Πιστεύω πως δεν υπάρχουν τελευταία ταξίδια και έτσι δεν μπορώ να τον αποχαιρετίσω σε αυτό τα ταξίδι. Ο Γιάννης, το τελευταίο του ταξίδι το έκανε στην τελευταία του δημοσιογραφική αποστολή, όχι προς το μοιραίο.
Σε αυτά τα ταξίδια ζούσε και την αιώνια ζωή του σπαρασσόμενου κόσμου και τη δεύτερη ανομολόγητη παρουσία μέσα του. Αποχαιρέτισε πολλές φορές ο ίδιος συναδέλφους στον δικό μας ακήρυχτο πόλεμο, όπου δημοσιογράφοι και φωτορεπόρτερ είναι ανεπιθύμητοι εχθροί και γι αυτό γίνονται θύματα. Καμιά φορά όταν ο ένας από εμάς κινούσε πριν τον άλλο για αυτό το γαμορεπορτάζ, αστειευόμασταν μεταξύ μας με το μαύρο χιούμορ που έπρεπε να εφευρίσκουμε ίσως για να ξορκίζουμε το κακό «πρόσεχε κακομοίρη μου μην τρέχουμε σε κηδείες έχουμε και δουλειές». Δεν ξέρω αν υπάρχει δεύτερη ζωή, αλλά αν υπάρχει , αυτό το τσογλάνι, θα μας τραβάει φωτογραφία να κλαίμε στην κηδεία του. Για τόσο ανώμαλο μιλάμε.
Το 2000, είχε δημοσιεύσει η Ελευθεροτυπία, εκείνη την τρομερή φωτογραφία, όπου ο Γιάννης αυτοφωτογραφίζεται στη Σιέρα Λεόνε, στην προσπάθειά του να ξεφύγει από την ενέδρα που στοίχισε τη ζωή σε δύο συναδέλφους. Μόλις βρεθήκαμε τον ρώτησα «καλά είσαι ανώμαλος φωτογράφιζες τον πιθανό θάνατό σου;». Ο Γιάννης κοίταξε με αυτό το σαρδόνιο γελάκι και είπε «πας καλά ρε μαλάκα, αφού δεν υπήρχε άλλος φωτογράφος εκεί». Για τέτοιο τύπο μιλάμε.
Ήταν πάντα ο πιο ανήσυχος και κινητικός απ όλους. Αλλά όσο θόρυβο έκανε στην προετοιμασία τόσο αόρατος γινόταν στο πεδίο. Δεν τον αντιλαμβανόσουν. Άκουγες μόνο αυτό το κλικ (αν το άκουγες κι αυτό) και μετά έβλεπες τη φωτογραφία δημοσιευμένη, ένα έργο τέχνης της σκληρής πραγματικότητας. Σε έκανε να ζηλεύεις που αυτό που κατέγραφε δεν είχες τα λόγια να το αποδώσεις , αλλά κυρίως πως δεν το είχες δει εσύ. Αυτή την συνεχή ομίχλη εικόνας στην οποία ζούσε ο Γιάννης και έφτανε να ανοιγοκλείσει το μάτι και το κλείστρο του για να αποτυπώσει αυτό που εσύ κοιτούσες αλλά δεν έβλεπες.
Ο Γιάννης ήταν μια μεγάλη μορφή. Δεν έκανε παραχωρήσεις για να γίνει σπουδαίος, δεν έγινε δήθεν για να γίνει αποδεκτός. Έπαιρνε τη μηχανή και έτρεχε μέχρι που αποφάσιζε να επιστρέψει. Είχε πραγματικό θάρρος και θυελώδη αγάπη γι αυτό που έκανε. Ο Βασίλης Τριανταφύλλου (άλλη μεγάλη μορφή του άγνωστου πολέμου ) τον είχε πει κάποτε παράφορο καλλιτέχνη και είχε απόλυτο δίκιο.
Μια μεγάλη συμβολή του Γιάννη στην Ελλάδα της φωτογραφίας δεν είναι τα βραβεία του αλλά το παράδειγμά του. Ο Γιάννης ξέφυγε από τον ελληνοκεντρικό επαρχιωτισμό και απέκτησε διεθνή καταξίωση, ανοίγοντας το δρόμο για πολλούς συναδέλφους στη χώρα. Ίσως οι ίδιοι δεν το καταλαβαίνουν αλλά έτσι είναι.
Ο Γιάννης έχει περπατήσει και έχει κοιτάξει κατάματα, όλη τη σύγχρονη ιστορία των τελευταίων τριάντα χρόνων. Πολλοί την αναγνωρίζουν επειδή τη φωτογράφισε ο Γιάννης. Στη Βοσνία, στο Ιράν, στο Ιράκ, το Κόσσοβο, στη Σιέρα Λεόνε, στο, στο , στο, όπου υπήρχαν άνθρωποι και σκότωναν ή πονούσαν.
