Για όλα φταίει το παλτό της Μπριζίτ – Η Σώτη Τριανταφύλλου, τα «κίτρινα γιλέκα» και το μίσος της για όποιον διαμαρτύρεται

Γνωριζόμαστε όλοι πλέον σ’ αυτήν την πόλη και η Σώτη Τριανταφύλλου είναι πολύ γνωστή για τον ιδιαίτερο πολιτικό λόγο που αρθρώνει και βάζει στο στόχαστρο της πάντα τους αδύνατους που διαμαρτύρονται. 

Όσο κι αν σας φανεί παράξενο η συγγραφέας και αρθρογράφος της Athens Voice στην ανάλυση της για τα τεκταινόμενα στο Παρίσι με τίτλο: Κίτρινα γιλέκα και το παλτό της Μπριζίτ Μακρόν εκεί εστιάζει την κριτική της – γιατί περί κριτικής πρόκειται. 

Η κυρία Τριανταφύλλου προκειμένου να απαξιώσει οποιαδήποτε κοινωνική διεκδίκηση αισθάνεται την ανάγκη τρεις φορές μέσα στο κείμενο της (δες παρακάτω) να αναφερθεί στο πόσο μισούν την Μπριζίτ Μακρόν που φόρεσε ένα παλτό των 3000 ευρώ και άρα όλα τα άλλα τα αιτήματά τους είναι τουλάχιστον άκυρα. Μιλάμε για πραγματική εμμονή, με απώτερο στόχο να χάσει ο αναγνώστης την ουσία των αιτημάτων που έβγαλε τον κόσμο στους δρόμους του Παρισιού.

Ανάλυση «οκαζιόν», της φτήνιας πάντα με στόχο να πληγεί οποιαδήποτε μορφή αντίδρασης.

Διαβάστε το κείμενο της κυρίας Τριανταφύλλου: 

Αν και η πρώτη διαδήλωση έγινε στις 17 Νοεμβρίου, η κατάσταση επιδεινώθηκε από την ημέρα που ο δημοσιογράφος Γιαν Μουάξ κατήγγειλε στην τηλεόραση ότι, στην τελετή της 100ής επετείου από το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, η Μπριζίτ Μακρόν φορούσε παλτό Louis Vuitton αξίας 3.600 ευρώ. O φθόνος έφθειρε τη Γαλλική Επανάσταση και οδήγησε στην τρομοκρατία: φέρουμε ακόμα το βάρος αυτής της ιστορίας.

Ωστόσο, η αφορμή για το κίνημα των κίτρινων γιλέκων (το κίτρινο γιλέκο είναι ενδυματολογικό σύμβολο του κώδικα οδικής κυκλοφορίας) ήταν η αύξηση του φόρου των καυσίμων, άρα της τιμής τους· η αρχική κινητοποίηση μέσω υπογραφών περιελάμβανε επίσης τη διαμαρτυρία για τη μείωση του ορίου ταχύτητας στα 80 χιλιόμετρα. (Μια υπερβολή του κράτους – προστατευτική μητέρα). Στη συνέχεια, οι διεκδικήσεις επεκτάθηκαν στην αγοραστική δύναμη των μεσαίων και λαϊκών τάξεων, ιδιαίτερα της επαρχίας, και εξελίχθηκαν σε αντιπαράθεση με την πρωτεύουσα και τις ελίτ που παίρνουν τις αποφάσεις στο αστραφτερό Παρίσι. Εξού και οι διαδηλώσεις στα Ηλύσια Πεδία και όχι στην πιο λαϊκή πλατεία της Δημοκρατίας. Αν και το κίνημα οργανώθηκε μέσω των ηλεκτρονικών δικτύων, δύο εβδομάδες μετά τη γέννησή του είχε κερδίσει τη στήριξη του Κόμματος της Μαρίν Λεπέν, των Ανυπότακτων του Ζαν-Λυκ Μελανσόν, της δεξιάς και των μικρότερων πατριωτικών κομμάτων. Μόνο το κόμμα του Μακρόν και οι σοσιαλιστές κρατούν κάποια απόσταση, ενώ, σύμφωνα με δημοσκόπηση, μόνο το 31% των Γάλλων είναι εναντίον του.

