Το 2009 η Ελλάδα, επί κυβέρνησης ΝΔ, κατέληξε σε συμφωνία με την Αλβανία που προέβλεπε 100% επήρεια για τα Διαπόντια νησιά πάνω από την Κέρκυρα. Για λόγους ανεξήγητους η τότε κυβέρνηση της ΝΔ δεν έφερε στη Βουλή τη συμφωνία προς επικύρωση.
Στην Αλβανία από την άλλη ο τότε επικεφαλής της αντιπολίτευσης Ράμα κατέφυγε στο Συνταγματικό Δικαστήριο, που την ακύρωσε με την επίκληση τριών επιχειρημάτων. Το πρώτο επιχείρημα, αυτό που ενδιαφέρει εδώ, ήταν ότι η κυβέρνηση της ΝΔ ήδη είχε υπογράψει το 1977 με την Ιταλία μια συμφωνία για την υφαλοκρηπίδα, με την οποία γινόταν αποδεκτή μειωμένη επήρεια για τα ελληνικά νησιά. Στο 70% για τα Διαπόντια και το 30% για τις Στροφάδες.
Όταν ήμουν υπουργός συμφωνήσαμε με την αλβανική πλευρά σε ένα πακέτο συνολικής λύσης παλαιότερων (ακόμη και 80 ετών) και νεότερων προβλημάτων. Ως προς την ΑΟΖ συμφωνήσαμε ότι δεν ήμασταν πια στο 1977. Οτι στο ενδιάμεσο Ελλάδα και Αλβανία αποδέχτηκαν το δίκαιο της θάλασσας του 1982 και κατά συνέπεια η ελληνοϊταλική συμφωνία του 1977, που διαμορφώθηκε πριν από το 1982, δεν μπορεί να αποτελεί κριτήριο για μια νέα συμφωνία. Ακόμη, η ελληνική πλευρά κατέστησε σαφές ότι δεν θα ανοίξει ο ευρωπαϊκός δρόμος της Αλβανίας χωρίς να έχουν λυθεί τα πιο βασικά ζητήματα στις σχέσεις των δύο κρατών. Σε αυτό το πλαίσιο οι προβλέψεις στο προσχέδιο συμφωνίας για την ΑΟΖ ήταν ανάλογες με εκείνες του 2009. Ενώ τέθηκε σε εφαρμογή και η συμφωνία να αναπαυτούν οι ήρωες του αλβανικού έπους που έμεναν για δεκαετίες άθαφτοι, όπως και έγινε.
Δυστυχώς αυτή η συμφωνία δεν προχώρησε κάτω από τις αντιστάσεις πολλών πλευρών. Και «παραδόξως» οι λεγόμενοι «αντιεθνικιστές» δεν βρήκαν ποτέ να πουν μια κουβέντα για το γεγονός ότι το ελληνικό «βαθύ κράτος» δεν θέλει να αναγνωριστούν στην πράξη τα Πρωτόκολλα της Φλωρεντίας και του Παρισιού (1926 και 1927) με τα οποία διαμορφώθηκαν τα σύνορα ανάμεσα στις δύο χώρες ούτε υποστήριξαν ποτέ τους τον νομοθετικό τερματισμό του εμπολέμου.
Η ΝΔ πήγε στις περσινές εκλογές υπό τις ιαχές όρθιων βουλευτών της εντός του ελληνικού κοινοβουλίου οι οποίοι ζητωκραύγαζαν τον τότε αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης που δήλωνε ότι θα βάλει βέτο στην ένταξη της Αλβανίας στην ΕΕ. Βέβαια, μόλις ανέλαβε ούτε βέτο έβαλε αλλά ούτε θυμήθηκε να διασυνδέσει αυτή την ένταξη με τα πάγια ελληνικά αιτήματα. Στη συνέχεια προχώρησε στη συμφωνία για την ΑΟΖ με την Ιταλία χωρίς να επιβάλει την υλοποίηση των προβλέψεων του δικαίου της θάλασσας του 1982 και επαναλαμβάνοντας τις αρνητικές και απορριπτέες προβλέψεις της συμφωνίας του 1977. Με αυτό τον τρόπο δόθηκε μειωμένη επήρεια στα Διαπόντια νησιά. Και αυτό παρά το γεγονός ότι το 1992 η Ιταλία στη συμφωνία της με την Αλβανία για την ΑΟΖ αποδέχτηκε να δοθεί στο μικρότερο νησί Σάσωνα, που βρίσκεται έξω από το λιμάνι του Δυρραχίου, 100% επήρεια.
