Εχω ασχοληθεί ξανά από αυτό το βήμα και κατά το πρόσφατο παρελθόν με το θέμα της ακρίβειας των τροφίμων και του αφύσικα υψηλού πληθωρισμού τους (τριπλάσιου ή τετραπλάσιου του γενικού δείκτη), λόγω τόσο της θεσμικής μου ιδιότητας όσο και του προσωπικού μου ενδιαφέροντος ως ενεργού πολίτη. Πραγματικά είναι απορίας άξιο το γεγονός ότι οι τιμές των προϊόντων αγροδιατροφής στην εγχώρια λιανική αγορά δεν μειώνονται, σε αντίθεση με τη συνολική πτώση των τιμών των αντίστοιχων αγροτικών εμπορευμάτων στα διεθνή χρηματιστήρια. Πράγματι, μόνο κατά το διάστημα 22 Οκτωβρίου – 22 Νοεμβρίου παρατηρήθηκαν μειώσεις στα περισσότερα βασικά αγαθά διατροφής, όπως το σκληρό στάρι (-5,2%), το κριθάρι (-7%), το ελαιόλαδο (-8%), τα τυροκομικά προϊόντα (-5,9%), τα κοτόπουλα (-1,6%) και το χοιρινό κρέας (-6,8%). Αντίθετα, οι τιμές άλλων βασικών προϊόντων είτε παρέμειναν σταθερές (αγελαδινό γάλα) είτε αυξήθηκαν πολύ λίγο (π.χ. ζάχαρη +0,7%, βόειο κρέας +0,4%). Παράλληλα, έχει πλέον αποδειχθεί ότι τόσο οι παραγωγοί όσο και οι βασικοί μεταποιητές αποκομίζουν μικρό μόνο ποσοστό από την τελική τιμή των προϊόντων που φτάνουν στον καταναλωτή, σε ποσοστό που δεν ξεπερνά το 30-35%.
Μία από τις άμεσες κοινωνικές συνέπειες της ακρίβειας των τροφίμων είναι η δυσχέρεια εξασφάλισης πλήρους πρόσβασης σε αυτά των λεγόμενων ευάλωτων νοικοκυριών, τα οποία πλέον είναι υποχρεωμένα να ξοδεύουν περισσότερο από το 40% του μηνιαίου εισοδήματός τους στα εν λόγω αγαθά. Παρά τις παρεμβάσεις εκ μέρους των συναρμόδιων υπουργείων (π.χ. «καλάθι του νοικοκυριού»), ελάχιστη πρόοδος έχει σημειωθεί, κυρίως λόγω της σε μεγάλο βαθμό εθελοντικής φύσης της συμμετοχής των μεγάλων παραγόντων της εφοδιαστικής αλυσίδας σε αυτές. Χρειάζεται επομένως μια περισσότερο καινοτόμος όσο και ολοκληρωμένη προσέγγιση στην αντιμετώπιση της άνισης πρόσβασης σημαντικού τμήματος του πληθυσμού στα προϊόντα διατροφής. Η προσέγγιση αυτή υποχρεωτικά θα ξεκινήσει από πρωτοβουλίες μη κρατικών φορέων, διαφορετικά είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα «χαθεί» στα γρανάζια της γραφειοκρατίας και των ιεραρχικών αγκυλώσεων που συνήθως χαρακτηρίζουν τη λειτουργία αρκετών δημόσιων οργανισμών.
Η πρόταση δίκαιας πρόσβασης, την οποία παρουσιάζω στη συνέχεια συνοπτικά, περικλείει ένα τετράπτυχο κομβικών δράσεων και συγκεκριμένα: (α) τη συνεργασία, στο πλαίσιο της κοινωνικής επιχειρηματικότητας, μη κερδοσκοπικών φορέων με παραγωγούς και διανομείς για την παροχή τροφίμων σε μειωμένες τιμές σε ευάλωτα νοικοκυριά. Τα τρόφιμα αυτά μπορούν να προέλθουν από μέρος της αδιάθετης παραγωγής, η οποία μπορεί να υπερβεί ακόμη και το 40% για ορισμένα προϊόντα (ανάλογα με τις συνθήκες) και η οποία διαφορετικά οδεύει στη χωματερή, (β) την πρόσληψη ανέργων, σε πρώτη φάση με τον ελάχιστο βασικό μισθό, οι οποίοι θα ασχοληθούν με τη συλλογή, ταξινόμηση και διανομή των τροφίμων ενώ παράλληλα θα υποστηριχθεί η μελλοντική (επαν)ένταξή τους στην αγορά εργασίας μέσω της (δωρεάν, εννοείται) παροχής εξειδικευμένων προγραμμάτων κατάρτισης αλλά και της διασύνδεσής τους με τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις στην προτεινόμενη πρωτοβουλία, (γ) την καθιέρωση ενός συστήματος επιβράβευσης των εμπλεκόμενων παραγωγικών και εμπορικών επιχειρήσεων τόσο ως προς το σκέλος της μείωσης της σπατάλης τροφίμων όσο και ως προς τη συμβολή στη μείωση της ανεργίας και των κοινωνικών ανισοτήτων (οι λεγόμενοι δείκτες επιδόσεων ESG για το περιβάλλον, την κοινωνία και την εταιρική διακυβέρνηση) και (δ) την ανάδειξη ενός διαφορετικού, πλήρως διάφανου μοντέλου διαμόρφωσης τιμών των τροφίμων «από το χωράφι στο ράφι», μέσα από την ολοκληρωμένη ιχνηλάτηση της εφοδιαστικής αλυσίδας και ως προς το αρχικό, ενδιάμεσο και τελικό κόστος – κάτι το οποίο δεν έχει γίνει ποτέ κατά το παρελθόν, είναι όμως εφικτό σε πρότυπα πιλοτικά συστήματα όπως το προτεινόμενο.
Καταλήγοντας, είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι αντίστοιχες πρωτοβουλίες κυκλικής διανομής τροφίμων έχουν δοκιμαστεί με επιτυχία σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες (π.χ. η πρωτοβουλία FoodAct 13 στο Βέλγιο), με βασική προϋπόθεση βιωσιμότητας την επίτευξη αξιόλογου όγκου διανεμόμενων τροφίμων (αρκετά εκατομμύρια τόνους) σε ικανό αριθμό ωφελούμενων (αρκετές χιλιάδες νοικοκυριά) έτσι ώστε σε δεύτερη φάση να προσελκύσει την κρατική χρηματοδότηση, καθώς και ακόμη περισσότερους συμμετέχοντες ιδιωτικούς φορείς, οι οποίοι με αυτό τον τρόπο θα αυξήσουν την αξιολόγησή τους ως προς τις επιδόσεις ESG.