Συνέντευξη στη Μαρίνα Αγγελάκη
Κουβεντιάζοντας με τον Γιάννη Αγγελάκα τριγυρίσαμε πάνω κάτω στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, από τη Ροτόντα στην Παραλία, συναντήσαμε δύο πρόσωπα που τον συνδέουν με την πρώτη ανήσυχη νιότη του και καταλήξαμε δυτικά, στην περιοχή του Φιξ, για να βρούμε τη νέα μπάντα του σε ένα παλιό βυρσοδεψείο, πριν αρχίσει η πρόβα. Ετοιμάζονται για περιοδεία στην Ευρώπη. Μια συλλογή κειμένων και ένας δίσκος με τον ίδιο τίτλο θα κυκλοφορήσουν τον Δεκέμβριο. Κοντά σαράντα χρόνια, κρυφακούγοντας τον εαυτό του να κουβεντιάζει με το χάος, γράφει και τραγουδά. Γιατί; Επειδή έτσι σκέφτεται: ρυθμικά.
Σχεδόν 35 χρόνια γράφεις και τραγουδάς. Γιατί γράφεις;
Από παιδί ένιωθα άβολα με αυτό τον κόσμο και από τότε μέχρι σήμερα κουβαλάω τα ίδια αναπάντητα ερωτήματα: Τι δεν πήγε καλά; Γιατί τόση οδύνη; Δεν θα άξιζε όλα τα ανθρώπινα όντα να ζούσαμε σε μια καλύτερη κατάσταση; Η αμηχανία μου μπροστά σε αυτά τα ερωτήματα ήταν και είναι η κινητήρια δύναμη που με κάνει να γράφω.
Και γιατί τραγουδάς αυτά που γράφεις;
Ό,τι γράφω το γράφω για να το τραγουδήσω. Ακόμη και τα κείμενα που δεν έχουν γίνει τραγούδια τα έγραψα γιατί ήθελα να τα τραγουδήσω. Γι’ αυτό δεν έβαλα ποτέ τον εαυτό μου ανάμεσα στους ποιητές. Αυτό που με κινητοποιεί είναι η μουσική. Γράφω γιατί θέλω να τραγουδώ τις ιστορίες μου. Και τις τραγουδώ γιατί νομίζω ότι με τη μουσική ο λόγος πετυχαίνει κατευθείαν τον στόχο του. Την άμεση μαγική βαθιά επικοινωνία.
Μπορεί η τέχνη να είναι παρηγορητική, να καταγγέλλει, να ξεσηκώνει;
Η τέχνη στην ιδανική μορφή της ούτε καταγγέλλει ούτε παρηγορεί, ανελέητη οφείλει να είναι. Μια κακόηχη καμπάνα που αντηχεί μέσα μας και μας προ(σ)καλεί να ξεπεράσουμε τη μικρότητά μας και να σταθούμε στο ύψος της ανθρωπιάς μας.
H Ροτόντα είναι η γειτονιά όπου έζησες από τις αρχές του ’80. Εδώ έγραψες τους περισσότερους στίχους για τις Τρύπες. Πώς ήταν εκείνα τα χρόνια για έναν ανήσυχο νέο;
Δύσκολα αλλά και ανέμελα. Πριν έρθω στη Ροτόντα περιπλανήθηκα, κάποιες εποχές και άστεγος. Ευτυχώς κάποιοι φίλοι με φρόντισαν, όπως ο Γιώργος Χριστιανάκης, που από τότε δεθήκαμε σφιχτά. Μαζί κάναμε και τα πρώτα ντέμο των Τρυπών. Πιστεύω στη δύναμη της φιλίας, περισσότερο από όσο στον έρωτα… Ύστερα, ο Τέο απ’ το Berlin (σ.σ.: μυθικό μπαρ της πόλης που λειτουργεί μέχρι σήμερα) μου έδωσε δουλειά ως μπάρμαν και έτσι μπόρεσα να ζήσω μόνος σε γκαρσονιέρα. Τότε ήταν μια ήσυχη πλατεία εδώ. Ελάχιστα μαγαζιά υπήρχαν. Είχε ένα παγκάκι έξω από το σπίτι. Αράζαμε με τους φίλους μου πολλές ώρες τη μέρα. Με τις Τρύπες εδώ αράζαμε. Το παγκάκι δεν υπάρχει πια. Το ξηλώσανε. Όπως και την ανεμελιά από τους νέους. Και τη φόρα τους.
