Για τον κριτικό θεάτρου Κώστα Γεωργουσόπουλο και τον στιχουργό Κ. Χ. Μύρη που πέθανε στα 87 του

Θυμάμαι εκείνο το γύρισμα για το ντοκιμαντέρ «Οδύσσειες σωμάτων – Μπαλάντα για τον Νίκο Κούνδουρο». Το ημερολόγιο έδειχνε Τετάρτη 6 Μαΐου του 2009 και τη συγκεκριμένη μέρα είχαμε «κλείσει» να κινηματογραφήσουμε σε φιλμ super 16mm τον Αλέκο Φασιανό, τον Ιάκωβο Καμπανέλλη και τον Κώστα Γεωργουσόπουλο. Πρώτος είχε έρθει στο χώρο του γυρίσματος ο Καμπανέλλης με τον σκηνοθέτη, εμένα δηλαδή, να φτάνω καθυστερημένα στο σετ. «Με συγχωρείτε που άργησα, κύριε Καμπανέλλη» του είπα για να εισπράξω την απάντηση του: «Αυτό, νεαρέ, έπρεπε να σας το πω εγώ»…Και φυσικά είχε δίκιο ο μεγάλος δραματουργός. Ένα κλίμα χαλαρότητας επήλθε όταν εμφανίστηκε ο Γεωργουσόπουλος, που ήταν φίλοι με τον Καμπανέλλη και γνωρίζονταν από τα τελη της δεκαετίας του 1950. Τους παρακολουθούσα να χαιρετιούνται εγκάρδια και να αναπολούν ιστορίες ενόσω στήναμε το επόμενο πλάνο. Εκεί ο Γεωργουσόπουλος με έπιασε και μου είπε με ευγενικό και ταυτόχρονα αυστηρό ύφος: «Ακούστε, επειδή συνήθως κόβονται αυτά που λέω και δεν μου αρέσει, θα ήθελα να μου πείτε πόσο ακριβώς θα πρέπει να μιλήσω στον φακό σας». Με γείωσε απότομα…«Θέλετε την αλήθεια;» απάντησα. «Μόνο ένα λεπτό»! Τραβούσαμε και σε φιλμ, που – ως γνωστόν – κόστιζε πολύ, άρα δεν είχαμε την πολυτέλεια των πολλών λήψεων. «Πολύ ωραία» συνέχισε ο Γεωργουσόπουλος, «πάμε»! Ξεκίνησε να μιλάει για τα «Τραγούδια της φωτιάς», το μοναδικό μουσικό ντοκιμαντέρ του Κούνδουρου, μέσα στο οποίο είχε καταγραφεί το κλίμα των συναυλιών της Μεταπολίτευσης. Ακριβώς στα 58 δευτερόλεπτα (!) ο Γεωργουσόπουλος είχε ολοκληρώσει την πρόζα του επί τόπου, χωρίς να κοιτάξει κάποιο χαρτί με σημειώσεις ή να ξαναπάμε το πλάνο. Αυτή του η οικονομία μπροστά στο φακό ήταν ένα κανονικό μάθημα τηλεόρασης, καθώς μας φανέρωσε την εξοικείωση του με το μέσο, όσο και με τον λόγο γενικότερα. Εννοοείται πως μες στο ντοκιμαντέρ κρατήθηκαν και τα 58 δευτερόλεπτα της μαρτυρίας του, όπως του είχα υποσχεθεί.

Αντώνης Μποσκοΐτης – Κώστας Γεωργουσόπουλος (2009)

 