Ξέρω πως σιχαινόταν τις νεκρολογίες, αν και ο ίδιος χρειάστηκε να κάνει αρκετές. Καμιά φορά όμως , όταν φεύγει κάτι δικό μας, θέλουμε εγωιστικά να το κρατήσουμε εκεί. Πόσο μάλλον όταν με την απώλεια διαπιστώνεις πόσο απών ήσουν από κάποια πράγματα.
Ο Γιάννης ήταν παρών στα πρώτα μου βήματα στο πολεμικό ρεπορτάζ, (όπως και ο Γιώργος Γεωργιάδης που έφυγε κι αυτός με τον ίδιο άθλιο τρόπο) ως μεγαλύτερος που είχε προηγηθεί. Δεν μπορώ να θυμηθώ πόλεμο και ιστορία πολέμου που να μην είναι μέσα ο Γιάννης αεικίνητος, επίμονος και απαιτητικός. Δεν έχει νόημα να πω ιστορίες σαν εκείνους τους γέρους που παροπλίστηκαν και αναπολούν, αλλά υπάρχουν ιστορίες που πρέπει να ειπωθούν και ίσως κάποια στιγμή εμείς οι άλλοι τις γράψουμε.
Θέλω να γράψω μόνο δύο περιστατικά. Ήταν και τα δύο ένα χρόνο πριν από το ξεκίνημα του πολέμου στο Κόσσοβο, το 1998 όταν με τον Γιάννη, το Βασίλη Τριανταφύλλου και τον Στάμο Προύσαλη είχαμε καταλύσει στη Βόρεια Αλβανία και καταγράφαμε τον ακήρυχτο πόλεμο με τους πρόσφυγες να καταφθάνουν διωγμένοι από τους σέρβους παρακρατικούς. Ο Γιάννης είχε πάρει το νέο του λάπτοπ το οποίο συνδεόταν με το δορυφορικό τηλέφωνο και μπορούσε με ένα πρωτόγονο τότε σκάνερ να σκανάρει και να στέλνει τα σλάιτς απευθείας στο Reuters. Αυτό το απόκτημα λοιπόν που καυχιόταν ο Γιάννης πως στέλνει φωτογραφίες χωρίς να χρειάζεται να τις στείλουμε με κάποιο αγγελιοφόρο, εγώ το έριξα κάτω. Ο Γιάννης τρελάθηκε, υποσχέθηκε πως αν είχε χαλάσει θα με σκότωνε ή θα με έστελνε στον UCK και εγώ τον πίστεψα έτσι εκτός εαυτού που ήταν. Ευτυχώς λίγο αργότερα έστελνε τις εξαιρετικές του φωτογραφίες από το λαπτοπ την ώρα πόυ εγώ έπινα ένα καφάσι μπύρες για να συνέλθω.
Η δεύτερη ιστορία είναι αυτή με την οποία θα θυμάμαι το Γιάννη, αν και υπάρχουν πολλές άλλες επικίνδυνες και συγκλονιστικές. Εκατοντάδες πρόσφυγες περπατάνε στις πράσινες εκτάσεις στο Μπαγιαμτσούρ της Βόρειας Αλβανίας και σταματάνε σε ένα συρματόπλεγμα που μπαίνει εμπόδιο. Ο Γιάννης φωτογραφίζει συνεπαρμένος με μανία μέχρι που φτάνουν στο συρματόπλεγμα δύο οικογένειες με μωρά. Ο Γιάννης απομακρύνει τη φωτογραφική μηχανή από το μάτι για να δει την πραγματική εικόνα, την αφήνει να πέσει στο στήθος του , ορμάει στο συρματόπλεγμα και αρχίζει να περνάει τα παιδιά απ την άλλη πλευρά. Με την ίδια μανία που φωτογράφιζε.
Ξέρω πως δεν υπάρχει χαιρετισμός και πως όλα αυτά εν πάση περιπτώσει μπορούν να γίνου επικίνδυνα μελό και πρωτίστως να αδικήσουν αυτόν που έφυγε. Το «γεια» λοιπόν είναι τυπικό και μάλλον και λίγο ενοχικό για τα «γεια» που δεν είπαμε τα τελευταία χρόνια παρασυρμένοι από την κωλοδουλειά που τελικώς μας σκοτώνει. Γειά σου ρε φίλε. Τη δική σου φωτογραφία, αυτή που τράβηξα εγώ, την έχω μέσα μου. Την καλύτερη. Γειά σου.
(Πηγή: koutipandoras.gr)