Ο Γιάννης Τριάντης γράφει τον “εξόδιο λόγο για τον άνθρωπο που έκανε βίωμά του τον βαθύ ουμανισμό”
Ο,τι και να πει για τον Περικλή ο µισητός Αόριστος –αυτό το φοβερό «ήταν»– δίκιο θα ’χει. Ηταν παθιασµένος και πράος, ασυµβίβαστος και τρυφερός, µαχητικός και ενθουσιώδης, δοτικός και οξύνους – κι άλλα τόσα, όλα αληθή. Κοσµητικά. Γιατί αυτός ήταν ο Περικλής Κοροβέσης.
Ηταν και κάτι άλλο. Ενας ελευθερόφρων αριστερός που δεν άντεχε «γραµµές» και ντιρεκτίβες. Ανθρωπος ανοιχτός, ευρύχωρος, που άκουγε, σεβόταν την άποψη του άλλου και όρθωνε αντίλογο ουσιαστικό και τρυφερό. Το λέω µετά λόγου γνώσεως, αλλά ας αφήσουµε το πρώτο πρόσωπο να µιλήσει αργότερα.
«Η βλακεία ξέρει. Η ευφυΐα διερωτάται»
Οταν ο Περικλής µπήκε στο κοινοβούλιο µε τον Συνασπισµό, κάτι αφασικά µαλάκια τον χαρακτήρισαν συστηµικό. Και κάποιοι άλλοι, κοµµουνιστές αυτοί, τον είπαν Γεωργαλά, επειδή είχε ασκήσει κριτική στη Σοβιετική Ενωση. Ευεξήγητες ανοησίες: και οι µεν και οι δε ήταν αδύνατο να αντέξουν αυτά που έλεγε, πίστευε και εφάρµοζε στη ζωή του ο Περικλής Κοροβέσης. Ποια ήταν αυτά; Ακούστε τον ίδιο:
• «Με τα χρόνια βλέπω ότι οι έννοιες του σωστού και του λάθους είναι µια επίµονη ιστορία».
• «Η βλακεία ξέρει. Η ευφυΐα διερωτάται».
• «Ο φασισµός µπορεί να προέρχεται από τη θρησκεία, από τον αναρχικό ή τον κοµµουνιστή».
• «Είµαι ανακυκλωτής αριστερών ιδεών. Είναι µια χειροποίητη ιδεολογία. Εχω µαζέψει αρχές από παντού».
Πράγµατι, από παντού. Με πλοηγό δύο απαράβατες αρχές. Τον ελεύθερο και τον βαθύ, βαθύτατο ουµανισµό. Αυτόν που τον οδηγούσε αυτονόητα δίπλα σε κατατρεγµένους, απείθαρχους, περιθωριακούς και µετανάστες. Ηταν ακριβώς αυτό το στοιχείο –ο σπάνιος ουµανισµός ενός τρυφερού ανθρώπου– που τον έκανε «να καταλαβαίνει και να συγχωρεί». Να συγχωρεί υπό την εξής έννοια: να µην κρατάει κακία στους απογόνους των βασανιστών του, ιδεολογικούς και άλλους.
Αρκετές οι ωραίες στιγμές με τον Περικλή. Σε ταβερνεία, στο Au Revoir και φυσικά σε ένα υπέροχο αφρικανικό καφενείο στη γειτονιά του. Εκεί όπου τον κοίταγαν στα μάτια οι μετανάστες
Αυτό το βλέπεις και στους µνηµειώδεις «Ανθρωποφύλακες». Θα µπορούσε να µιλήσει µε γλώσσα σκληρή για κτήνη και υπανθρώπους. Θα µπορούσε ένας χείµαρρος χαρακτηρισµών να αποδώσει το ποιόν των βασανιστών του. Τίποτε! Περιγράφει απίστευτες σκηνές βίας και βασανιστηρίων σαν τρίτος. ∆εν ξεχνά φυσικά. Ουτε χαρίζεται. Αλλά διατηρεί την υπεροψία του αθώου πάσχοντος. Το «άφες αυτοίς» θα µπορούσε να το έχει πει ο Περικλής.
Αυτός που γνώρισα και µια «συµπαντική συνωµοσία»
Επιτρέψτε µου το πρώτο πρόσωπο τώρα. Επειδή τον γνώρισα, τα είπαµε αρκετές φορές, τα ήπιαµε, διαφωνήσαµε και στο τέλος χαθήκαµε. Αρχίζω από το τέλος: ο Περικλής, όπως και εκείνος ο αείµνηστος Γιάννης Καλαϊτζής, µου είχε προτείνει να πάω στην «Εφηµερίδα των Συντακτών». Αρνήθηκα. Για λόγους που δεν είναι του παρόντος. Κάποια στιγµή ο Περικλής έγραψε ένα άρθρο στη «Συντακτών» προσβλητικό για όσους είχαµε µείνει στην «Ελευθεροτυπία». Πικράθηκα αλλά δεν τον ενόχλησα ποτέ. ∆εν του ζήτησα τον λόγο. Από σεβασµό. Και το εννοώ. Αυτό τον σεβασµό που είχα για το πρόσωπό του από τότε που διάβασα τους «Ανθρωποφύλακες». Πολύ προτού τον γνωρίσω.