Ο Γεωργουσόπουλος υπήρξε μεγάλος γνώστης του ελληνικού θεάτρου, αλλά για το ξένο ρεπερτόριο και δη το σύγχρονο δεν ενδιαφερόταν ιδιαιτέρως. Ήταν κάτι που μου’χε πει ο ίδιος, αφού πίστευε πως μετά από πολλά χρόνια, όταν εκείνος δεν θα’ναι στη ζωή, «τότε θα δούμε τι άξιζε για να μείνει απ’ όλα αυτά τα σύγχρονα νευρωτικά αγγλοσαξονικά έργα». Δικά του λόγια. Παρότι ήταν δάσκαλος στον τομέα του κι αυτό δεν αμφισβητείται από κανέναν, για ένα φεγγάρι υπήρξε ο φόβος και ο τρόμος των εκάστοτε σκηνοθετών της Επιδαύρου. Οι κριτικές επιφυλλίδες του στα ΝΕΑ ήταν στολισμένες με εμπάθεια, αλλά και με ένα βιτριολικό χιούμορ. Τόσο βιτριολικό ορισμένες φορές, που ακόμη και να συμφωνούσες, δεν μπορούσες εύκολα να ταυτιστείς με την άποψη του. «Η Φτερού στην Επίδαυρο» είχε γράψει για την παράσταση «Βάτρα-X» του Δημήτρη Λιγνάδη, ενώ για ένα άλλο έργο, το «Ο Χριστός πάσχων» σε σκηνοθεσία Σταύρου Τσακίρη στο Εθνικό είχε τίτλο στην κριτική του: «Ο Χριστός πάσχων σε…τσακίρ κέφι». Του άρεσε να κάνει λογοπαίγνια με τα ονόματα των σκηνοθετών που έμπαιναν στο στόχαστρό του κι έτσι, αμέσως μετά το «στόλισμα» του στον Τσακίρη, είχε πει ο σκηνοθέτης Χαραλάμπους, του οποίου η παράσταση θ’ ακολουθούσε: «Ευτυχώς με το δικό μου όνομα δεν θα μπορεί να σκεφτεί κάτι». Κι όμως! Βγαίνουν τα ΝΕΑ και ο τίτλος της κριτικής του Γεωργουσόπουλου ήταν ο εξής: «Κλαύτα…Χαραλάμπους». Μετά απ’ όλα αυτά πώς να μη γινόταν αντιπαθής από το σινάφι ένας τέτοιος κριτικός; Το παράδοξο είναι πως ενώ ένας βαθύς γνώστης του θεάτρου, όπως είπαμε, δύσκολα χαριζόταν στους νέους καινοτόμους σκηνοθέτες, στο κοντινό παρελθόν είχε πλέξει το εγκώμιο του Μάρκου Σεφερλή. «Πρόκληση για την πρόκληση;» θα αναρωτιόταν κανείς κι εγώ λέω τώρα είχε καμία ανάγκη ο Γεωργουσόπουλος να εκθειάσει όλη τη γκλαμουράτη υποκουλτούρα; Αυτός ήταν ο μοναδικός λόγος που ενώ με είχε τιμήσει με το να συμμετάσχει σε ταινία μου κι είχαμε έτσι μια μικρή συνεργασία, δεν ξαναμιλήσαμε ποτέ. Τέλος πάντων, ο αποθανών δεδικαίωται και μένα ουδέποτε μου άρεσαν οι «αγιοποιήσεις».

Κώστας Γεωργουσόπουλος – Ιάκωβος Καμπανέλλης στα γυρίσματα του ντοκιμαντέρ «Οδύσσειες σωμάτων – Μπαλάντα για τον Νίκο Κούνδουρο» (2010)

 

Από το 1971 και την έκδοση της πρώτης ποιητικής συλλογής του, ο Γεωργουσόπουλος είχε ήδη υιοθετήσει το φιλολογικό ψευδώνυμο «Κ. Χ Μύρης». Ως Κ. Χ. Μύρης υπόγραψε τις μεταφράσεις του σε έργα αρχαίου δράματος – πολύ σπουδαίες μεταφράσεις οι περισσότερες – και κύκλους τραγουδιών σε συνεργασία με Έλληνες συνθέτες που έγραψαν ιστορία. Στο τραγούδι, ωστόσο, είχε εμφανιστεί ως στιχουργός με το αληθινό του ονοματεπώνυμο μερικά χρόνια πριν. Το 1964 παραδίδει στίχους στον Γιάννη Μαρκόπουλο για την «Ξαστεριά», ένα τραγούδι σε δίσκο 45 στροφών με τη Μαίρη Δαλάκου, ενώ το 1966 συνεργάζεται με τον Γιάννη Σπανό, στο πλαίσιο του Νέου Κύματος, γράφοντας από κοινού δύο τραγούδια που τραγούδησε η Αρλέτα στο πρώτο της προσωπικό άλμπουμ: Το «Κάποιες νύχτες» και το «Δέκα στρατιώτες κι ένας λοχαγός».

Μάλιστα, το ένα απ’ αυτά τα δύο τραγούδια, ξεκάθαρα αντιμιλιταριστικής λογικής, είχε υποστεί την κρατική λογοκρισία της εποχής εξ αιτίας του στίχου του: «Κάποιες νύχτες το φεγγάρι στέκεται στις φυλακές», μια θεματική παρεμφερής με το περίφημο «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι» του Απόστολου Καλδάρα. Το 1970 τον βλέπουμε να υπογράφει ως Κ. Χ. Μύρης τα τραγούδια του «Χρονικού» του Γιάννη Μαρκόπουλου με ερμηνευτές τον Νίκο Ξυλούρη και τη Μαρία Δημητριάδη.

