Για τη Μόνικα Βίτι, την ιέρεια του μοντερνισμού

Για τη Μόνικα Βίτι, την ιέρεια του μοντερνισμού
Η Μόνικα Βίτι στο Φεστιβάλ Βενετίας το 1964

Δεν γίνεται να φέρεις στον νου σου κάποια σκηνή ταινίας του Μικελάντζελο Αντονιόνι χωρίς να εμφανίζεται σε αυτήν η Ιταλίδα σταρ (η οποία πέθανε την περασμένη Τετάρτη 2 Φεβρουαρίου σε ηλικία 91 χρόνων). Είναι σχεδόν ιεροσυλία.

Ήταν αυθεντικό είδωλο του µοντερνισµού των 60s, το πρόσωπο της οποίας έγραφε κάθε φορά διαφορετικές «περιπέτειες» στο σινεµά, κυρίως µέσα από τα φιλµ του Αντονιόνι, εµπνέοντας δηµιουργούς και τάσεις στη µόδα, τη µουσική, τη φωτογραφία, την ποπ κουλτούρα των 60s. ∆εν µπορεί όµως να γίνει ουσιαστική αξιολόγηση της επιρροής της Ιταλίδας σταρ στον αναδυόµενο µοντερνισµό της εποχής δίχως την αναγνώριση της καταλυτικής παρέµβασης του Μικελάντζελο Αντονιόνι, ο οποίος στα γήινα χαρακτηριστικά του αυστηρού προσώπου της οραµατίστηκε την επιτοµή της δικής του καλλιτεχνικής έκφρασης.

Κεντρικό σηµείο της έκφρασης αυτής, που για αρκετούς θεωρητικούς του κινηµατογράφου αποτέλεσε πραγµατική επανάσταση (για πολλά χρόνια η «Περιπέτεια» βρισκόταν στην τρίτη θέση των κορυφαίων φιλµ από καταβολής σινεµά, πίσω από τον «Πολίτη Κέιν» και το «Θωρηκτό Ποτέµκιν»), είναι η θέση και κυρίως το βλέµµα της γυναίκας. Η γυναίκα στο φιλµικό σύµπαν του Αντονιόνι παύει να είναι έπαθλο και πλέον διεκδικεί το δικό της µερίδιο στο κυνήγι της καταξίωσης. Είναι η γυναίκα της νέας εποχής που κουράστηκε να υποχωρεί και πλέον περνά στην αντεπίθεση. Η γυναίκα, τέλος, η οποία πίσω από την ανέκφραστη στάση της κρύβει έναν πολύπλοκο µηχανισµό σκέψης. Ιδανικότερη για να ενσαρκώσει όλες τις παραπάνω πλευρές ήταν η Μόνικα Βίτι, µούσα και συνοδοιπόρος του Αντονιόνι για σχεδόν µια δεκαετία.

Με τον Αλμπέρτο Σόρντι στην πρεμιέρα της ταινίας «Amore mio, aiutami» (Οκτώβριος 1969)

Το νόηµα των καρέ και το little black dress

Στην τριλογία της αποξένωσης («Περιπέτεια», «Νύχτα», «Εκλειψη») ο Αντονιόνι σχολίασε –αν δεν προφήτεψε– το µέλλον µιας κοινωνίας χωρίς αισθήµατα, τα µέλη της οποίας προσπαθούν να κρατηθούν µακριά από το αγριεµένο πλήθος. Η Μόνικα Βίτι σε µια εξαιρετικά προσεγµένη και φωτογενή αντίστιξη µε τη «βασίλισσα των πάγων» Κατρίν Ντενέβ προσθέτει στην παγερή σεξουαλικότητά της αισθηµατική σαγήνη και το δισδιάστατο στερεότυπο µιας αινιγµατικής γυναίκας που κρύβει πολλά παραπάνω απ’ όσα δείχνει σε µια επιπόλαια πρώτη µατιά.

Σε αντίθεση µε την Ντενέβ που σε αρκετές ταινίες του Μπουνιουέλ ή του Πολάνσκι δείχνει «νεκρή», η Μόνικα Βίτι αναδίδει µια τροµακτική λαχτάρα για ζωή. Θυµίζει ένα ηφαίστειο όχι απλώς ζωντανό, αλλά και έτοιµο να εκραγεί. Η φαινοµενική αδράνειά της έκανε πολλούς µελετητές του σινεµά να καταχραστούν τη λέξη «ψυχρότητα» δίπλα σε κάθε εµφάνισή της. Στην πραγµατικότητα η παρουσία της στο σινεµά ήταν συνώνυµη της ανυπέρβλητης ζωντάνιας. Είτε στεκόταν ακίνητη είτε απλώς έβγαζε τα τακούνια της, αρκούσε για να µαγνητίσει τα βλέµµατα όλων. Ο Αντονιόνι πρώτος από όλους διέκρινε το ακαταµάχητο στιλ της και της δώρισε ατέλειωτα τοπία ανοµολόγητων παθών και απαγορευµένων µυστικών για να ξεδιπλώσει την ανησυχαστική γοητεία της.

