Για τον Μητσοτάκη δεν υπάρχουν pushbacks αλλά στη Γερμανία ανοίγει θέμα κυρώσεων κατά της Ελλάδας

Για τον Μητσοτάκη δεν υπάρχουν pushbacks αλλά στη Γερμανία ανοίγει θέμα κυρώσεων κατά της Ελλάδας

Τη στιγμή που για την κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν… υφίστανται καν pushbacks, η Ευρώπη στρέφει τα «πυρά» της κατά της Ελλάδας. Για μία ακόμα φορά. Υπενθυμίζεται πως ο ίδιος ο Κυρ. Μητσοτάκης, σε ένα αλησμόνητο κρεσέντο αυταρχισμού είχε επιχειρήσει να φιμώσει την Ολλανδή δημοσιογράφο  Ίνγκεμποργκ Μπέγκελ όταν τον ρώτησε για τις παράνομες επαναπροωθήσεις.

Τότε, τον περασμένο Νοέμβριο, κατά την κοινή συνέντευξη Τύπου με τον Ολλανδό πρωθυπουργό Μαρκ Ρούτε, η Μπέγκελ είχε διερωτηθεί, μεταξύ άλλων, εάν θα υπάρξουν κυρώσεις κατά της Ελλάδας. Αρκετούς μήνες αργότερα, το θέμα των pushbacks βρίσκεται ακόμα στην επικαιρότητα, αυτή τη φορά για την περιοχή του Έβρου όπου νέα δημοσιογραφική έρευνα από μεγάλα, διεθνή, ειδησεογραφικά Μέσα αποκαλύπτει τις μαρτυρίες ανθρώπων οι οποίοι ισχυρίζονται ότι αναγκάστηκαν από την ελληνική αστυνομία στα σύνορα του Έβρου να προχωρήσουν σε επαναπροωθήσεις (pushbacks) μεταναστών και προσφύγων από τα σύνορα της χώρας προς την Τουρκία.

Μάλιστα, στη Γερμανία τίθεται ζήτημα κυρώσεων κατά της Ελλάδας.

Όπως αναφέρει η έγκυρη εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Zeitung (FAZ), ζήτημα κυρώσεων κατά της ελληνικής πλευράς εγείρει η Αντιπρόεδρος της γερμανικής Μπούντεσταγκ, Κάτριν Γκέρινγκ-Έκαρτ, που προέρχεται από τους Πράσινους. «Η χρήση προσφύγων που έχουν ανάγκη ως βοηθών για παράνομες απωθήσεις είναι βαθιά απάνθρωπη και παραβιάζει κάθε κράτος δικαίου», ανέφερε και συνέχισε: «Χρειάζεται ανεξάρτητη έρευνα και πρέπει επίσης να συζητηθούν πιθανές κυρώσεις κατά της Ελλάδας», ανέφερε στις εφημερίδες του ομίλου μέσων ενημέρωσης Funke, όπως τονίζει η FAZ.

Ανάλογη είναι η διατύπωση που επέλεξε και στο Twitter:

 

 

Θύελλα αντιδράσεων

Με δύο tweet το απόγευμα της Τρίτης, όπως επισημαίνει η Deutsche Welle, η Γερμανίδα υπ. Εξωτερικών δεν έμεινε αμέτοχη μετά τις νέες καταγγελίες  που έφερε στο φως της δημοσιότητας το περιοδικό Der Spiegel σε συνεργασία με άλλα διεθνή ΜΜΕ σχετικά με μια άλλη διάσταση των επαναπροωθήσεων προσφύγων και μεταναστών στην περιοχή του Έβρου: τη χρήση από την ελληνική αστυνομία συλληφθέντων-νεοαφιχθέντων ουσιαστικά ως «μπράβων» που συμμετέχουν έναντι ανταλλαγμάτων στα παράνομα pushback, όπως είθισται να λέγονται. Καταγγέλλει επίσης τις πρακτικές βίας στον ισπανικό θύλακα Μελίγια απέναντι σε πρόσφυγες που προσπαθούν να φτάσουν στην Ευρώπη από την Αφρική.

«Οι εικόνες τρόμου και οι ειδήσεις που φτάνουν αυτές τις μέρες από τα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ είναι δύσκολα διαχειρίσιμες. Με λυπούν βαθιά. Οι κοινές αξίες μας, ο ανθρωπισμός και τα ανθρώπινα δικαιώματα ισχύουν και στα σύνορά μας #Μelilla #Evros» ανέφερε χαρακτηριστικά στην πρώτη της ανάρτηση, με hashtags που εμμέσως πλην σαφώς  στέλνουν μηνύματα προς πάσα κατεύθυνση.

Και συνεχίζει με δεύτερη σχετική ανάρτηση, σημειώνοντας:  «Τα γεγονότα και οι καταγγελίες πρέπει να διερευνηθούν πλήρως.Δεν πρέπει να επαναληφθούν. Ο ανθρώπινος πόνος μάς υπενθυμίζει ότι έχουμε ακόμη πολύ δρόμο να διανύσουμε στην #ΕΕ αναφορικά με την πολιτική μετανάστευσης και ασύλου».

Σύντομα δεν άργησαν να έρθουν και αντιδράσεις μέσω twitter και από άλλους Γερμανούς βουλευτές, όπως τον βουλευτή του SPD Xακάν Ντεμίρ. Όπως αναφέρει σε ανάρτησή του: «Η ελληνική αστυνομία χρησιμοποιεί προφανώς πρόσφυγες για να απωθήσει άλλους πρόσφυγες. Προς υπενθύμιση αυτό συμβαίνει στην Ευρώπη. Αυτό το οποίο η Ευρώπη κατηγορεί άλλους ότι κάνουν, το κάνει και η ίδια. ‘Εργαλειοποιεί’ τους μετανάστες σε ένα άλλο επίπεδο κι αυτό είναι αδιανότητο».

Και ο ευρωβουλευτής των Πρασίνων Έρικ Μάρκαρντ, που έχει ασχοληθεί ενεργά με το προσφυγικό στη Λέσβο αντέδρασε με ένα αιχμηρό σχόλιο βάλλοντας προς την κατεύθυνση της επικεφαλής της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν: «Αποδεικνύεται ότι η ελληνική αστυνομία στηρίζει εμφανώς τους διακινητές. Όποιος πληρώσει μπορεί να συνεχίσει. Όσοι δεν πληρώνουν πέφτουν θύματα κακομεταχείρισης. Σπουδαία  ‚νέα αρχή στο μεταναστευτικό‘, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. Η γερμανική κυβέρνηση οφείλει να βρει ξεκάθαρα λόγια, εκεί όπου η Κομισιόν αρνείται να κάνει τη δουλειά της».

Documento Newsletter