Εσένα τι σε κρατάει τόσα χρόνια σε φόρα;
Ίσως αυτός ο διάλογος που έχω ξεκινήσει από παιδί με τα βάθη μου. Και όταν έχω κάτι να πω, κάνω τετράστιχο όλες αυτές τις κουβέντες που έχω κάνει με το χάος. Είχα μια φόρα από παιδί να βουλιάξω μέσα στις κλίσεις μου και να κάνω πράγματα που με κάνουν να νιώθω ότι είμαι στον δρόμο μου. Δυσκολεύτηκα αλλά πήρα και τρελές χαρές.
Αφοσιώθηκες στις κλίσεις σου;
Ναι. Και θα ζούσαμε σε έναν πολύ γοητευτικό κόσμο αν όλοι οι άνθρωποι, που έχουν εκπληκτικές κλίσεις όλοι, ζούσαν και δούλευαν σύμφωνα με τις κλίσεις τους. Θα είχαμε την ιδανική κοινωνία. Θα είχαμε τους ιδανικούς δολοφόνους, τους ιδανικούς αγγέλους.
Ο χρόνος, τελικά, είναι «ο χειρότερος γιατρός», όπως έγραφες πριν από 20 χρόνια;
Δεν πιστεύω στον χρόνο, ο χρόνος βέβαια πιστεύει σ’ εμένα, νιώθω, όπως όλοι στην ηλικία μου, τη φθορά του υλικού μου σώματος. Από την άλλη, το μυαλό μου συνεχίζει να ανθίζει με την ένταση της πρώτης μου νιότης. Ό,τι απεχθανόμουν από αυτό τον κόσμο στην εφηβεία μου το απεχθάνομαι και τώρα, ό,τι με ενθουσίαζε με ενθουσιάζει δύο φορές. Όλο αυτό πιστεύω πως είναι μια ενστικτώδης κίνηση πνευματικής αυτοπροστασίας της ύπαρξής μου, για να αντιστέκεται έτσι στη βλακεία μας, στην τύφλα μας, στους φόβους μας και στην ψευδαίσθηση του χρόνου.
«Πάνω κάτω σε μια όμορφη και θλιβερή χώρα» ονομάζεις ένα κεφάλαιο στο βιβλίο σου… Στη Θεσσαλονίκη πώς αισθάνεσαι;
Τα προηγούμενα χρόνια δεν μου άρεσε καθόλου. Ξεχνιόμουν στην Επανωμή. (σ.σ.: εδώ και 23 χρόνια ζει έξω από την πόλη). Τα τελευταία δύο χρόνια όμως, που κατεβαίνω συνέχεια για πρόβες με τη νέα μπάντα, τη χαίρομαι. Τη βρίσκω σε καλύτερη κατάσταση απ’ ό,τι την άφησα.
Τι έχει αλλάξει;
Μοιάζει να ’χει ξεκολλήσει από τον πάτο. Δεν είμαι μπουταρικός, αλλά το μη χείρον βέλτιστον. Αυτή η πόλη έχει περάσει από πολλά σκοτάδια. Μην ξεχνάμε ότι επί δεκαετίες κυριαρχούσαν άνθρωποι που σήμερα είναι είτε υπόδικοι είτε κατάδικοι, οι γνωστοί επαγγελματίες υπερπατριώτες. Οπότε είναι μια μικρή απελευθέρωση. Χαλάρωσε η ατμόσφαιρα… Το βλέπεις, το αισθάνεσαι ότι η πόλη είναι σε καλύτερα χέρια. Καλύτερα να έχω δήμαρχο τον Μπουτάρη παρά τον Μπέο.
Έχεις και ένα κείμενο για τον Παύλο Φύσσα…
Ζούμε στη χώρα των προαναγγελθέντων εγκλημάτων, μόνο που όλοι κάνουμε τα τρία πιθηκάκια: δεν ακούω, δεν βλέπω, δεν μιλάω. Ήρθε η δολοφονία του Φύσσα και όλοι ανακάλυψαν ξαφνικά μια συμμορία δολοφόνων, ένα ναζιστικό μόρφωμα. Θαρρείς και ήταν το πρώτο τους έγκλημα ή δεν είχαν ξανακούσει ποτέ ότι οι εθνικισμοί και οι μισαλλοδοξίες διψάνε για αίμα. Ο Παύλος ήταν ένα ακόμη αδικοχαμένο σφάγιο στον βωμό της ηλιθιότητάς μας, της ελαφράδας μας και της εθελοτυφλίας μας. Αν ήμασταν υγιείς πολίτες, δεν θα το αφήναμε να συμβεί. Κι όμως, όλοι αυτοί είναι ακόμη στη Βουλή, συνεχίζουν να υπάρχουν ως πολιτικά όντα. Ντρέπομαι!
