Γιάννα Κατσαγεώργη: «Με επέλεξαν γιατί ήμουν “αθώα και ήμερη”»

Γιάννα Κατσαγεώργη: «Με επέλεξαν γιατί ήμουν “αθώα και ήμερη”»
«Ο Χατζιδάκις ήταν πάντα δίπλα στον φωτιστή και κατηύθυνε τον προβολέα. Επειδή όμως είχε εκνευριστεί πολύ με τα αρνητικά δημοσιεύματα, πείραζε τον προβολέα και άφηνε το κοινό να περιμένει ακόμη και είκοσι λεπτά», λέει η Γιάννα Κατσαγεώργη (φωτογραφία: Mene Liondos)

Η «Παναγία των Πατησίων» του Χατζιδάκι και του Γκάτσου στη θεατρική «Πορνογραφία» θυμάται τη γνωριμία της με τους δύο κορυφαίους του πνεύματος και συστήνει τη νέα δουλειά της.

Την τραγουδίστρια Γιάννα Κατσαγεώργη την αναζητούσα χρόνια για μια συνέντευξη. Δεν ήταν εύκολο γιατί ζει μόνιμα στην Αμερική, όπου εργάζεται ως δημοσιογράφος. Να όμως που τώρα ο ολοκαίνουργιος δίσκος «Ανατομία ενός εγκλήματος» (σε μουσική Σπύρου Εξάρα, στίχους Φώντα Λάδη, με τη συμμετοχή των Γιώργου Νταλάρα, Δώρου Δημοσθένους, Αργύρη Λούλατζη, Λίνας Ορφανού) σηματοδότησε την επιστροφή της στη μουσική και σαν καλός άνεμος την ξανάφερε για λίγο καιρό στην Αθήνα.

Ηταν εύκολο να πειστείτε να τραγουδήσετε πάλι;

Εχω φύγει από τον χώρο πολλά χρόνια, αν και δεν σταμάτησα να τραγουδάω. Μετά την «Πορνογραφία» και κάποιες συμμετοχές σε δουλειές φίλων δεν ξαναμπήκα σε στούντιο. Ο συνθέτης Σπύρος Εξάρας με έπεισε να ξαναμπώ στο στούντιο αν και ήμουν αρνητική στην αρχή.

Είστε γέννημα-θρέμμα Αθηναία; Από πού κληρονομήσατε την ωραία φωνή;

Γεννήθηκα το 1957 στην Αθήνα. Οι δυο γονείς μου και ειδικά ο πατέρας μου και ο θείος μου, ο αδερφός του, που έπαιζε ακορντεόν, τραγουδούσαν υπέροχα.

Το 1982, όταν μπήκατε στην «Πορνογραφία», ήσασταν 25 χρονών κορίτσι. Πώς ξεκίνησε η συνεργασία με τον Μάνο Χατζιδάκι;