Η επιτομή του στιλ στη «Modesty Blaise»

Οι fashion stylists και οι φωτογράφοι της δεκαετίας του ’60 λάτρεψαν κάθε γωνιά του προσώπου της, παρότι εκείνη αρνιόταν πεισµατικά να φωτογραφηθεί προφίλ εξαιτίας της µεγάλης της µύτης. Τα σαρκώδη χείλη, η πυκνή φωλιά των ξανθών µαλλιών της, το φλογερό, όλο υποσχέσεις βλέµµα της συµπλήρωναν ιδανικά το µυστηριώδες σκηνικό των βραχωδών ακτών της «Περιπέτειας» ή την απειλητική απεραντοσύνη της «Κόκκινης ερήµου». Ακόµη και ως µελαχρινή δευτεραγωνίστρια, φορώντας ένα απλό µαύρο φόρεµα στη «Νύχτα», δείχνει πόσο εύκολα µπορεί να σκανδαλίσει τον εύθραυστο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι που βρίσκεται σε κρίση µε τη σύζυγό του (Ζαν Μορό). Χάρη στη συγκεκριµένη εµφάνισή της οι σχεδιαστές µόδας ανέδειξαν το sex appeal του µαύρου χρώµατος σε διαχρονική νοµοτέλεια για τις επόµενες δεκαετίες – το little black dress έγινε απαραίτητο αξεσουάρ στην ντουλάπα κάθε γυναίκας, ακόµη και σήµερα. Καθώς όµως οι θεωρητικοί του σινεµά επέµεναν να ψάχνουν το νόηµα που κρύβεται στα καρέ του Αντονιόνι και γιατί χρησιµοποιεί τους ηθοποιούς του ως αντικείµενα, η Μόνικα Βίτι απαντούσε µε λιτές φράσεις: «Μην παιδεύεστε. Το νόηµα είναι αυτό που δίνει ο καθένας στην ερµηνεία που του ταιριάζει καλύτερα». Ή, όπως έλεγε και ο ίδιος ο σκηνοθέτης, «οι εικόνες µιας ταινίας αποτελούν µια συναισθηµατική και άµεση έκφραση και όχι ένα νόηµα». Στις ταινίες του Αντονιόνι οι ήρωες µπορεί να βρίσκονται πάντα σε βαθιά κρίση, αλλά, διάολε, ντύνονται πάντα καλά.

Με τον Μικελάντζελο Αντονιόνι στο Φεστιβάλ Καννών 1967

Όταν το στιλ καλύπτει το κενό (και όχι την κενότητα)

∆εν είναι υπερβολή να πούµε ότι ο αντίκτυπος της «Περιπέτειας» συνέβαλε και στο χτίσιµο της περσόνας της Βίτι. Η Πολίν Κέιλ στο περίφηµο άρθρο της για το ποια ήταν η καλύτερη ταινία του 1961 έγραψε για µια κινηµατογραφική πρωτοπορία, εγκεφαλική και βαθιά προσωπική, που «παρά την κενή άποψή της για τη ζωή, δεν παύει να είναι µια άποψη», ενώ για την πρωταγωνίστρια του φιλµ Μόνικα Βίτι που υποδύεται την Κλόντια η εµβληµατική κριτικός λέει πως «είναι ο µόνος χαρακτήρας του φιλµ που είναι ικανός να αγαπήσει και να αγαπηθεί».

