Για τη Χαρούλα με αγάπη

Για τη Χαρούλα με αγάπη

Δυο κείμενα καρδιάς με αφορμή την πρόσφατη δήλωσή της Χ. Αλεξίου ότι σταματάει το τραγούδι. Γράφουν στο Docville η Ναταλία Ρασούλη και ο Άγγελος Σφακιανάκης.

Είναι η ίδια το ελληνικό τραγούδι

Της Ναταλίας Ρασούλη 

Eίµαι πολύ µικρή. Κάθοµαι σε ένα σκαλάκι και παίζω έξω στο προαύλιο. Ο µπαµπάς µέσα µε τον θείο Μάνο, όπως τον έλεγα (νόµιζα τότε πως ήταν αδερφός του), γιατί τον γνώριζα από γέννα και ήταν συνέχεια µαζί. Τον Μάνο Λοΐζο. Σε λίγο έρχεται µια κοπέλα να τραγουδήσουν παρέα. Μια συνηθισµένη µέρα για µένα.

Η κοπέλα αυτή όµως µου έκανε φοβερή εντύπωση. Ενα µελαχρινό, δυνατό πρόσωπο, µε εντυπωσιακό στόµα και έντονο βλέµµα. Με χαιρέτησε γλυκά και πήγε να βρει τον µπαµπά και τον θείο. Τόσο µε είχε εντυπωσιάσει που τη ζωγράφισα. ∆εν ήξερα ότι αυτή την κοπέλα την είχα ακούσει πολλές φορές να τραγουδάει. Αλλά το πρόσωπό της αποτυπώθηκε στο µυαλό µου. Η Χαρούλα.

Αυτή είναι η πρώτη µνήµη που έχω από τη συγκλονιστική αυτή τραγουδίστρια. Λίγο καιρό µετά βγήκαν τα «Τραγούδια της Χαρούλας» και βέβαια τα ήξερα απέξω κι ανακατωτά τραγουδώντας συνέχεια τον «Φαντάρο», λέγοντας µε παιδικά λόγια: «Ξέχνα στρατώνες και σκορπιές».

Μεγαλώνοντας µέσα στο ελληνικό τραγούδι, αλλά και ακούγοντας όλο και πιο πολύ τραγούδια, τραγουδιστές και σπουδάζοντας ταυτόχρονα µουσική άκουσα εκατοντάδες ερµηνείες. Μέτρησα εκατοντάδες ηχοχρώµατα, τρόπους τραγουδίσµατος, από την κλασική µέχρι τη ροκ και το µέταλ.

Σπουδάζω όπερα, µαθαίνω τα µυστικά της ανθρώπινης φωνής ενώ παράλληλα η µητέρα µου ήταν καθηγήτρια σύγχρονου τραγουδιού στο Εθνικό Ωδείο.

Σαν τη Χαρούλα δεν µπορούσα να βρω. Αγαπούσα και αγαπώ πολλές ερµηνεύτριες. Και στην Ελλάδα και σε όλο τον κόσµο και στις εποχές. Η Χαρούλα έβαζε µέσα µου µια σφραγίδα που δύσκολα µπορούσα να βρω αλλού. Η Μαρία Κάλλας, η Νταντωνάκη, η Βιτάλη, η Μοσχολιού, η Βάνου.

Εκείνη έµπαινε από το δηµοτικό, έβγαινε από το πολιτικό τραγούδι, µπούκαρε σε αντρικά τραγούδια, έδινε µια µοναδική ευθραυστότητα στις µπαλάντες. Πάντα µε έναν τρόπο συγκλονιστικό. Θα µπορούσα να µιλάω ώρες για τη φωνή της και την ερµηνεία της. Θα µπορούσα ώρες να αναλύω τον τρόπο που χειρίζεται τη φωνή της, τις χορδές της, τα ηχεία του προσώπου της. Το πώς ξέρει να ερµηνεύει τον λόγο και να µετουσιώνει τη µουσική. Ολα εξαίσια, υπέροχα, δυναµικά, ευαίσθητα, φωτεινά. Οπως το πρόσωπό της. Πάντα πίστευα ότι τραγουδάµε µε την προσωπικότητά µας αλλά και µε το πρόσωπό µας. Και η Χαρούλα Αλεξίου επαληθεύει πάντα αυτή µου την πεποίθηση.