Ενας φίλος που γνώριζε την τρέλα μου για τον Χατζιδάκι με ενημέρωσε ότι κάνει οντισιόν σε ένα θέατρο. Την άλλη μέρα πήγα στο θέατρο. Οι πόρτες ήταν ανοιχτές. Μπαίνω μέσα και δεν βλέπω ψυχή. Φωνάζω «είναι κανείς εδώ;» κι από τις σκάλες κατεβαίνει ένας όμορφος άντρας, ο ηθοποιός Κώστας Καρράς. «Τι θες, γλυκιά μου;» με ρωτάει. «Τέλειωσε η οντισιόν» με ενημερώνει. «Μη στενοχωριέσαι» μου λέει, «θα σου δώσω εγώ το νούμερο του Χατζιδάκι και θα του τηλεφωνήσεις να περάσεις κι εσύ από οντισιόν». Μου έδωσε το τηλέφωνο, πήρα, του συστήθηκα και τον ρώτησα αν έχω καμιά ελπίδα να μ’ ακούσει. «Ελα αύριο, θα κάνουμε την τελική οντισιόν». Πήγα και γινόταν χαμός, δεν έπεφτε καρφίτσα. Θεατές, δημοσιογράφοι, ποιητές, συγγραφείς… Νιώθω σαν τη μύγα μες στο γάλα, δεν ξέρω κανέναν. Κάθομαι τέρμα πίσω και καθ’ όλη τη διάρκεια της οντισιόν χτυπάει η καρδιά μου. Ακούω σε μια φάση το όνομά μου, πλησιάζω και βλέπω τον Τάσο Καρακατσάνη στο πιάνο. Δίπλα στον Μάνο κάθονταν ο Βασιλικός, ο Γκάτσος, ο Αργυράκης και πολλοί άλλοι. Βγαίνω στη σκηνή και ξέρω πως ο Χατζιδάκις δεν θέλει ν’ ακούσει δικά του τραγούδια. Ετσι, διαλέγω το «Γράμμα» του Θωμά Μπακαλάκου που μου άρεσε. Βλέπω ένα μειδίαμα στον Καρακατσάνη που με ρωτάει για τον τόνο. Αρχίζω να τραγουδάω, κοιτάω τον Χατζιδάκι που σκύβει και λέει κάτι του Γκάτσου. Η πληροφορία μεταδόθηκε σαν επιδημία κι ένα ολόκληρο θέατρο άρχισε να γελάει με πρωτοστάτη τον Χατζιδάκι. Σηκώνεται ο Χατζιδάκις, μου λέει γελώντας: «Σταματήστε! Τι άλλο ξέρετε να μας πείτε;». Ντροπιασμένη του προτείνω ένα δικό του. «Ωραία, πείτε μας ένα δικό μου» μου λέει και αρχίζω να τραγουδάω το «Πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι». Με ξανασταματά ο Χατζιδάκις, αυτήν τη φορά με χειροκροτούν και φεύγω έκπληκτη, εντελώς αμήχανη. Σε λίγο μας βγάζουν έξω από την αίθουσα για να αποφασίσουν ποιοι θα μείνουν και ποιοι θα φύγουν. Βλέπω τον Καρακατσάνη να με πλησιάζει: «Γλυκιά μου, έσκισες. Τρελάθηκε ο Μάνος μαζί σου. Ανακάλυψε την καινούργια Φλέρυ Νταντωνάκη, είπε». Μαζεύονται γύρω μου όλα τα παιδιά. Μου εξηγούν πως πριν γελούσαν την ώρα που τραγουδούσα γιατί ο Χατζιδάκις ήταν στα μαχαίρια με τον Μπακαλάκο για τα πολιτικά, κάτι που δεν ήξερα. Ετσι ξεκίνησε η συνεργασία με τον Χατζιδάκι.

Μιλάμε για τις παραστάσεις της θεατρικής «Πορνογραφίας», όχι για τον ομότιτλο δίσκο.

Ακριβώς. Στην παράσταση κάναμε φωνητικά σε όλα τα τραγούδια ο Λέκκας, ο Λιούγκος, εγώ και η Μαίρη Δαλάκου. Η Πασπαλά μπήκε στο σχήμα αργότερα. Τη σύστησα εγώ στον Χατζιδάκι. Στη μέση του προγράμματος η Δαλάκου έπαθε αφωνία και έπρεπε να βρεθεί αντικαταστάτρια. Ενα βράδυ με καλεί ο Βαγγέλης Φάμπας, που είχε έρθει από την Αμερική, σε ένα σπίτι στην Καισαριανή – τις καλές εποχές που μαζευόμασταν, πίναμε, καπνίζαμε και τραγουδούσαμε όλοι μαζί. Εκεί ήταν και η Πασπαλά, μου άρεσε η φωνή της και την ενημέρωσα ότι ο Χατζιδάκις ψάχνει τραγουδίστρια. Την είχα ρωτήσει εάν ήθελε να την προτείνω. Συναντηθήκαμε ξανά, μου έδωσε μια κασέτα όπου τραγουδούσε, την πήγα στον Χατζιδάκι και έτσι η Πασπαλά άρχισε να συνεργάζεται μαζί του.

Γιατί όμως εσείς σταματήσατε τη συνεργασία μαζί του;

