Για τον Tony Bennett και τη θεραπευτική δύναμη της τέχνης

Για τον Tony Bennett και τη θεραπευτική δύναμη της τέχνης

Σχεδόν ταυτόχρονα με την είδηση του θανάτου του Αμερικανού τραγουδιστή Tony Bennett, πέτυχα στα social μία ανάρτηση του Κώστα Μακεδόνα από το σπίτι του Μίμη Πλέσσα. Ο Πλέσσας, 98 ετών σήμερα – ζωή νά’χει -, καθόταν στο πιάνο του και έπαιζε μουσική, όπως συνηθίζει να κάνει εδώ και δεκαετίες. Ο Bennett, πάλι, που έφυγε από τη ζωή λίγο πριν κλείσει τα 97 του, μέχρι πρότινος εμφανιζόταν δημοσίως (όπως σε μια σειρά παραστάσεων της Lady Gaga), ενώ κάθε βδομάδα ασκούσε τη φωνή του κατ’ οίκον. Το θέμα είναι πως ο Bennett είχε διαγνωστεί με αλτσχάιμερ από το 2016, αλλά ως φαίνεται η δύναμη της τέχνης είναι η μόνη που λειτουργεί θεραπευτικά σε τέτοιες περιπτώσεις υπερήλικων ανθρώπων. Το είχα ζήσει με τον μακαρίτη Αντώνη Ρεπάνη αυτό, ο οποίος επίσης έπασχε από αλτσχάιμερ στο τέλος της ζωής του. Ο μεγάλος λαϊκός καλλιτέχνης κάθε βράδυ ρωτούσε για τον Γιάννη Ντουνιά, που τραγουδούσε στο πλευρό του: «Ποιος ειν’ αυτός ο πιτσιρικάς που τα λέει ωραία;», μα την ίδια στιγμή, δεν έχανε ούτε έναν στίχο από τα τραγούδια που παρουσίαζε ενώπιον του κοινού. Τρομερό! Κάπως έτσι θα ήταν και ο Tony Bennett, που παρά τα εμφανή συμπτώματα της νόσου, είχε εμφανιστεί έως και στο MTV Unplugged, τον Δεκέμβριο του 2021.

Με την απώλεια του Bennett κλείνει ένα μεγάλο κεφάλαιο από το Βιβλίο της αμερικανικής μουσικής ιστορίας του 20ου αι. Με μία καριέρα που διήρκεσε για περισσότερα από 70 χρόνια, μία καριέρα που έφτασε στο πικ της το 1962 με το αλησμόνητο hit «I left my heart in San Francisco», ο Bennett έγινε ο αδιαφιλονίκητος jazzy crooner του καιρού του, συνεχίζοντας την παράδοση των μεγαλύτερων Αμερικανών τραγουδιστών, σαν τον Louis Armstrong και τον Frank Sinatra. Κι όταν άρχισε να κυριαρχεί το ροκ με αποτέλεσμα να δει την κάμψη στην καριέρα του, χτυπημένος κι από προσωπικά αδιέξοδα, ο Bennett κράτησε τις δυνάμεις του για μια σειρά επανεμφανίσεων στα 70s και τα 80s. Η επιμονή του ή, σωστότερα, η θέληση του για ζωή, τον οδήγησε σε μία δημιουργικότητα που κράτησε ως τα βαθιά του γεράματα, αρχής γινομένης στον 21ο αι. πια με τη στενή συνεργασία του με τη Lady Gaga και το άλμπουμ «Cheek to Cheek» (2014).