Έχουμε τους δολοφόνους που μας αξίζουν;
Έχουμε τις αρρώστιες που μας αξίζουν. Σε μια κοινωνία που θα ενδιαφερόταν για την πνευματική υγεία της και την εξέλιξή της, ακόμη και στις δύσκολες εποχές της, δεν θα βρισκόταν ούτε ένας άνθρωπος να υποβιβαστεί με τη θέλησή του στο επίπεδο του τρομαγμένου και πληγωμένου ζώου ή να πιστέψει πως θα διορθώσει το κακό με το χειρότερο.
Στη σελίδα 53 του νέου δίσκου/βιβλίου σου υπάρχει ένα κείμενο για τη μουσική. Τι κάνει η μουσική στους ανθρώπους;
Θεραπεύει αυτούς που την πιστεύουν. Για μένα είναι η απόλυτη θρησκεία. Είναι η θρησκεία μου.
Ένας νέος δίσκος, δέκα τραγούδια, μια νέα παρέα…
Βλέπεις, υπάρχουν ακόμη, και θα υπάρχουν πάντα, νέοι που καμιά δύσκολη εποχή δεν τους κόβει τη φορά! Με όρεξη για ζωή και ανατροπή! Είχα μια εύνοια από τους ουρανούς και συνάντησα πολύ ωραίες περσόνες. Μια παρέα ανήσυχων μουσικών, αποφασισμένοι να ζήσουν από τη μουσική. Τους πίστεψα και με πίστεψαν. Κι όλα έγιναν σχετικά πολύ γρήγορα. Μέσα σε ενάμιση χρόνο στήσαμε την μπάντα, κάναμε 50 συναυλίες και βγάλαμε έναν δίσκο.
Ο δίσκος τι περιέχει;
Το τέταρτο κεφάλαιο του βιβλίου: Μοντέρνα σκλαβοτράγουδα για υγιείς και ακμαίες οικογένειες.
Χμ… γνώριμα μονοπάτια;
Δεν ξέρω. Πάντως, είναι καινούργια τραγούδια. Θα τα ακούσετε πρώτη φορά στον δίσκο.
Εδώ βλέπω εννιά κείμενα. Στον δίσκο υπάρχει ακόμη ένα τραγούδι.
Είναι και ένα τραγούδι του Βασίλη Τσιτσάνη. Όπως και παλιότερα γι’ άλλες διασκευές που έχουμε κάνει, δεν διασκευάζω, πιο πολύ μεταμορφώνω ένα παλιό κομμάτι με μια διάθεση ερωτικής εξομολόγησης στον δημιουργό του.
Και γιατί στον Βασίλη Τσιτσάνη αυτή τη φορά;
Το πρώτο τραγούδι που μου ξύπνησε την περιέργεια να μάθω τι είναι –4-5 χρόνων, όταν ακούγαμε τις Κυριακές τα λαϊκά τραγούδια που έπαιζε τότε το ραδιόφωνο– ήταν η «Συννεφιασμένη Κυριακή» του Τσιτσάνη. Το «Δε θέλω τα ματάκια σου» είναι ένα από τα αγαπημένα μου τραγούδια.
Αν έπρεπε να πεις ένα μόνο τραγούδι, αν σου κοβόταν η φωνή μέσα στο επόμενο λεπτό, ποιο θα ήταν και γιατί;
Οι «Πόθοι». Από τη «Γελαστή Ανηφόρα». Είναι σαν να κλείνω το μάτι σε όλους τους ανθρώπους που γνώρισα όλα αυτά τα χρόνια, χαμογελώντας και για τις γλυκές και για τις πικρές στιγμές. Πέρυσι, με την καινούργια μπάντα, άναβα πάντα τσιγάρο όταν τους τραγουδούσα. Όλη τη χρονιά.
INFO
Ο Γιάννης Αγγελάκας και οι 100º C αυτές τις μέρες είναι σε περιοδεία στην Ευρώπη: 27/11 Ρότερνταμ, 28/11 Κολωνία, 29/11 Φρανκφούρτη, 1/12 Ζυρίχη και 2/12 Μόναχο. Στην Αγγλία θα βρεθούν τον Φεβρουάριο, ενώ στη Θεσσαλονίκη θα παίξουν στις 4 και 11 Μαρτίου στο Fix Factory και στην Αθήνα στις 17 και 18 Μαρτίου στο Πειραιώς Academy.