Μία συζήτηση με τον συγγραφέα με αφορμή το νέο του βιβλίο.
Το βιβλίο «Θαμπές ζωές» (Εκδόσεις Καστανιώτη) του Γιάννη Η. Παππά θυμίζει κιβωτό που περικλείει μνήμες και ιστορίες δεκαετιών. Πρόκειται για συλλογή που περιλαμβάνει 33 διηγήματα χωρίς αυστηρό αφηγηματικό άξονα, αφορά –σε γενικές γραμμές– τις δυσκολίες της ζωής, τον έρωτα, την αψάδα της ανθρώπινης φύσης, τα ανεκπλήρωτα όνειρα και τις σχέσεις που άλλοτε οδηγούν στην πλήρωση και άλλοτε στην πνευματική ωρίμανση που έρχεται μέσα από την οδύνη. Η μετανάστευση στην Αθήνα, το τελευταίο γράμμα μιας μελλοθάνατης κομμουνίστριας στα χρόνια του Εμφυλίου, η πορεία μιας αντάρτισσας από ένα χωριό της Ηπείρου στην Ουγγαρία το 1948, η τυχαία συνάντηση στη Θεσσαλονίκη με τον Γκοτζαμάνη, τον έναν εκ των δύο δολοφόνων του Γρηγόρη Λαμπράκη, η τελευταία φωτογράφιση του λήσταρχου Θωμά Γκαντάρα στη Θεσσαλία της δεκαετίας του 1920 είναι μόνο μερικές από τις ιστορίες. Με αφορμή την έκδοση του βιβλίου το Documento μίλησε με τον συγγραφέα.
Το νέο σας βιβλίο αποτελείται από διηγήματα. Έχει η μικρή φόρμα στην Ελλάδα την προσοχή που της αξίζει;
Θα έλεγα γενικά όχι. Η μικρή φόρμα στην Ελλάδα, αν και έχει μεγάλη παράδοση, δεν έχει πολλούς αναγνώστες σήμερα. Θα έλεγα όμως ότι τα τελευταία πέντε έξι χρόνια παρατηρούμε μια άνθηση του ελληνικού διηγήματος. Οι λόγοι είναι πολλοί (οικονομική κρίση, διαδίκτυο κ.λπ.). Γενικά όμως στο εκδοτικό τοπίο κυριαρχεί το μυθιστόρημα. Μπορεί τον 19ο αιώνα να μην είχαμε αξιόλογη μυθιστορηματική παραγωγή, μετά όμως τη γενιά του 1930, τη γενιά που καθιέρωσε ουσιαστικά το μυθιστόρημα στην Ελλάδα, το είδος είχε μεγάλη ανάπτυξη. Σήμερα πιστεύω ότι γράφονται και καλά διηγήματα και καλά μυθιστορήματα.
Αρκετά από τα διηγήματά σας αναφέρονται στη ζωή στο χωριό. Οι άνθρωποι της πόλης έχουν μια εξιδανικευμένη εικόνα της ζωής στην ύπαιθρο;
Για όσους γεννήθηκαν στις πόλεις και δεν έχουν εμπειρίες από την ύπαιθρο πράγματι υπάρχει μια εξιδανίκευση της ζωής στο χωριό. Η πραγματικότητα όμως δεν είναι αυτή. Μπορεί να έχουν αλλάξει πολλά στην επαρχία σήμερα, αλλά δεν παύουν να υπάρχουν αρκετά προβλήματα τα οποία δυσκολεύουν τη ζωή των ανθρώπων. Τα προβλήματα αυτά είναι κυρίως η μεγάλη ανεργία, η έλλειψη ποιοτικής ψυχαγωγίας, η δυσκολία πρόσβασης σε μεγάλα νοσοκομεία και εκπαιδευτικά ιδρύματα.
Ένα από τα διηγήματά σας αναφέρεται στην τυχαία συνάντησή σας με τον Γκοτζαμάνη, τον έναν εκ των δύο δολοφόνων του Γρηγόρη Λαμπράκη. Πώς νιώθετε όταν βλέπετε τις προσπάθειες που γίνονται να καταδειχθεί ότι δεν επρόκειτο για δολοφονία;
Ο Λαμπράκης με τη θυσία του ενοχλεί ακόμη, κυρίως αυτούς που θέλουν να ξεχάσουμε το παρελθόν μας. Η τακτική αυτή εκπορεύεται κυρίως από ακροδεξιά και υπερσυντηρητικά κέντρα, τα οποία θέλουν να αποδομήσουν την ιστορία και να εμποδίσουν τις νέες γενιές να μάθουν την αλήθεια για το παρελθόν. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσονται επικίνδυνες και ανιστόρητες απόψεις που εκφράζονται τελευταία για την υποτιθέμενη αδιαφορία των νέων για γεγονότα που συνέβησαν στο παρελθόν. Πρέπει όμως αυτοί που υποστηρίζουν τέτοιες απόψεις να γνωρίζουν ότι το μέλλον διαμορφώνεται από το παρόν και το παρόν απ’ το παρελθόν (Μάριος Πλωρίτης). Όσοι δεν γνωρίζουν την ιστορία τους γίνονται θύματα και παιχνίδι στα χέρια των δημαγωγών, των εθνικιστών και των πατριδοκάπηλων. Όταν όμως ο νέος γνωρίζει, μπορεί να αντισταθεί, να αρνείται και να δικαιολογεί την παρουσία του, όπως έλεγε ο Γκαίτε.