Βασικά δεν τη σταμάτησα εγώ. Ξεκινήσαμε και άρχισαν τα παρατράγουδα. Δεν πήγαινε καλά η παράσταση γιατί τα κείμενα ήταν προχειρογραμμένα. Να σας πω μόνο ότι το τραγούδι «Για ένα άδειο δωμάτιο» που τραγουδούσα, ενώ είχε έτοιμη τη μουσική ο Χατζιδάκις, είχε μείνει τελευταίο χωρίς στίχους. Εφτιαξαν με τον Αρη Δαβαράκη στίχο μέσα σε μισή ώρα στο σπίτι του Μάνου – ήμουν κι εγώ εκεί. Αυτό το τραγούδι ήταν μια εξαιρετική σκηνή στην παράσταση. Βγαίναμε πέντε έξι άτομα φορώντας πένθιμα ρούχα, βάζαμε καρέκλες, καθόμασταν και τραγουδούσα. Ο Χατζιδάκις ήταν πάντα δίπλα στον φωτιστή και κατηύθυνε τον προβολέα. Επειδή όμως είχε εκνευριστεί πολύ με τα αρνητικά δημοσιεύματα, πείραζε τον προβολέα και άφηνε το κοινό να περιμένει ακόμη και είκοσι λεπτά – το δικό μου τραγούδι ήταν πολύ καλή στιγμή, αφού άλλαζε το σκηνικό.

Τι ακριβώς έκανε δηλαδή;

Το κοινό περίμενε για πέντε λεπτά αρχικά και σταδιακά 20 λεπτά. Εγώ να περιμένω πότε θα μου δώσουν την πρώτη νότα να αρχίσω να τραγουδάω, πνιγμένη στην ντροπή για τα παιδιαρίσματα του ήρωά μου, που θαύμαζα απεριόριστα αλλά δεν έπαυα να τον κρίνω όταν στρεφόταν εναντίον του κοινού, το οποίο δεν ήταν και υποχρεωμένο να θριαμβολογεί για την παράσταση. Το κοινό άρχισε να διαμαρτύρεται και ο Χατζιδάκις έτριβε τα χέρια του από ικανοποίηση δίπλα στον φωτιστή. Τότε έκανα το νεανικό λάθος να πάω με μερικούς συναδέλφους και να διαμαρτυρηθούμε σπίτι του «συνδικαλιστικά» για τη συμπεριφορά του, που δήλωνε ασέβεια και σε μας και στο κοινό. Στενοχωρήθηκε και θύμωσε με μένα, γιατί δεν φτάνει που με εμπιστεύτηκε και με καθιέρωσε στον χώρο με ένα μόνο τραγούδι, την «Παναγία των Πατησίων», του εναντιώθηκα κιόλας. Είχε άδικο; Οχι, βέβαια. Αλλά πού να τα καταλάβω αυτά στην ηλικία των 25 και μάλιστα αριστερίστρια, οπαδός του ΕΚΚΕ, που «η μισή μου καρδιά βρισκόταν στην Κίνα και η άλλη μισή εδώ πέρα»;

Πάντως στην «Παναγία των Πατησίων» δεν τραγουδήσατε μόνο Χατζιδάκι, αλλά και Γκάτσο σε πρώτη εκτέλεση.

Με επέλεξαν ο Χατζιδάκις και ο Γκάτσος γιατί ήμουν φυσιογνωμικά σαν την Παναγία: «αθώα και ήμερη». Ολα τα άλλα κορίτσια του θιάσου ήταν ηθοποιοί, πεταχτούλες θα έλεγα. Εγώ από σπίτι παλαιών αρχών, με μπαμπά σταλινικό, ήμουν ένας ιδιαίτερος τύπος νοικοκυροκόριτσου με υπερεπαναστατικές αντιδράσεις φοιτήτριας που τελείωνα το πολιτικό της Νομικής και λίγο μετά και τη Νομική. «Παράφρων» δηλαδή, όπως θα έλεγε ο Χατζιδάκις. Θυμάμαι ότι η ηχογράφηση έγινε πάρα πολύ γρήγορα και γι’ αυτό είχε χαρεί ο Μάνος. Στις πρόβες επίσης θυμάμαι πόσο ερωτικός ήταν ο Χατζιδάκις. Με ακουμπούσε με τα χέρια του για να με διδάξει και έλιωνα, παρέλυα. Μόνο δύο άντρες, και οι δύο καλλιτέχνες και σπάνιες προσωπικότητες, είχαν αυτό το άγγιγμα. Ο Μάνος Χατζιδάκις και ο Χάρης Κατσιμίχας. Ζεστό, καθάριο, που σε διαπερνούσε με την τόση ευαισθησία.

