Η πρώτη επαφή και η σχέση ζωής του Μάρκου Βαμβακάρη με το μπουζούκι, με αφορμή την 115η επέτειο από τη γέννησή του.
«Εγεννήθηκα
στην πρωτεύουσα των Κυκλάδων, την ωραία
Σύρα και συγκεκριμένα σε μια φτωχική
συνοικία της Άνω Χωρας ονομαζόμενη
Σκαλί, το έτος 1905, στις 10 Μαΐου ημέρα
Τετάρτη και ώρα Τρίτη πρωινή, από γονείς
πάμπτωχους». Η ζωή του Μάρκου Βαμβακάρη
δεν ήταν εύκολη. Τα παιδικά του χρόνια
τα πέρασε όλη
μέρα στη δουλειά και το βράδυ σπίτι με
ξύλο και βρισιές,
όπως
έλεγε χαρακτηριστικά. Ήταν ο μεγαλύτερος
από τα άλλα πέντε αδέρφια του. Παιδί
ακόμη δούλεψε σε κλωστήριο, έπειτα τον
στείλανε παραγιό σε έναν μπακάλη ξάδερφο
της μητέρας του, λίγο μετά έγινε χασαπάκι
και λίγο προτού φύγει από τη Σύρα
εφημεριδοπώλης.
Με
τον πατέρα του που ήταν καρβουνιάρης
και στη συνέχεια κέρδιζε τα προς το ζην
από την καλαθοπλεκτική, πήγαιναν τις
ημέρες της Αποκριάς στις ταβέρνες της
Ερμούπολης και έπαιζαν μουσική. Ο
Δομένικος γκάιντα και ο εξάχρονος Μάρκος
τούμπανο όπως έλεγε, το οποίο ήταν
φτιαγμένο από πετσί σκύλου. Οι πρώτες
μουσικές που άκουσε ήταν από τα
πανηγύρια, τους γάμους, τα βαφτίσια, τις
λειτουργίες στις εκκλησίες, τα γραμμόφωνα,
τις λατέρνες.
Ο
παππούς του που δεν πρόλαβε να γνωρίσει
έγραφε τραγούδια και ο θείος του έπαιζε
γκάιντα σαν τον πατέρα του. Κάποιες
φορές ο πατέρας του έπαιζε μπουζούκι
στο σπίτι, ενώ στη
μετέπειτα πορεία του μεγάλη επίδραση
είχαν οι παλιοί μπουζουξήδες του νησιού:
ο Μανολάκης ο Τρεισήμιση απ’ την Άνω
Χώρα, ο Στραβογιώργης ο αόματος, ο
Μαούτσος, ο Αντρικάκης, οι κουρείς Βαφέας
και Καραγιάννης και ο Παγκαλάκης ο
οποίος έπαιζε τζουρά. «Αυτοί παίζανε
μπουζούκια, όχι όπως είναι τα σημερινά,
αλλά τα λεγόμενα τσιβούρια και γόνατα».
Ο
Μάρκος έφυγε από τη Σύρο κακήν κακώς
όταν έριξε κατά λάθος έναν βράχο στη
σκεπή ενός σπιτιού. Ο ίδιος στην
αυτοβιογραφία του λέει ότι έφυγε
λαθρεπιβάτης για τον Πειραιά το 1917, στα
12 του χρόνια, ενώ σε συνέντευξή του στη
Μαργαρίτα Μανασίδου το 1971, λέει ότι
εγκατέλειψε το νησί το 1918. Σύμφωνα με
τον Μάνο Ελευθερίου και τον Αριστομένη
Καλυβιώτη αυτό συνέβη το 1920, όταν ήταν
15 ετών δηλαδή. Στον Πειραιά έμεινε με
μια θεία του και δούλεψε
στο λιμάνι ξεφορτώνοντας κάρβουνα για
τις μαούνες.
Εννέα μήνες μετά η οικογένειά του έφυγε
από τη Σύρο και εγκαταστάθηκαν όλοι
μαζί στα Ταμπούρια.