Ο πατέρας µου, λάτρης της φωνής της, µου έλεγε: «Ο Καζαντζίδης και η Χαρούλα». Και είχε δίκιο. Είχαν µια ιδιαίτερη και θα έλεγα µεταφυσική σχέση οι δυο τους. Και έφτασε η στιγµή, µετά τον θάνατό του, εκείνη να επανέρχεται στους στίχους του και να φτιάχνουµε έναν δίσκο µαζί µε καινούργια τραγούδια σε στίχους του Μανώλη και µουσικές του Νικολόπουλου, της Αλλαγιάννη, του Περίδη, του Βαγιόπουλου, του Ισραηλινού σπουδαίου τραγουδοποιού Γιεχούδα Πόλικερ. Την «Τρίπλα».

Και ζω δύο από τις σπουδαιότερες στιγµές µου στον χώρο της µουσικής. Μου ζητάει να πούµε µαζί ένα τραγούδι, το οποίο στην αρχή αρνήθηκα παγώνοντας για το πώς θα έκανα εγώ τέτοιο τόλµηµα να τραγουδήσω µαζί µε την Αλεξίου. Και µε πείθει µε τον πιο γοητευτικό τρόπο. Και τραγουδάµε µαζί. Και µου λέει: «Ακου πώς ταιριάζουν οι φωνές µας». Νόµισα ότι έπαθα ένα µικρό καρδιακό εκείνη τη στιγµή. Γιατί το να τραγουδάς µε τη Χαρούλα είναι ζήτηµα της καρδιάς. Ζήτηµα ζωής. Στο βαθύτερο σηµείο της.

Η δεύτερη είναι ότι παίρνει ένα ανέκδοτο τραγούδι του Μανώλη που είχε γράψει για τον αγαπηµένο του φίλο, τον Μάνο, και του βάζει µουσική η ίδια και το τραγουδάει. Κατά την ταπεινή µου άποψη αυτό το «Τώρα τι κάνω» µαζί µε τα «Τραγούδια της Χαρούλας» ολοκλήρωσε έναν απόλυτο κύκλο στο ελληνικό τραγούδι. Η Χαρούλα Αλεξίου ξαναβρίσκεται µε τον Λοΐζο και τον Ρασούλη µε έναν άλλο τρόπο. Μιλώντας µε τα λόγια του Μανώλη για τον Μάνο, βάζοντας τη δική της µουσική και φωνή. Ηταν µια µοναδική στιγµή για τον πολιτισµό της χώρας.

Ναι, τον µεθύσαµε τον ήλιο, Μάνο

τώρα τι γίνεται

τώρα τι γίνεται, τι λες, τι κάνω.

∆ώσε µια απάντηση

∆ώσε µια απάντηση

φίλε, αν µπορείς, µια καληµέρα (φίλε καληµέρα)

εσύ τουλάχιστον

έφυγες νωρίς από δω πέρα

Ναι, τον µεθύσαµε τον ήλιο, Μάνο

τώρα τι γίνεται

Τώρα ξεµέθυσε ο ήλιος, Μάνο

φόβος επέστρεψε

φόβος επέστρεψε κι εσύ εκεί πάνω

σ’ ένα παράδεισο

Σ’ ένα παράδεισο

µ’ άγιο κρασί, για καληµέρα (φίλε καληµέρα)