Αποτέλεσμα των επιλογών της κυβέρνησης της ΝΔ ήταν να μην έχει σήμερα τα απαραίτητα εργαλεία προκειμένου να πείσει την άλλη πλευρά να αποδεχτεί 100% επήρεια στα Διαπόντια νησιά. Αφού διέγραψε το επιχείρημα ότι μετά το 1982 δεν μπορεί να ισχύουν οι προβλέψεις της συμφωνίας του 1977, το 2020 αντέγραψε αφελώς και επιπόλαια τις προβλέψεις της συμφωνίας της ΝΔ με την Ιταλία για την υφαλοκρηπίδα. Η ΝΔ βρέθηκε μπροστά στο γεγονός ότι είχε αποδεχτεί ακόμη και στο πλαίσιο του νέου δικαίου της θάλασσας περιορισμένη επήρεια. Δεν θα μπορούσε όμως να κάνει κάτι τέτοιο ευθέως σε μια διακρατική συμφωνία με την Αλβανία, διότι θα γινόταν ολοφάνερη η υποχώρησή της έναντι της δικής της «δεσμευτικής συμφωνίας» του 2009. Καθότι η ΝΔ την προηγούμενη πενταετία διακήρυττε ότι κάθε βήμα πίσω από αυτή θα ήταν «προδοσία». Κατά συνέπεια, ο μόνος δρόμος που της έμενε προκειμένου να νομιμοποιήσει την υποχώρηση που επιπόλαια έκανε έναντι της Ιταλίας ήταν να συμφωνήσει με την Αλβανία για την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, όπως η Αλβανία επιθυμούσε από το 2009 μετά την απόφαση του δικού της συνταγματικού δικαίου.
Συνολικά, με τα φάουλ που έκανε η κυβέρνηση της ΝΔ στο πώς συμφώνησε για τις ΑΟΖ με Ιταλία και Αίγυπτο συσσώρευσε μια κρίσιμη μάζα υποβάθμισης της χώρας, απαξίωσης δικαιωμάτων της στην ΑΟΖ και την υφαλοκρηπίδα ελληνικών νησιών. Το αποτέλεσμα ήταν και η υποχώρηση έναντι της Αλβανίας διά της παραπομπής στο διεθνές δικαστήριο, δηλαδή του «στρίβειν διά του αρραβώνος».
Το ερώτημα ασφαλώς είναι αν είναι κακή επιλογή η προσφυγή με την Αλβανία στο διεθνές δικαστήριο. Οχι, αλλά τότε δεν έπρεπε να είχε γίνει προηγούμενα η επιπόλαιη αποδοχή όλων των ιταλικών απαιτήσεων χωρίς κανένα συμβιβασμό στη συμφωνία μαζί της για την ΑΟΖ. Τώρα γνωρίζει ο καθένας που έχει μελετήσει τις αποφάσεις του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης ότι τα Διαπόντια νησιά θα πάρουν την επήρεια που έχει ήδη αποδεχτεί η Ελλάδα στη συμφωνία με την Ιταλία, δηλαδή το πολύ 70%.
Ο τρόπος που χειρίστηκε η Ελλάδα τις τρεις συμφωνίες για την ΑΟΖ αποκρυσταλλώνουν ένα απλό συμπέρασμα: η Ελλάδα έχει αποδεχτεί στο Ιόνιο επήρεια νησιών από 32% μέχρι 70%. Στην Κρήτη και στα Δωδεκάνησα από 0% (Κουφονήσι, Γαϊδουρονήσι) μέχρι 50% και 80% το πολύ για τα μεγάλα και τα πολύ μεγάλα νησιά. Στην ουσία, η κυβέρνηση προκειμένου να πουλήσει επικοινωνιακά φύκια για μεταξωτές κορδέλες με τη συνδρομή και κομμάτων της αντιπολίτευσης δέχτηκε μια κρίσιμη μάζα μειωμένης μέχρι και μηδενικής επήρειας για τα ελληνικά νησιά, πρόκριμα – και αυτή είναι η ανησυχητική ουσία– για τη συμφωνία με την Αλβανία, αλλά και κάθε διαιτησίας ή διεθνούς δικαστηρίου με την Τουρκία.