Το τελευταίο διήγημα του βιβλίου αφορά τον λήσταρχο Θωμά Γκαντάρα. Τι σας γοητεύει στην ιστορία του;
Η ιστορία του λήσταρχου Γκαντάρα έγινε δημοτικό τραγούδι, μετά ποίημα από τον ποιητή Χρήστο Μπράβο και στη συνέχεια τραγούδι από τον τραγουδοποιό Θανάση Παπακωνσταντίνου. Ήταν μια ιδιόμορφη περίπτωση ληστή με μεγάλη λαϊκή αποδοχή. Είναι χαρακτηριστικό ότι μεγάλο μέρος της λείας από τις ληστείες του το διέθετε για να παντρευτούν φτωχές κοπέλες της περιοχής όπου δρούσε.
Εκτός, όμως, όλων αυτών και χωρίς καμιά διάθεση για ηρωοποίησή του, ένα ακόμη γεγονός που μου προκάλεσε το ενδιαφέρον για να μεταγράψω την ιστορία του σε λογοτεχνία ήταν η επιθυμία του, λίγο πριν από το τέλος του, να φωτογραφηθεί στο λημέρι του, έτσι ώστε να μείνει η μορφή του για πάντα αποτυπωμένη στο φωτογραφικό χαρτί.
Από το 2003 είστε εκδότης και διευθυντής του ηλεκτρονικού περιοδικού www.diapolitismos.net. Ποιες αλλαγές έχετε παρατηρήσει όλα αυτά τα χρόνια στις αναγνωστικές συνήθειες;
Η ψηφιακή εποχή προχωράει με γρήγορους ρυθμούς και αλλάζει τις συνήθειες και τις προτιμήσεις όλων μας. Ζούμε στην ψηφιακή εποχή και είναι αδύνατον να επιστρέψουμε πίσω. Το μεγάλο στοίχημα είναι να εκμεταλλευτούμε με θετικό τρόπο τις δυνατότητες που δίνει η ψηφιακή τεχνολογία προς όφελος των ανθρώπων.
Πολλά έχουν αλλάξει σε σχέση με τις αναγνωστικές συμπεριφορές τα τελευταία χρόνια. Η ανάγνωση στο διαδίκτυο γίνεται δυναμική και διαδραστική καθώς ο αναγνώστης μπορεί, διαβάζοντας ένα βιβλίο, να συνδιαλέγεται με άλλους αναγνώστες, ακόμη και με τον συγγραφέα του, ενώ παράλληλα βλέπει πόσα χτυπήματα έχει το συγκεκριμένο βιβλίο και συμμετέχει και αυτός σε μια νέα αναγνωστική κοινότητα, όπου όλα τα μέλη επηρεάζουν την επιλογή και την αντιμετώπιση των θεμάτων.
Το μεγάλο, όμως, πρόβλημα, κατά τη γνώμη μου, δεν είναι ο τρόπος με τον οποίο θα διαβάζουμε στο μέλλον αλλά το αν θα διαβάζουμε.
Από το 1990 εργάζεστε ως φιλόλογος μέσης εκπαίδευσης. Τι διαβάζουν τα σημερινά παιδιά;
Δυστυχώς διανύουμε την εποχή της κυριαρχίας του ψηφιακού κόσμου. Οι νέες τεχνολογίες, με τις δυνατότητες που έχουν, προσελκύoυν τους νέους ανθρώπους και τους απομακρύνουν από δραστηριότητες που απαιτούν άλλη διαδικασία συμμετοχής, όπως το διάβασμα. Οι σημερινοί μαθητές δεν διαβάζουν και αυτό δεν οφείλεται μόνο στις νέες τεχνολογίες αλλά και στον χρησιμοθηρικό προσανατολισμό της εκπαίδευσης, η οποία δεν απαιτεί την ενεργό συμμετοχή του μαθητή. Τα τελευταία χρόνια έγιναν κάποια μικρά βήματα αλλά νομίζω ότι χρειάζονται δραστικές αλλαγές στις δομές της εκπαίδευσης.