Πράγματι, στη Γαλλία, εξαιτίας των φόρων, η τιμή των καυσίμων είναι υψηλή· αλλά στην Ισπανία και στο Λουξεμβούργο είναι υψηλότερη. Υποτίθεται ότι το στοίχημα είναι περιβαλλοντικό: αποθαρρύνεται η χρήση βενζινοκίνητων και πετρελαιοκίνητων αυτοκινήτων· για τη θέρμανση δεν τίθεται ζήτημα, δεν υπάρχει πια θέρμανση με πετρέλαιο στη Γαλλία. Η κυβέρνηση Μακρόν ανακοίνωσε λοιπόν αύξηση του φόρου που καταλήγει σε 5% αύξηση της απλής βενζίνης και 3% της σούπερ, με στόχο, όπως προσπάθησε να εξηγήσει αλλά απέτυχε, την «ενεργειακή μετάβαση», τη σταδιακή εγκατάλειψη των πετρελαιοειδών. Ήταν ένα πολύ μικρό βήμα στην επιθυμητή κατεύθυνση. Όμως, οι Γάλλοι έχουν σοβαρά παράπονα σχετικά με τη φορολογία: πιστεύουν 1) ότι το κράτος είναι σπάταλο και ότι τρέφει μεγαλύτερο αριθμό δημοσίων υπαλλήλων από εκείνον που είναι απαραίτητος 2) ότι, αν και υπάρχει φαινομενικά δίκαιη κλιμακωτή φορολόγηση, οι πολύ μεγάλες επιχειρήσεις βρίσκουν νόμιμους τρόπους φοροαποφυγής με αποτέλεσμα να μην αναλαμβάνουν τα βάρη που τους αντιστοιχούν 3) ότι «οι πλούσιοι», όσοι φοράνε παλτό 3.600 ευρώ, δεν πρέπει μόνο να φορολογούνται·πρέπει να τιμωρούνται.

Σ’ αυτά προστίθεται η ιδέα ότι «το Παρίσι» δεν αντιλαμβάνεται τις διαφορετικές ανάγκες, τον διαφορετικό τρόπο ζωής της ενδοχώρας: για παράδειγμα, στο Παρίσι το ιδιωτικό αυτοκίνητο είναι περιττό· είναι όμως απαραίτητο όταν το σχολείο των παιδιών βρίσκεται σε απόσταση δέκα χιλιομέτρων και το σούπερ-μάρκετ επίσης. Και μολονότι οι τιμές των ακινήτων εκτός Παρισιού είναι πολύ χαμηλότερες, η αγοραστική δύναμη έχει μειωθεί κατά 1,2% από το 2008: κυρίως εξαιτίας των φόρων που έχουν επιβληθεί στα τσιγάρα και στο οινόπνευμα. Εδώ μπαίνει μια υποσημείωση: σύμφωνα με τo ΙNSEE, αυτή η μείωση του 1,2% κρύβει μια αύξηση κατά 450 ευρώ ετησίως για τους πιο χαμηλόμισθους. Θέλω να πω ότι, ενώ προσδοκάμε διαρκή βελτίωση του επιπέδου ζωής, παρατηρείται ελαφρά επιδείνωση κυρίως για τη μεσαία τάξη. Όσοι αρέσκονται να προβλέπουν με βάση ποικίλους δείκτες υποστηρίζουν ότι στο τέλος του 2019 η μείωση αυτή θα μηδενιστεί.