«Πειραιάς
εδώ. Λιμάνι. Ο κόσμος αλητεμένος. Τα
παιδιά άλλος έπαιζε χαρτιά, άλλος γύριζε
στις γυναίκες, άλλος κάπνιζε.
Αρχίνησα και ’γω να καπνίζω στου Φωκά.
Τότες ο κόσμος, χωρίς εμπόδιο από κανέναν,
τρεις μέρες κράτηση μοναχά για όποιον
πιάνανε να φουμάρει, κάπνιζε χασίσι
εύκολα, χωρίς να νιώθει πως τον πειράζει.
Το χασίσι ερχόταν από την Τουρκία
λαθραίο. Υπήρχε και στην Ελλάδα, κατώτερης
ποιότητος. Όσοι εργαζόντουσαν στα
λιμάνια απόκτησαν τη συνήθεια και τη
διέδωσαν στους χαμάληδες, απλούς εργάτες,
και σ’ όποιον αποζητούσε να ξεχνά».
Όταν
έφυγε από τα καρβουνιάρικα άρχισε να
δουλεύει στα σφαγεία του Πειραιά ως
εκδορέας. Εκεί γνώρισε τη ζωή του εργάτη,
αγάπησε και παντρεύτηκε, κόλλησε στο
χασίσι, αλλά «το πιο σπουδαίο απ’ όλα»
όπως έλεγε ήταν ότι ξεμυαλίστηκε με το
μπουζούκι. Ο πατέρας του είχε στη Σύρα
έναν φίλο ψαρά, τον Νίκο
τον Αϊβαλιώτη,
ο οποίος έκανε κάποιο έγκλημα και πέρασε
δέκα χρόνια στις φυλακές του Ναυπλίου.
Όταν αποφυλακίστηκε πήγε και βρήκε την
οικογένεια Βαμβακάρη στον Πειραιά, τέλη
1924 αρχές ’25, λίγο προτού ο Μάρκος πάει
στρατιώτης.
https://www.youtube.com/watch?v=pYZsBp0fgyM
Τη
νύχτα που ο Αϊβαλιώτης τους επισκέφτηκε
με το μπουζούκι του και τον άκουσε να
παίζει άλλαξε το μέσα του. Έδωσε όρκο
ότι αν
δεν μάθαινε να παίζει θα έκοβε τα χέρια
του με την τσατίρα, τη μεγάλη μαχαίρα,
που είχε στο κρεοπωλείο. «Λογάριασα τον
όρκο μου ιερό και απαράγραπτο. Τέτοιο
πράμα, τέτοιο όργανο είναι, είπα από
μέσα μου, αυτό το μπουζούκι». Κι αρχινάει
το μαρτύριο της οικογένειάς μου. Σταμάτησα
τότες κάθε δουλειά. Αν και δούλευα τότε
εκδορεύς στα σφαγεία του Πειραιώς, δεν
επήγαινα για δουλειά, ούτε τίποτες.
Τίποτες. Η δουλειά μου ήτανε μόνο το
μπουζούκι και το χασίσι. Και
έκτοτε με αιχμαλώτισε αυτό το όργανο.
Τίποτε άλλο δεν ήταν για μένα στον
κόσμο».
Έξι
μήνες του πήρε να μάθει να παίζει, στην
αρχή στο μπουζούκι του πατέρα του, που
ακόμη δεν ήξερε να κουρδίζει. Μετά
έφτιαξε το δικό του, με έξι χορδές αλλά
όχι με κλειδιά, με ξύλα στριφτάρια
παλαιού τύπου. Όπως χαρακτηριστικά
έλεγε κανένας δεν του έκανε μαθήματα
στο μπουζούκι. Για εκείνον το
μόνο σχολείο ήταν ο τεκές. Έπαιζε στα
πατήματα των παλιών.
