Ο Θωμάς Κοροβίνης γράφει για την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου

Ο Θωμάς Κοροβίνης γράφει για την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου

Οποτε τη θυμάμαι, ακούω το τραγούδι της (απ’ τη φωνή του Μανώλη Αγγελόπουλου) «Δεν έχω μπαλκόνι να ’ρθει χελιδόνι να χτίσει φωλιά» και θαρρώ πως μου λέει το μόνιμο παράπονό της η ίδια.

Θα τρελαινόμουν να απολάμβανα μια εξομολογητική αυτοβιογραφία της. Μα τι άλλο είναι το corpus των κοσμημάτων που μας κληροδότησε, τα τραγούδια της που λατρέψαμε –θα τολμούσα να πω «σαρκικά»–, μαζί με τα «χαμένα» της που τα καπηλεύτηκαν ή πουλήθηκαν για δυο ψωροδεκάρες ή τα «φίλεψε» σε χαρισματικούς συνθέτες του καιρού της (εξαιρώντας απ’ τους «δανειστές» και τους πελάτες της σίγουρα τον πιστό φίλο της Απόστολο Καλδάρα); Δεν αποτελούν τα κομμάτια ενός ποιητικού «μυθιστορήματος» που εκφράζει επιτομικά τις πιο φωτεινές εκλάμψεις μιας υπέροχης φαντασίας και την πεμπτουσία της παιδεμένης προσωπικής θυμοσοφίας μιας πυρακτωμένης, ντόμπρας, συμπονετικής, δίκαιης και ανυπότακτης ψυχής;

Με ανοιχτές πληγές από τα ανεπούλωτα σεκλέτια

Ας μιλήσουμε κάποτε για «λαϊκούς» έστω, ποιητές όμως και όχι στιχουργούς (όρος που υποδηλώνει κάποιον υποβιβασμό), που κάποιων απ’ αυτούς στις κορυφαίες της στιγμές η «παραδοσιακή» στιχοποιία αφήνει πίσω της τον μέσο όρο της καλοδουλεμένης ποίησης. Για ποιητές πρόκειται κι ας μη βρήκαν εν ζωή το δίκιο τους οι πιο πολλοί – χρωστάμε την αναγνώριση και τη σχετική οικονομική τους αναβάθμιση στον κόσμο της δισκογραφίας στους αγώνες του μαέστρου Θόδωρου Δερβενιώτη και του έξοχου βάρδου της λαϊκής ποίησής μας Κώστα Βίρβου (δεν ξεχνώ τη συγκίνησή του όταν τον ανθολόγησα κάποτε πλάι στον Ρίτσο και τον Σεφέρη).

«Ποιήτρια, μεγάλη ποιήτρια η Παπαγιαννοπούλου» μου ’λεγε ο φίλτατος ποιητής Μάρκος Μέσκος – φέτος την Πρωτοχρονιά μνημονεύουμε τον έναν χρόνο της αποδημίας του. Και συμπλήρωνε: «Γράψε χίλια ποιήματα, μπορείς να σκαρώσεις ένα τετράστιχο από το “Ολα είναι ένα ψέμα”; Εδώ σε θέλω!».

Η πρόσληψη των στίχων της είναι άμεση, τα λόγια της σχεδόν απτά, το ψυχικό τους αντίκρισμα ακαριαίο. Η καλολογία και η κομψοέπεια απουσιάζουν, η περίφραση επίσης· ο λόγος της καθαρός, απλός, σπαθάτος, σπαρακτικός και παραμυθητικός παράλληλα, με την ευθύβολη κυριολεξία του πολύ συχνά να σφάζει. Ισως μόνο στη στιχουργική του Μάρκου μπορούμε να ανιχνεύσουμε κάποια αντιστοίχιση στην ευθύτητα και την εργασία κάποιων ομοτέχνων, περίπου συγχρόνων της, όπως ο Τσάντας, ο Βίρβος και ο Κολοκοτρώνης και κάποτε στον «μαθητή» της Λευτέρη Παπαδόπουλο. Και ο μεγάλος μάστορας Μάνος Ελευθερίου φαίνεται να διδάχτηκε απ’ τη θρυλική «γριά», εξάλλου τη λάτρευε – της αφιέρωσε μάλιστα έναν μεταθανάτιο ύμνο: «Σ’ είδα στ’ όνειρό μου, Ευτυχία, στον παράδεισο να περπατάς…».