Το εξώφυλλο του δίσκου «Χρονικό» (1970) σε μουσική Γιάννη Μαρκόπουλου

 

Στον εν λόγω δίσκο βρισκόταν και το τραγούδι «Καφενείον η Ελλάς» που έμελλε να ταυτιστεί με την ερμηνεία της Μελίνας Μερκούρη. Ακολουθεί ακόμη ένας κλασικός δίσκος με τον Γιάννη Μαρκόπουλο, η «Ιθαγένεια» του 1972, που σήμερα θεωρείται ευαγγέλιο της γενιάς του Πολυτεχνείου. Και δικαίως, αφού μέσα στην «Ιθαγένεια» ο Νίκος Ξυλούρης τραγούδησε για πρώτη φορά τα περίφημα «Χίλια μύρια κύματα», «Γεννήθηκα» και «Παλικαρού – Παλικαρού» πάντα σε στίχους του Κώστα Γεωργουσόπουλου/ Κ. Χ. Μύρη. Την ίδια χρονιά γράφτηκαν και τα τραγούδια της «Μεγάλης Αγρυπνίας», αν και ο δίσκος κυκλοφόρησε στη Μεταπολίτευση το 1975. Η Ελένη Καραΐνδρου μελοποίησε τα ποιήματα του Μύρη και τα τραγούδια ηχογραφήθηκαν στο στούντιο «Apple» του Λονδίνου με την εξόριστη τότε Μαρία Φαραντούρη. Δίσκος αναφοράς κι αυτός τόσο στην εργογραφία της σπουδαίας κινηματογραφικής συνθέτριας, όσο και του στιχουργού Κ. Χ. Μύρη και της κορυφαίας ερμηνεύτριας. Με τον Γιάννη Μαρκόπουλο ο Μύρης θα συνεργαστεί για μία ακόμη φορά στις «Σειρήνες» του 1983, έναν απ’ τους πιο ενδιαφέροντες και παραγνωρισμένους δίσκους του συνθέτη, με ερμηνευτές τον Θεόδωρο Βασιλικό, τον Ηλία Κλωναρίδη, τη Βασιλική Λαβίνα, τον Βασίλη Σκουλά, αλλά και τους παλιούς ρεμπέτες Τάκη Μπίνη και Οδυσσέα Μοσχονά. Πριν απ’ αυτή τη δουλειά, στο άλμπουμ «Ατρείδες» του 1980 ο Γιάννης Ζουγανέλης είχε μελοποιήσει χορικά από αρχαίες τραγωδίες των Σοφοκλή, Ευριπίδη και Αισχύλου, που είχαν θέμα τον μύθο του Οίκου των Ατρειδών, στη μετάφραση του Μύρη με τη φωνή του Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Πολλά χρόνια αργότερα, το 2013, ο Γεωργουσόπουλος θα υπόγραφε ως Κ. Χ. Μύρης κι έναν άλλο κύκλο τραγουδιών του Ζουγανέλη, το «Ντίλερ, Κίλλερ και ΣΙΑ», με ερμηνευτές μεταξύ άλλων τον Λάκη Λαζόπουλο, τον Νίκο Ζιώγαλα, τον Λάκη Παπαδόπουλο, τον Σάκη Μπουλά και την Ισιδώρα Σιδέρη. Φυσικά δεν πρέπει να παραλείψουμε και την επόμενη συνεργασία του με την Ελένη Καραΐνδρου, από το 1972 και μετά, στο σάουντρακ της ταινίας του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Το μετέωρο βήμα του πελαργού» (1991). Εκεί η Χάρις Αλεξίου απέδωσε το «Πανσέληνος ο έρωτας» των Μύρη/ Καραΐνδρου, ένα αριστουργηματικό τραγούδι.

Επίσης, χορικά στη μετάφραση του, μελοποίησε ο Βασίλης Δημητρίου για τις «Εκκλησιάζουσες» του Αριστοφάνη, ενώ ιδιαίτερης σημασίας χρήζει κι ένα διπλό CD που είχε βγει το 2007 με την υποστήριξη της Γενικής Γραμματείας Νέας Γενιάς. Είχε τίτλο «Χορικά» και περιείχε μελοποιήσεις τεσσάρων συνθετών (Σταμάτης Κραουνάκης, Ευανθία Ρεμπούτσικα, Παναγιώτης Καλαντζόπουλος, Κώστας Λειβαδάς) σε στίχους του Κ. Χ. Μύρη από έργα των Αριστοφάνη, Σοφοκλή, Αισχύλου και Ευριπίδη.
Ο Γεωργουσόπουλος ήταν ένας δραστήριος και πολυγραφότατος συγγραφέας, ποιητής, κριτικός και δημοσιογράφος. Μέχρι το τέλος, λίγο πριν καταπέσει με την υγεία του, όλο και σε κάνα θέατρο, σε καμιά πρεμιέρα, μπορούσες να τον πετύχεις. Η απώλεια είναι μεγάλη για τα ελληνικά γράμματα. Ευτυχώς το έργο του, οι μεταφράσεις και τα τραγούδια του, ακόμη και κάποιες κριτικές του, θα είναι πάντα εδώ να μας θυμίζουν άλλον έναν εκπρόσωπο της «παλιάς Ελλάδας» που έκλεισε τον βιολογικό κύκλο του και μας αποχαιρέτισε ξημερώματα Σαββάτου 7 Δεκεμβρίου του 2024 σε ηλικία 87 ετών.