Ποιες άλλες συνεργασίες είχατε στα λίγα χρόνια που τραγουδήσατε;

Ο άνθρωπος που με προώθησε στο τραγούδι ήταν ο συμφοιτητής μου στο πανεπιστήμιο, καταπληκτικός πνευστός μουσικός, ο Θύμιος Παπαδόπουλος. Ο πρώτος συνθέτης, επίσης, που τραγούδησα κομμάτια του ήταν ο Δημήτρης Παπαδημητρίου στο Δημοτικό Θέατρο στον Πειραιά. Μετά συνεργάστηκα με τον Θοδωρή Ξυδιά, τον Διονύση Τσακνή, τους αδερφούς Κατσιμίχα, τον Διονύση Σαββόπουλο, τη Λίνα Νικολακοπούλου, τον Λάκη Παππά κ.ά. από το νέο κύμα, την Ελευθερία Αρβανιτάκη, την Αργυρώ Καπαρού και τώρα με τον συνθέτη Σπύρο Εξάρα που έχει κάνει τη μουσική στην «Ανατομία ενός εγκλήματος».

Στην Αμερική πάντως ξεκινήσατε και τη δημοσιογραφική σας καριέρα.

Λίγους μήνες αφότου έφτασα στη Νέα Υόρκη παράλληλα με το τραγούδι άρχισα να δουλεύω στην εφημερίδα «Πρωινή». Αν και δεν ήμουν δημοσιογράφος, είχα τελειώσει δυο σχολές και έγραφα πολύ καλά. Εκανα τη διεθνή ειδησεογραφία και πολιτικές αναλύσεις. Τον Σπύρο Εξάρα τον γνώρισα μόλις πρωτοπήγα – ζούσε ήδη ένα χρόνο εκεί. Ηταν ο πρώτος Ελληνας που έπαιξε μουσική μες στο Blue Note κι έκανε άλμπουμ με την αντίστοιχη εταιρεία. Αρχικά γίναμε φίλοι και δεθήκαμε πάρα πολύ συναισθηματικά, γίναμε οικογένεια ο ένας για τον άλλο. Φέραμε στον κόσμο την υπέροχη και μοναδική μας κόρη, την Ιλεάνα, που σήμερα είναι 27 ετών. Πλέον εργάζομαι στον «Εθνικό Κήρυκα» κι έχω την αρχισυνταξία των ένθετων εντύπων του.

Ο δίσκος που κρατάμε τώρα στα χέρια μας λέγεται «Η ανατομία ενός εγκλήματος» σε μουσική του Σπύρου Εξάρα και στίχους του Φώντα Λάδη.

Θεωρώ πως γράφει ιστορία στην ελληνική δισκογραφία για την πρωτοτυπία και την επικαιρότητά του. Σμίγουν δύο μεγάλοι και «αντίθετοι» καλλιτέχνες. Ο Φώντας Λάδης, ο κρυμμένος αυτός θησαυρός, εργάτης της συγγραφής, που σε πετάει στα ύψη με την εξυπνάδα, την εφευρετικότητα, τη δύναμη και τον κυνισμό των στίχων του, και ο Σπύρος Εξάρας, ένας μουσικός που τόλμησε να αφήσει την Ελλάδα στα 28 χρόνια του και να κάνει τζαζ στη Νέα Υόρκη, ανοίγοντας δρόμους σε πολλούς νεότερους. Τα κομμάτια του άλμπουμ αυτού μιλούν για το έγκλημα σαν καθημερινή ζωντανή πρακτική, όχι μόνο στους νυχτερινούς δρόμους και στις φτωχογειτονιές αλλά στην κάθε ημέρα που μας ξημερώνει και που τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα έχει γίνει εφιαλτικά trendy.

Τελευταία ερώτηση: Πώς είναι να σας αποκαλούν ακόμη «Παναγία των Πατησίων του Χατζιδάκι;»

Δεν είχα αρκετή δόση ναρκισσισμού και ματαιοδοξίας για να υπερασπιστώ τον τίτλο αυτό με τον οποίο με τίμησαν ο Γκάτσος και ο Χατζιδάκις. Επρεπε να μεγαλώσω για να συνειδητοποιήσω –από τον ενθουσιασμό των ανθρώπων που με αναγνώριζαν στα μετέπειτα χρόνια της εξαφάνισής μου από τη σκηνή– την κορόνα που φόρεσαν ο Χατζιδάκις και ο Γκάτσος στο κεφάλι μου και που με άνεση την έβγαλα μετά τη στέψη, την άφησα κάπου που ούτε θυμάμαι πια πού και διέσχισα τον Ατλαντικό για να βρω την τύχη μου.

Ο Μάνος Χατζιδάκις με τη Γιάννα Κατσαγεώργη την εποχή της συνεργασίας τους

Ετικέτες

Documento Newsletter