Η Ευτυχία κουβαλούσε ισόβια τις πληγές απ’ τα ανεπούλωτα σεκλέτια της. Και έκανε τέχνη τα πάθη της τα ανθρώπινα, διωγμούς, έρωτες, απαρνησιές, χωρισμούς, ριξίματα, μπαμπεσιές, πένθη και λοιπά καραβοτσακίσματα. Ομως με την έντονη συναίσθηση ότι είναι κοινά, σηκώνοντας έτσι στις πλάτες της όλα τα μοιραία πάθη του λαού μας, όπως με παρόμοιο τρόπο τα βίωνε και τα εξέφραζε μια άλλη «αδούλωτη ψυχή», η για μεγάλο διάστημα συνοδοιπόρος της, η αξεπέραστη ερμηνεύτρια Σωτηρία Μπέλλου.

«Βρε μοίρα δεν κουράστηκες να τυραννάς ακόμα»

Είχε παλικαρίσιο φρόνημα η Ευτυχία. Ισως και επειδή γεννήθηκε στη μάνα-γη της λεβεντιάς, το Αϊδίνι, πρωτεύουσα του ζεϊμπέκικου και πόλη που επίσης μας χάρισε τα μοναδικά ταλέντα δύο ακόμη σημαντικών κυράδων της Ρωμιοσύνης, την πένα της Διδούς Σωτηρίου και τη ματιά της φωτογράφου Nelly’s.

Της Ευτυχίας της έκατσε να πιάσει το νήμα από κει που κουράστηκαν –αλλά και απωθήθηκαν– να το κλώθουν πια οι Σμυρνιοί πρωτορεμπέτες, σε μια εποχή που το δημοτικό τραγούδι –στο οποίο επίσης χρωστάει– άρχισε να χάνει τη νοστιμιά του καθώς εξοριζόταν απ’ την ύπαιθρο, ταυτόχρονα όμως έσκυψε πάνω από τα στιχάκια των επιτοίχιων ημερολογίων της νοικοκυράς και τους καζαμίες. Είχε βέβαια και δυνατό αυτί, σπίρτο στα μουχαμπέτια και ρωμαλέο ένστικτο που τη βοηθούσε να συλλέγει τον ανθό απ’ τα νταλαβέρια της με τύπους –ιδίως άντρες– κάθε λογής σε ποικίλες πιάτσες: καφενόβιους, μπεκρήδες, κουμαρτζήδες, θεατρίνους, αλάνια.

Οταν η ζωή τη ζόριζε με πόνους, τους έκανε φαρμακερές ελεγείες: «Σιγά σιγά τις μαχαιριές μες στην καρδιά μου δίνε» (Βέλλας – Εύα Στυλ) και «Αν είν’ η αγάπη έγκλημα, έχω εγκληματήσει» (Καλδάρας – Καζαντζίδης). Αδειούχοι φαντάροι στη Λέσβο πατήσαμε σαν αναστενάρια τα γυαλιά το ’79 ακούγοντας το άσμα της «Βρε μοίρα δεν κουράστηκες», σε σύνθεση του Μάρκου, απ’ το νταλγκαδιάρικο λαρύγγι της Πόλυς Πάνου. Οταν, πιο σπάνια, της έρχονταν χαρές, τις μεταμόρφωνε σε ξεφαντωτικά πανηγύρια: «Είμαστε αλάνια» (Τσιτσάνης – Νίνου – Τσαουσάκης) και «Αν μας σπάσουν το μπουζούκι» (Ζαμπέτας).

Την απολαύσαμε πριν από λίγα χρόνια ενσαρκωμένη θεσπέσια στο σανίδι με τη σπουδαία υποκριτική τέχνη της Νένας Μεντή. Εύχομαι και η ταινία που προβάλλεται αυτό τον καιρό να ευτυχήσει στην τέχνη της.

Αθάνατη είναι η Ευτυχία! Η τραγουδοποιία της συνιστά ένα θαυμαστό εγκώμιο στα θνητά μας πάθη κι έναν γενναίο ύμνο στο αυθεντικό λαϊκό ήθος (που χαρακτήριζε μέχρι πρόσφατα μια ικανή μερίδα των συμπατριωτών μας).

Ο Θωμάς Κοροβίνης είναι συγγραφέας

Ετικέτες

Τελευταίες ΕιδήσειςDropdown Arrow
preloader
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Documento Newsletter