Οταν γνωριστήκαµε επιβεβαίωσα πλήρως αυτά που πίστευα για τον Περικλή διαβάζοντας το συγκεκριµένο βιβλίο αλλά και από αυτά που µου έλεγαν οι φίλοι του. Ο Γιώργος Βότσης, ο Βασίλης Ραφαηλίδης, ο Γιάννης Καλαϊτζής και άλλοι. Παθιασµένος, ερωτικός, ανιδιοτελής και διαρκώς ενθουσιασµένος. Από τη ζωή. Γεµάτος από αγάπη για τους άλλους, άκακος και τρυφερός ακόµη και όταν διαφωνούσε µε κάποιον.
«Ξέρω, εσύ µε τα εθνικά σου πανηγυρίζεις τώρα» µου είχε πει κάποτε, όταν είχα γράψει κάτι για τον Σβορώνο και τη συνέχεια του ελληνισµού. ∆ιαφωνούσε µε «τα εθνικά µου». Αλλά ποτέ δεν ύψωσε εισαγγελικό δάχτυλο για να µε ψέξει.
Αρκετές οι ωραίες στιγµές µε τον Περικλή. Σε ταβερνεία, στο Au Revoir και φυσικά σε ένα υπέροχο αφρικανικό καφενείο στη γειτονιά του. Εκεί όπου τον κοίταγαν στα µάτια οι µετανάστες. Είχα την αίσθηση ότι έβλεπαν κάποιον οικείο, κάποιον στενό συγγενή τους. Βρεθήκαµε από κοινού σε κάποιες εκδηλώσεις και συνυπογράψαµε –από ένα κείµενο ο καθένας– τον πρόλογο ενός εξαιρετικού βιβλίου. Πρόκειται για το βιβλίο «Στην εποχή της περιπλάνησης» του Κώστα Καλφόπουλου από τις Εκδόσεις Αλεξάνδρεια. Σηµειωτέον ότι ο Καλφόπουλος θεωρεί πως από τα έργα του πολυγραφότατου Περικλή το πιο σηµαντικό είναι ο «Κοινός τόπος» (Εκδόσεις Καστανιώτη, 1976).
Αφησα για το τέλος µια αυστηρώς προσωπική άποψη. Ενα συµπέρασµα που προέκυψε βλέποντας τον Περικλή στην «Ε» και αλλαχού, ανάµεσα σε φίλους και συναδέλφους. Ολοι τον σέβονταν. Αλλά διέκρινα σε µερικούς µια τάση σιωπηρής αποδόµησης, του τύπου «οχ πάλι τα ίδια τα αναρχοακτιβιστικά ο Περικλής». Ναι, αυτό διέκρινα. Και δεν είναι µονάχα δική µου αίσθηση.
Κάποτε ο Γιώργος Βότσης, µε αφορµή τον θάνατο ενός φίλου του, έγραψε στην «Ελευθεροτυπία»: «Πληθαίνουν οι σταυροί στην ατζέντα µου». Και τώρα που ο µαύρος µαρκαδόρος διέγραψε και τον Περικλή από την τηλεφωνική ατζέντα και τη ζωή µας ας τον θυµόµαστε όπως του αξίζει.
Προσωπικά θα τον θυµάµαι σαν πεύκο µοναχό στη σχισµή ενός βράχου.
ΥΓ.: Στο γυµνάσιο του Αγρινίου ήρθε κάποια στιγµή µια φιλόλογος. Ψηλή, ευθυτενής, µε αιγυπτιακή µύτη, όµορφη γυναίκα. Και βέβαια εξαιρετική καθηγήτρια. Ηταν η Αλκηστις Κοροβέση. Πέρασαν τα χρόνια, εγώ είχα γνωρίσει τον Περικλή, ώσπου µια µέρα τηλεφώνησε κάποια κυρία: «Είµαι η Αλκηστις Κοροβέση, αδερφή του Περικλή. Είχαµε την κουβέντα σου και σε πήρα». Βρεθήκαµε κάποιες φορές. Ωσπου µια µέρα έφτασε το µαντάτο. Πέθανε η Αλκηστις. Ηταν Μάιος του 2014.