Ας φανταστούμε εάν πριν μετρικά χρόνια, τότε που υπήρχε το πρόβλημα με τον κορεσμό της Εθνικής Βιβλιοθήκης, να μάς κυβερνούσε κάποιος που δεν ζει ούτε περπατάει στην Αθήνα αλλά αγαπάει τα βιβλία και έχει μεγάλη ιδιωτική βιβλιοθήκη.
Ας φανταστούμε ότι αυτός ο κυβερνήτης είχε όραμα να επεκτείνει το κτίριο της Βιβλιοθήκης προς την Πανεπιστημίου, καταστρέφοντας τον ελεύθερο χώρο και εμποδίζοντας τη θέαση του ιστορικού κτιρίου από το δρόμο. Ας φανταστούμε το όραμα να περιελάμβανε και υπόγεια σύνδεση της Βιβλιοθήκης με κάποιο έρημο κτίριο απέναντι. Και ας φανταστούμε, τέλος, τα δημοφιλή πληκτρολόγια να αρθρογραφούν υπέρ της μεγαλειότητας του οράματος.
Ε, λοιπόν, αυτό που τώρα φαίνεται όχι ιδιαίτερα σοβαρό και όχι ιδιαίτερα ευφυές, είναι ίδιο με αυτό που επιχειρείται να γίνει στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
Ευτυχώς, για τη Βιβλιοθήκη επιλέχθηκε το προφανές: μετεγκατάσταση σε νέο, σύγχρονο κτίριο.
Για το Μουσείο, προς το παρόν, γίνεται προσπάθεια να υλοποιηθεί το όραμα του ζεύγους Μητσοτάκη-Γκραμπόφσκι.
Ένα μέρος του οράματος σκόνταψε στους αγωγούς αποχέτευσης της Πατησίων, σκόνταψε στο άστοχο της μετατροπής ενός ξενοδοχείου σε μουσείο αρχαιοτήτων, σκόνταψε και στο (ενδεχομένως και κυριολεκτικά) ανεδαφικό της κατασκευής σήραγγας κάθετα στην Πατησίων, για την κατασκευή της οποίας θα έπρεπε να διακοπεί η κυκλοφορία μερικούς μήνες. Ας τα αποδώσουμε όλα αυτά σε σχετική απειρία των οραματιστών.
Παρ’ όλα αυτά, το εναπομείναν όραμα φαίνεται ότι είναι αρκετά ισχυρό ώστε να χρεώσει τους Έλληνες μερικές εκατοντάδες εκατομμύρια (500;), να ταλαιπωρήσει τους Αθηναίους 4-5 χρόνια για τις εργασίες κατασκευής και να διαγράψει από τη δημόσια εικόνα ένα από τα σημαντικότερα κτίρια της Αθήνας. (Ας θυμηθούμε το θόρυβο που ξέσπασε πρόσφατα, όταν ένα νέο κτίριο έκρυβε την Ακρόπολη από κάποιο ρετιρέ). Επιπρόσθετα, η ζωή όσων κινούνται στην ευρύτερη περιοχή θα χειροτερεύσει. Γιατί, είναι μεν εντυπωσιακές οι εικόνες που παρουσιάστηκαν, λείπουν όμως τα τουριστικά λεωφορεία, τα ταξί, τα τρόλεϊ και η κλούβα των ΜΑΤ.
Σε ανταπόδοση, το όραμα προσφέρει στους Αθηναίους κήπους σε στυλ Βαβυλώνας.
Η αρχιτεκτονική μελέτη που επιλέχθηκε υποστηρίζει σωστά το όραμα γιατί αυτή είναι η αποστολή της. Το πρόβλημα είναι με το όραμα, όχι με τη μελέτη που το υλοποιεί.
Γιατί στα οράματα δεν υπάρχουν υγρασίες ούτε πλημμύρες. Και είναι βέβαιο ότι κάποια στιγμή (μπορεί και από την πρώτη εβδομάδα μετά τα εγκαίνια, εάν γίνουν) θα υπάρξουν υγρασίες στις οροφές από τα δασώδη δώματα και θα εκτίθενται μαζί με τις αρχαιότητες και οι γνωστές κίτρινες πινακίδες «προσοχή, υγρό δάπεδο». Και ασφαλώς, κάποια στιγμή θα υπάρξει και μια πλημμύρα στα υπόγεια που θα καταστρέψει αυτά που υποτίθεται θέλουμε να διαφυλάξουμε με τη μέγιστη δυνατή προστασία.
Εάν δεν προκριθεί πρόταση μετεγκατάστασης και κατασκευής νέου κτιρίου, τότε νομίζω ότι η συνένωση με κάποια από τα κτίρια του ΕΜΠ είναι μονόδρομος. Με αυτόν τον τρόπο και νέοι εκθεσιακοί χώροι θα υπάρξουν (στα κτίρια Αβέρωφ, Γκίνη, σε τμήμα του κτιρίου Τοσίτσα και στα κτίρια της Πρυτανείας και της Καλών Τεχνών) αλλά και οι υπαίθριοι χώροι μπορούν να αυξηθούν εάν κατεδαφιστούν τα κτίρια που δεν θα χρησιμοποιηθούν (ενδεχομένως και η ανατολική προσθήκη του Μουσείου). Η σύνδεση με το υπάρχον κτίριο του Μουσείου θα είναι επίγεια, με ένα «λαιμό», αποφεύγοντας το ρίσκο των εκσκαφών. Δηλαδή τα δύο οικοδομικά τετράγωνα και ο μεταξύ τους πεζόδρομος θα αποτελέσουν ένα ενιαίο μουσειακό συγκρότημα, αποκαθιστώντας σε μεγάλο βαθμό την αρχική εικόνα των κτιρίων και αναδεικνύοντας μια δεύτερη νεοκλασική περιοχή, ανάλογη με αυτήν της τριλογίας.
Το Μουσείο, μαζί με το γειτονικό Πολυτεχνείο, είναι κομμάτι της ιστορίας των Αθηνών και είναι άμεσα συνδεδεμένο με τη ζωή στην ευρύτερη περιοχή. Η πρόταση/όραμα που έχει υποβληθεί είναι σε εντελώς λάθος κατεύθυνση και δεν εξυπηρετεί τίποτε πέρα από τη ματαιοδοξία των εμπνευστών της η οποία ματαιοδοξία πιθανολογώ ότι περιλαμβάνει (κατά τη συνήθη πρακτική) και την ονομασία των νέων πτερύγων με τα ονόματα των εμπνευστών.
Ο Δημήτρης Ρέπας είναι αρχιτέκτονας ΕΜΠ