Για τα επόµενα φιλµ του Αντονιόνι η µατιά της Βίτι γίνεται κυριολεκτικά το βλέµµα της κάµεράς του. «We see her seeing» λέει ο θεωρητικός Τζιν Γιάνγκµπλαντ, ταυτίζοντας τη µατιά της µε µια απερίγραπτη κινηµατογραφική επαναστατική πράξη που εµπεριέχει την πρωτοκαθεδρία ενός µάρτυρα που παρατηρεί µε ανεξερεύνητα κίνητρα τα φιλµικά δρώµενα. Ενα άλλο στοιχείο των ταινιών που έκαναν µαζί οι Βίτι – Αντονιόνι και δεν ήταν ικανό να εντοπιστεί στην εποχή τους ήταν ο συµβολισµός που έκρυβαν τα κοστούµια των ηρώων. Μιλήσαµε πριν για τη συµβολή του little black dress στην εξέλιξη της µόδας, αλλά δεν αναφέραµε τη χρησιµότητά του στη διαµόρφωση του προσωπικού ύφους του Αντονιόνι. Οι ήρωές του και κυρίως ο χαρακτήρας της Βίτι, έχοντας άνετη πρόσβαση στην πολυτέλεια και αναδεικνύοντας το ντύσιµο σε βασικό στοιχείο της κοινωνικής τους θέσης, ουσιαστικά τονίζουν µε ακόµη µια αθόρυβη πινελιά το κενό της ύπαρξής τους. Μέσα από το λεπτό, διακριτικό αλλά εντέλει (σχεδόν ενοχλητικά) γοητευτικό φορµά της αψεγάδιαστης εικόνας τους (κάποιοι θα το πουν στιλ επιµελώς ατηµέλητο) οι χαρακτήρες ψάχνουν να βρουν τρόπο να καλύψουν αυτό το κενό. Να αποκτήσουν τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά που τους λείπουν. Η Μόνικα Βίτι διαθέτει το στιλ της ηρωίδας που δεν φωνάζει αλλά ψιθυρίζει. Μόνο που η φωνή της ακούγεται πιο δυνατά από τους άλλους επειδή η ταυτότητά της δεν εξαρτιέται αποκλειστικά από τα ρούχα που θα φορέσει ούτε η ύπαρξή της συνοδεύεται από άσκοπες κουβέντες και λόγια του αέρα. Το ένστικτό της λέει πως πρέπει να προχωρά µόνο µπροστά.

Στο κέντρο του κάδρου του Μικελάντζελο Αντονιόνι («Περιπέτεια», 1960)

Παρότι η επιτυχία της «Περιπέτειας» δεν επαναλήφθηκε, η Βίτι έγινε το σύµβολο µιας νέας σοφιστικέ εποχής και η παρουσία της ακόµη και σε φιλµ ανάλαφρα, όπως συνέβη στις συνεργασίες της µε τον Τζόζεφ Λόουζι (στο θρυλικό πλέον «Modesty Blaise» του 1966 δίπλα στους Τέρενς Σταµπ και Ντερκ Μπόγκαρντ σατιριζόταν δίχως έλεος η µάτσο φιγούρα του υπερκατασκόπου Τζέιµς Μποντ) ή τον Μάικλ Ρίτσι («An almost perfect affair», 1979, µε τους Κιθ Καραντάιν και Ραφ Βαλόνε), προσέδιδε απροσδόκητο βάθος και ποιότητα. Ακόµη και ο Μπουνιουέλ την επιστράτευσε σε µια µικρή εµφάνιση στο σαρκαστικό «Φάντασµα της ελευθερίας» και εκείνη έκανε και πάλι το θαύµα της, παρότι ο τροµερός Ισπανός την υπονόµευσε βάζοντάς την στο ίδιο κάδρο µε µια στρουθοκάµηλο.

H τελευταία της εµφάνιση ως ηθοποιού ήταν για µια τηλεταινία του 1992 µε τίτλο «Ma tu mi vuoi bene» που σκηνοθέτησε ο Μαρτσέλο Φοντάτο, ενώ κάθισε δύο φορές στην καρέκλα της σκηνοθέτριας. Η πρώτη ήταν το 1983 για το τηλεοπτικό «La fuggiDIVA» και η δεύτερη το 1990 για την κινηµατογραφική κωµωδία «Secret scandal» στην οποία συµπρωταγωνιστούσε µε τον Ελιοτ Γκουλντ. Μάλιστα έγραψε το σενάριο για το φιλµ αυτό µαζί µε τον σύντροφό της Ρόµπερτ Ρούσο, τον οποίο παντρεύτηκε το 1995 και έµειναν µαζί µέχρι το τέλος της ζωής της.

Η δυναµική αύρα της Βίτι δεν σταµατούσε σε τίποτε. Σκληρά αντρικά αρχέτυπα σωριάζονταν στο πέρασµά της και τίποτε δεν έδειχνε ικανό να την περιορίσει. Μπορεί στα 70s και κυρίως στα 80s η µαγεία της να χάθηκε, αλλά το ισχυρό αποτύπωµα που άφησε στη διαδροµή της στα 60s αρκεί για να περάσει στην αιωνιότητα και να είναι η µία και µοναδική Μόνικα στην ιστορία του κινηµατογράφου.

Ετικέτες

Documento Newsletter