Δεν έπαιζε όμως μόνο στους τεκέδες. Όταν
πήγαινε στα σφαγεία καθόταν σε μια γωνιά
με το μπουζούκι του την ώρα που οι
υπόλοιποι εκδορείς έκαναν τη δουλειά
τους κι έπαιζε. Δεν άντεχε να κερδίζει
το ψωμί του με το αίμα και τον πόνο των
ζώων. Κάθε μέρα παρακαλούσε τον θεό να
του βρει άλλη δουλειά. «Δεν
εγεννήθηκα κακός ούτε σκέφτηκα ποτές
μου να φχαριστηθώ άμα λυπηθεί ο άλλος.
Δεν εγεννήθηκα κακός, ούτε για να ζήσω
τη ζωή μου όπως την έζησα». Το μπουζούκι,
οι γυναίκες και το χασίσι όπως έλεγε
ήταν τα μόνα του εγκλήματα για τα οποία
τον κυνηγούσε και η αστυνομία. Εκεί
έβρισκε παρηγοριά.
Μπουζούκι
μου διπλόχορδο, μπουζούκι μου καημένο
μονάχα
συ παρηγορείς κάθε φαρμακωμένο
Το
ντέρτι πού ’χω στην καρδιά το ξέρεις
και λυπάσαι
πριν
να με κάψεις άπιστη ποιος ήμουν το
θυμάσαι.
Τώρα
με αποστρέφονται, με λένε αλανιάρη
τι
θέλω τέτοια μια ζωή ο χάρος να με πάρει.
Μπουζούκι
μου διπλόχορδο εσύ μονάχα μένεις
την
πικραμένη μου ζωή να μου την εγλυκαίνεις
Ο
Μάρκος έκανε στο μπουζούκι κουρδίσματα
ντουζένια
δηλαδή αυτά
που ενώ παίζει ένα μπουζούκι σου δίνεται
η αίσθηση ότι ακούς περισσότερα. Αυτά
τα είχε δει από τους παλιούς μπουζουξήδες
που έπαιζαν με όργανα που δεν είχαν
κλειδιά αλλά στριφτάρια από ξύλο. Τα
ντουζένια στα τέλη της δεκαετίας του
’60, εκτός από τον Μάρκο, τα ήξερε ο
αδερφός του που ήταν στην Αμερική, οι
γιοι του Στέλιος και Δομένικος και ο
Κερομύτης που του τα είχε μάθει ο πατέρας
του.
«Το
μπουζούκι και τα ταξίμια του και τα
μυστήριά του, αυτά δεν είναι πράγματα
που τα ξέρει ο καθένας. […] Δεν
μπορεί να το καταπιαστεί έτσι εύκολα ο
τυχών.
Εγώ τα έμαθα όλα αυτά από τους παλιούς,
σιγά σιγά, στους τεκέδες και δω και κει,
επειδή είχα πολύ μεράκι κι όλο μ’ αυτό
το μπουζούκι είχα να κάνω. Είπαμε, γι’
αυτό το όργανο θυσίασα το παν. Με κυρίεψε.
Όμως και μ’ ανέβασε πολύ ψηλά».
Πηγές
«Μάρκος
Βαμβακάρης – Αυτοβιογραφία», της
Αγγελικής Βέλλου-Κάιλ, εκδόσεις Παπαζήση
«Μαύρα
μάτια – Ο Μάρκος Βαμβακάρης και η συριανή
κοινωνία στα χρόνια 1905 – 1920», του Μάνου
Ελευθερίου, εκδόσεις Μεταίχμιο
«Μ’
αρέσουν οι καρδιές σαν τη δική μου, Μάρκος
Βαμβακάρης 1905-1972»,
ντοκιμαντέρ σε σενάριο Γιώργου Ζέρβα
και Βαγγέλη Παπαδάκη και σκηνοθεσία
Γιώργου Ζέρβα
Διαβάστε επίσης
https://www.documentonews.gr/article/stelios-bambakarhs-oi-penies-moy-einai-ta-mployz-ths-b-peiraiws