Με τη χαρακτηριστική bel canto φωνή του, από νωρίς ο Bannett αντιλήφθηκε πως δεν έπρεπε να μοιάσει ή τουλάχιστον να θυμίζει τον Frank Sinatra. Κι όταν, από το 1951 ήδη, οι φαν του τον αντιμετώπιζαν με εκδηλώσεις υστερίας – σαν αυτές που γνωρίσαμε για τα καλά με τους Beatles στα 60s -, ο ίδιος ξεκίνησε τις εμφανίσεις του στα μεγαλύτερα θέατρα των ΗΠΑ. Η μία επιτυχία διαδεχόταν την άλλη παράλληλα με τα τηλεοπτικά σόου, που τον έφεραν στην κορυφή της δημοφιλίας. Όσο προχωρούσε η δεκαετία του 1960, όμως, έβλεπε το άστρο του να δύει: Δεν του έκαναν συμβόλαια οι δισκογραφικές, δεν τον αναλάμβαναν οι μάνατζερ και δεν έκλεινε συναυλίες πέραν του Λας Βέγκας, της κοιτίδας των crooners. Εθισμένος στην κοκαΐνη μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1970, κινδύνεψε να χάσει τη ζωή του κι εκεί ήταν που ζήτησε τη βοήθεια των παιδιών του, μουσικών επίσης: «Φαίνεται ότι οι άνθρωποι δεν ενδιαφέρονται πια ν’ ακούν τη μουσική που φτιάχνω» είπε στους Danny και Dae Bennett. Και τότε ο Danny, που θεώρησε ότι δεν έχει το ταλέντο του πατέρα του, προτίμησε ν’ ασχοληθεί με την αναβίωση της καριέρας του Bennett. Και μάλλον το πέτυχε! Ανάλαβε ρόλο μάνατζερ, κλείνοντας και πάλι τηλεοπτικές εμφανίσεις στον πατέρα του, ενώ προσπάθησε να τον φέρει σ’ επαφή με ένα πιο νεανικό κοινό και με καλλιτέχνες από το χώρο της εναλλακτικής ροκ σκηνής. Υπό αυτή την έννοια, ο Tony Bennett, ο οποίος είχε κάνει συνολικά τρεις γάμους και είχε αποκτήσει τέσσερα παιδιά, στάθηκε τυχερός. Το 1986 υπόγραψε εκ νέου συμβόλαιο με την Columbia Records, ηχογραφώντας το άλμπουμ «The Art of Excellence», με το οποίο «ξαναχτύπησε» τα charts από το 1972. Το 1993 ξεκίνησε μια σειρά συναυλιών, διοργανωμένων από ραδιοφωνικούς σταθμούς, αντιλαμβανόμενος πως οι νέοι δεν είχαν ακούσει καν τα ονόματα του Cole Porter και του George Gershwin, των σπουδαίων συνθετών που ο ίδιος υπηρετούσε για δεκαετίες με τη φωνή του. Με το άστρο του πάλι να ανατέλλει, σε ώριμη ηλικία, ο Bennett γνώρισε μία καινούργια αποδοχή, αποκορύφωμα της οποίας ήταν – όπως ήδη είπαμε – το συνταξίδεμα του στη σκηνή και τη δισκογραφία με την pop star Lady Gaga.

POTUS/FLOTUS at Stevie Wonder honor event

 

Ο Tony Bennett εκτιμούσε πολύ τον Pablo Picasso, όντας και ο ίδιος ζωγράφος και, μάλιστα, επιτυχημένος με εκθέσεις έργων του σε πολλές γκαλερί παγκοσμίως. Υπήρξε και πολιτικοποιημένος, εφόσον είχε αρνηθεί να τραγουδήσει για το καθεστώς του Απαρτχάιντ της Νότιας Αφρικής, ενώ δήλωνε ουμανιστής και ειρηνιστής – χαρακτηριστικά που καλλιέργησε, όπως είχε ομολογήσει, από τη συμπόρευση του με τον Martin Luther King.

Ίσως η φιλοσοφία αυτού του ανθρώπου και μέγιστου καλλιτέχνη να συνοψίζεται σε λίγες δικές του δηλώσεις: «Οι πιο σπουδαίοι καλλιτέχνες παρέμεναν δημιουργικοί ως το θάνατο τους. Όσο πιο δημιουργικός είσαι καθώς γερνάς, τόσο πιο πολυάσχολος γίνεσαι».

Ετικέτες

Documento Newsletter