Αλλά προς το παρόν βρισκόμαστε ακόμα στο 2018. Εκτός από το οικονομικό πρόβλημα –ας πούμε, χοντρικά, ότι το 20% των Γάλλων δεν έχουν περιθώριο αποταμίευσης– αυτό που κινητοποιεί τα κίτρινα γιλέκα είναι η απαξίωση της πολιτικής· η αψηφισιά του πολιτικού συστήματος. Δεν είναι μόνο ότι συμμετέχουν όλο και λιγότερο στις γενικές εκλογές· είναι ότι τρέφουν αισθήματα μίσους και αποστροφής για τους κυβερνώντες: όπως οι πιο φανατικοί της Γαλλικής Επανάστασης. Εδώ μπαίνει δεύτερη υποσημείωση: ένα ποσοστό των διαδηλωτών είναι «μοναρχικοί»… Αυτή η απολιτικοποίηση απομακρύνει τα συνδικάτα –τους «επαγγελματίες συνδικαλιστές»– και ανοίγεται προς εγκληματικές ομάδες λούμπεν προλεταριάτου και περιθωρίου. Εννοείται ότι όποιος επαγγελματίας πολιτικός μπορεί να εκμεταλλευτεί αυτή την στάση –ένα μείγμα grassroots εθνικισμού, επαρχιωτισμού (υπό την έννοια της απόρριψης της παγκοσμιοποίησης και του «αστικού» τρόπου ζωής), μαξιμαλισμού και συνωμοσιολογίας– την εκμεταλλεύεται: η ακροδεξιά με την ακροαριστερά διαδηλώνουν στο ίδιο πεζοδρόμιο. Συρρέουν αναρχικοί και ισλαμιστές κουκουλοφόροι οι οποίοι πρωτοστάτησαν σε λεηλασίες, καταστροφές και πράξεις βανδαλισμού, χωρίς ωστόσο να τους εναντιωθούν οι αγωνιστές με τα κίτρινα γιλέκα.

Έχει δίκιο το κίνημα; Και ναι και όχι, αν και φρόντισε να χάσει όσο δίκιο είχε σχετικά με τη φορολογία και την αποδοτικότητά της. Το πρόβλημα σε όλες τις σοσιαλδημοκρατικές χώρες είναι πως οι πολίτες χρειάζονται τις παροχές των κράτους προνοίας αλλά συγχρόνως υποπτεύονται, ευλόγως, ότι η διαχείριση των φόρων δεν είναι σωστή και δίκαιη. Σ’ αυτό τα κίτρινα γιλέκα έχουν δίκιο. Επίσης, έχουν δίκιο στο ότι ο Μακρόν δεν ξέρει καλά τον λαό που κυβερνά· μοιάζει να ζει σε ένα δικό του κόσμο. Τέλος, έχουν δίκιο στο ότι η τοπική αυτοδιοίκηση χρειάζεται οικονομική ενίσχυση προκειμένου να αναβαθμίζεται διαρκώς η ζωή των πολιτών ακόμα και στις πιο απομακρυσμένες περιοχές. Αλλά η οικονομική ενίσχυση των δήμων σημαίνει φορολόγηση· όμως η ιδέα της υπερφορολόγησης των εργοδοτών είναι υπερβολικά επικίνδυνη για τη δημιουργία θέσεων εργασίας που είναι ο βασικός στόχος – εξάλλου, μπορεί να προκαλέσει απο-επενδυτικό κλίμα και αναχωρήσεις επιχειρήσεων. Εκεί που το κίνημα των κίτρινων γιλέκων έχει άδικο είναι, κατ’ αρχήν, στην άρνησή του να διαπραγματευτεί –πρώτα ζητεί κανείς διάλογο και έπειτα κατεβαίνει στους δρόμους– και κατά δεύτερον στην έλλειψη ορίων που το χαρακτηρίζει: στο ότι αγκαλιάζει οποιονδήποτε είναι δυσαρεστημένος, οποιονδήποτε όχι μόνο φθονεί το παλτό της κυρίας Μακρόν αλλά θέλει να της το κάψει. Κοντολογίς, όπως συμβαίνει συχνά στα κοινωνικά κινήματα, τα κίτρινα γιλέκα αποκτούν ορμή μέσω του μίσους – και στο τέλος το μίσος τα διαλύει· τους προκαλεί ενδόρρηξη.

Από την Athens Voice

Ετικέτες