κι εµείς στην άβυσσο

και την κόλαση όλοι εδώ πέρα

Ναι, τον µεθύσαµε τον ήλιο, Μάνο

τώρα τι γίνεται

Τώρα ο Μάνος και ο Μανώλης σε µια άλλη διάσταση, αλλά και ο πολυαγαπηµένος της αδερφός και σπουδαίος τραγουδιστής, ο Γιώργος Σαρρής, που αγαπούσα βαθύτατα και που είχα τη µεγάλη χαρά να ξανανέβει στη σκηνή µετά το µεγάλο ατύχηµά του εφτά χρόνια µετά, ακριβώς την ίδια µέρα, σε αφιέρωµα για τον Μανώλη, τραγουδώντας τις «Νταλίκες» και έγινε µια υπέροχη αναγέννηση! Λίγα χρόνια µετά χάνουµε αυτό τον υπέροχο άνθρωπο.

Και να που η Χαρούλα αποφασίζει την πιο δύσκολη στιγµή της. Να µην τραγουδάει πια.

Κουβαλάει στη φωνή της την ιστορία του πολιτισµού µας. Είναι µια απόλυτη τραγωδός του.

Μα η Χαρούλα δεν γίνεται να σταµατήσει από το τραγούδι. Γιατί η Χαρούλα είναι η ίδια το ελληνικό τραγούδι.

Ηταν, είναι και θα είναι για πάντα µε έναν µοναδικό τρόπο. Με τον µοναδικό δικό της τρόπο.

Και η καρδιά µας θα χτυπάει για πάντα στα δικά της µελίσµατα, στις δικές της τσαλκάντζες, στο δικό της µαγικό ηχόχρωµα.

Αναμνήσεις από τη συμμαθήτρια

Του Αγγελου Σφακιανάκη

Τον Οκτώβρη του ’72 στη δραµατική σχολή του Πέλου Κατσέλη µας µάζεψε ο δάσκαλος στη µεγάλη αίθουσα. Πρωτοετείς και δευτεροετείς µαζί.

Ηταν το πρώτο µας µάθηµα µετά τις εισαγωγικές. Ακόµη δεν είχαµε κοιταχτεί στα µάτια καλά καλά ο ένας µε τον άλλο. Ανέβασε στη σκηνή µια σεµνή κοπέλα και της ζήτησε να πει το όνοµά της. «Χαρίκλεια Ρουπάκα» είπε µε αµηχανία και συστολή. «Πες µας αυτό που έδωσες στις εισαγωγικές εξετάσεις σου». Επεσε µια άβολη σιωπή. Ηταν ωραία, απλή, χωρίς καµιά «θεατρική» υπερβολή, επιτήδευση. Στάθηκε ακίνητη. Πήρε βαθιά ανάσα και ξεκίνησε.

«Ναι, φεύγω, Φριντς, τώρα, ίσως έµεινα περισσότερο από όσο θα ’πρεπε».

«Σταµάτα» της είπε ο Κατσέλης, «έλα κάτω». Γύρισε προς τις δύο τάξεις και είπε: «Αυτή είναι η Εβραία!». Η Χάρις είχε γίνει η Ιουδήθ, η Εβραία του Μπέρτολτ Μπρεχτ. Είχε µια ακατανίκητη αλήθεια η ερµηνεία της, που µείναµε όλοι µετέωροι. Σαν να έκρυβε µια παλιά ιστορία και οι λέξεις της είχαν άλλο βάρος. Σαν να ήταν προσωπική της υπόθεση. Σε λίγες µέρες µάθαµε πως ήταν τραγουδίστρια που θα συµµετείχε στη «Μικρά Ασία» του Απόστολου Καλδάρα και θα τραγουδούσε στο κέντρο ∆ειλινά. Το επίθετο άλλαξε και έγινε Αλεξίου.

