«Όπως ο χορός με ξυλοπάπουτσα, έτσι και η τέχνη της ανάλυσης λογοτεχνικών έργων πνέει τα λοίσθια. Μια ολόκληρη παράδοση, εκείνη που ο Νίτσε ονόμαζε “αργή ανάγνωση”, κινδυνεύει να χαθεί χωρίς να αφήσει ίχνη» αναφέρει ο Τέρι Ίγκλτον, καθηγητής Αγγλικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Λάνκαστερ στο βιβλίο «Πώς να διαβάζουμε λογοτεχνία» (εκδ. Πεδίο, μτφρ. Μυρσίνη Γκανά). Τι είναι αυτό που κάνει τα «Ανεμοδαρμένα Ύψη» σπουδαία λογοτεχνία; Τι ρόλο παίζει το στόρι και πώς μπορούν να αναλυθούν οι τεχνικές με τις οποίες χτίζονται οι χαρακτήρες; Τι εξυπηρετεί ο αφηγητής, τίνος είναι η φωνή που «ακούγεται» και γιατί θα πρέπει ο αναγνώστης να τον εμπιστευτεί;
Όπως σημειώνει ο Ίγκλτον, τα λογοτεχνικά έργα είναι τόσο έργα ρητορικής όσο και δελτία αναφοράς και απαιτούν προσεκτική ανάγνωση στην οποία ο απαιτητικός αναγνώστης καλείται να εξετάσει τα πάντα: από τη γραμματική και τη σύνταξη μέχρι τον τόνο και τη διάθεση, τις παρηχήσεις που μπορεί να σηματοδοτούν κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό που δηλώνεται. Ο Βρετανός κριτικός λογοτεχνίας, με βασικές αφηγηματικές αρετές την αμεσότητα και το χιούμορ, ανατρέχει στα σημαντικότερα αγγλόφωνα λογοτεχνικά έργα της βικτωριανής περιόδου και του 20ού αιώνα, εστιάζοντας σε σημεία τα οποία προσφέρουν εργαλεία για την αποκωδικοποίησή τους.
Έτσι, εντοπίζει πως ο «Μάκβεθ» είναι στο σύνολό του γεμάτος ερωτήματα, εστιάζει στο αντιαποικιοκρατικό πνεύμα του Ε.Μ. Φόρστερ και στην ιρλανδικότητα του Μπέκετ, τονίζει πως η ειρωνεία της Τζέιν Όστεν μπορεί να είναι πικρή και αιχμηρή όπως μερικές από τις ηθικές κρίσεις της, αναλύει τα παιχνίδια που παίζουν οι ρηματικοί χρόνοι στην ποίηση της Έμιλι Ντίκινσον, αναφέρεται στη γλώσσα του Ρόμπερτ Λόουελ η οποία απεικονίζει το ωμό φυσικό περιβάλλον που περιγράφει. «Ένας ποιητής είναι σε θέση να συνθέσει έναν αυθεντικό θρήνο χωρίς να αισθάνεται στο ελάχιστο θλιμμένος, όπως ακριβώς μπορεί να γράψει για τον έρωτα χωρίς να αισθάνεται στο ελάχιστο ερωτευμένος» σημειώνει ο Ίγκλτον για την ποίηση του Μίλτον.
«Ένας από τους πιο συνηθισμένους τρόπους να παραβλέπουμε τη “λογοτεχνικότητα” ενός θεατρικού έργου ή μυθιστορήματος είναι να αντιμετωπίζουμε τους χαρακτήρες του σαν να ήταν πραγματικοί άνθρωποι. Από μια άποψη, φυσικά, είναι σχεδόν αδύνατο να αποφύγουμε κάτι τέτοιο. Περιγράφοντας τον Ληρ ως τραμπούκο, οξύθυμο και φαντασμένο, αναπόφευκτα τον κάνουμε να μοιάζει με κάποιον σύγχρονο μεγιστάνα του Τύπου» αναφέρεται στο κεφάλαιο που αφορά τον τρόπο που χτίζεται ένας λογοτεχνικός χαρακτήρας. Ο Ίγκλτον γνωρίζει τόσο καλά το αντικείμενο μελέτης του ώστε δίνει την αίσθηση πως περιδιαβαίνει με ευκολία τον κήπο της υψηλής λογοτεχνίας και επιστρέφει γεμάτος σκέψεις οι οποίες ανθούν μέσα από τη μοιρασιά τους με τους αναγνώστες.