μπορούσες να καθίσεις να φας ωραίο μεζέ, να πιεις ωραίο κρασί, να ακούσεις και λίγη μουσική από το γραμμόφωνο – δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα. Θυμάμαι τον Υμηττό άδειο. Εκεί όπου σήμερα βρίσκονται η Ηλιούπολη και η Αργυρούπολη δεν υπήρχε τίποτε. Μόνο το βουνό.
Στους Αμπελοκήπους κοντά στον σημερινό Πύργο των Αθηνών υπήρχε η βίλα του Θων, ενός υπασπιστή του Όθωνα. Κι εκεί όπου σήμερα είναι ο Άρειος Πάγος στην Αλεξάνδρας ήταν οι φυλακές Αβέρωφ. Ξεκινάγαμε με την παρέα μου από την οδό Ιπποκράτους όπου έμενα εγώ και πηγαίναμε στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας να διασκεδάσουμε σε χώρους τελείως ελεύθερους. Υπήρχαν κάποια καφενεία, κάποια εξοχικά κέντρα. Το Πεδίο του Άρεως δημιουργήθηκε μετά το 1940. Τα σημερινά δικαστήρια ήταν η Σχολή Ευελπίδων.
Φοίτησα στο Ε΄ Γυμνάσιο Αρρένων που ήταν στην οδό Τοσίτσα και Τσαμαδού. Θυμάμαι ότι οι καθηγητές μάς έπαιρναν και πηγαίναμε με τα πόδια στον χώρο της Σχολής Ευελπίδων για να παίξουμε. Αυτή ήταν η εκδρομή μας. Άλλα σχολεία έκαναν εκδρομές στους πρόποδες του Υμηττού, σε περιοχές όπου σήμερα είναι καλυμμένες με πολυκατοικίες. Για να πας στη μονή του Αϊ-Γιάννη του Καρέα έπρεπε να είσαι ορειβάτης. Ασύλληπτο είναι πώς μέσα σε μια πεντηκονταετία διογκώθηκε τόσο ο πληθυσμός της Αθήνας.
Για μπάνιο πηγαίναμε προς το Νέο Φάληρο. Εκεί έγιναν και τα πρώτα μπεν μιξ. Υπήρχε εκεί και ένα ωραίο ξενοδοχείο το Ακταίο, πολυτελέστατο, πολυώροφο. Παλάτι ήταν για εκείνα τα χρόνια. Δυστυχώς μετά το γκρέμισαν. Λίγο πριν από τον πόλεμο του ’40 και αμέσως μετά άρχισε να είναι της μόδας το Παλαιό Φάληρο. Αν ήθελες να πας Βούλα ή Βουλιαγμένη ήταν σκέτη οδύσσεια γιατί δεν υπήρχε συγκοινωνία. Πολύ μετά τον πόλεμο αναπτύχθηκε η περιοχή.
Μέχρι πρότινος περπατούσα στο κέντρο. Τώρα πλέον όχι. Με απογοητεύει η σημερινή εικόνα της Αθήνας, με το καμένο Αττικόν, τα κλειστά μαγαζιά λόγω κρίσης, τους γραμμένους τοίχους και τα εγκαταλειμμένα νεοκλασικά.
Info
Ο Γιάννης Καιροφύλας έχει γράψει περισσότερα από 30 βιβλία, τα οποία κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Φιλιππότη και τις Εκδόσεις Καστανιώτη