Οποτε ερχόταν στη σχολή, γιατί οι νέες της υποχρεώσεις µεγάλωναν τις δεσµεύσεις της, όλο και κάτι θαυµαστό θα έφερνε µαζί της. Ενα ποίηµα που της έδωσε η Νίκη Τριανταφυλλίδη να ετοιµάσει, µια συµµετοχή µε έναν αµανέ στο «Γιοφύρι της Αρτας» ή να µας τραγουδάει το «Εστειλα δυο πουλιά στην Κόκκινη Μηλιά» που άρεσε και στον Κατσέλη.

Αλλά πέρα από το εκρηκτικό της ταλέντο, µας ταρακουνούσε σε κάθε ευκαιρία µε την αµεσότητα και την απλότητά της. Μετά τις χριστουγεννιάτικες διακοπές την πρώτη µέρα όποιος έµπαινε στα αποδυτήρια ευχόταν στη συγκεντρωµένη παρέα. Ηταν εκεί και κάποιος νέος, άγνωστος σε όλους. Κανένας µας δεν του ευχήθηκε. Η Χαρούλα, αφού ευχήθηκε σε όλους, του άπλωσε το χέρι της ανοιχτόκαρδα και του είπε «∆εν γνωριζόµαστε, αλλά χρόνια σου πολλά!».

∆εύτερη χρονιά η συµµαθήτρια δεν ξαναήρθε στη σχολή, την έκλεψε το τραγούδι. Βρεθήκαµε στη ραδιοφωνική εκποµπή του Σαββόπουλου «Χειµερινό ηλιοστάσιο» και της παίξαµε µε την Οπισθοδροµική Κοµπανία τον «Καϊξή». Είχε κάνει πλέον σχολή ερµηνευτική. Σαν να είχε προσαρµόσει τον Στανισλάφσκι στο τραγούδι. Μια βαθιά ταύτιση λες και είχε µπει στην καρδιά του ρόλου. Στην καρδιά του τραγουδιού. Ο ερµηνευτής πάσχων. Μια ερµηνεία ψυχή βαθιά. Πονούσε και για µας.

Σιγά σιγά τα τραγουδίσµατά της έγιναν σύµβολα. «Οταν πίνει µια γυναίκα», «Οδός Αριστοτέλους», «Η ∆ηµητρούλα», «Η γκαρσόνα», «Το Ανεστάκι». Αλλά δεν είναι µόνο το παρελθόν που φωτίζεται από την ερµηνεία της. Είναι και το παρόν του Σπανού, του Λοΐζου, του Παπαδόπουλου, του Μικρούτσικου, της Νικολακοπούλου, του Ρασούλη, του Μαρκόπουλου, του Ελευθερίου, του Νικολόπουλου, του ∆ηµητρίου. Το δικό µας παρόν. Η δική µας η ζωή που πλέον την κρατάει απ’ το χέρι. Είναι η γυναίκα που αφηγείται τον πόνο και τη χαρά, εξ αδιαιρέτου, µε εξαιρετική ευκρίνεια. Που την ακουµπάς και σε πονάει. Τραγουδάει τον έρωτα και διαδηλώνουν οι φαντάροι. Και τολµάει, συνέχεια τολµάει. Γράφει ποιήµατα, γράφει µουσικές, γράφει τραγούδια. Αυτός ο δρόµος της δηµιουργίας την καίει. Αλλάζει ήχο. Αλλάζει στέκια. Φτιάχνει τη δικιά της Εστία. ∆εν κρύβεται πίσω από καλούς µουσικούς. Είναι µαζί τους και παλεύει στα ίσα. Το πάθος της δικαιώνει όλες τις µουσικές σχολές.

Γίνεται η µικρή καθηµερινή µας προσευχή «∆ι’ ευχών των αγίων ηµών»!

Κάθισε λοιπόν η συµµαθήτρια, γενναία σαν την Εβραία, απέναντι στο µικρόφωνο και του είπε: «Ναι, φεύγω, Φριντς, τώρα…».

Documento Newsletter