Οι έριδες είναι το εθνικό μας σπορ. Καρεκλάδες εναντίον ροκάδων. Φωταδιστές εναντίον σκοταδιστών. Ευρωλιγούρηδες εναντίον νεοορθόδοξων. Μεταμοντέρνοι εναντίον μοντέρνων. Τεχνοφοβικοί εναντίον τεχνολάγνων και πάει λέγοντας. Μεσούντος του καύσωνος είδαμε να ξεσπάνε πάλι έριδες. Ιδίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπου είναι πανεύκολο να επιτίθεται κανείς με σφοδρότητα, να αφορίζει, να εξοστρακίζει, να βυσσοδομεί. Βέβαια, ύστερα από κάποια σπασμωδικά ξεσπάσματα, το επίμαχο ξεχνιέται και τα μαχαίρια ακονίζονται για την επόμενη σφαγή. Ματαίως, θα πει κανείς, μιας και η εν λόγω επόμενη σφαγή θα λησμονηθεί, κατόπιν θα γεμίσουν τα αρκεβούζια για μια νέα σύρραξη, που θα ξεχαστεί κι αυτή, και ούτω καθεξής, σε δουλειά να βρισκόμαστε.
Την τιμητική της στην ιστορία των πρόσφατων εχθροπραξιών είχε η λογοτεχνία. Ζήτω που καήκαμε. Ενεπλάκησαν, με σειρά εμφανίσεως, ο Καραγάτσης, ο Βακαλόπουλος και ο Βλαβιανός. Στο μακελειό έλαβαν μέρος επώνυμοι, ψευδώνυμοι και ανώνυμοι. Η έκβαση και στις τρεις περιπτώσεις ήταν σαρωτικά ευνοϊκή για τους τρεις που δέχτηκαν την επίθεση και για όσους συμπαρατάχθηκαν μαζί τους. Κερδισμένοι βγήκαν η λογοτεχνία και οι εκδότες των τριών συγγραφέων, των δύο τεθνεώτων και του ενός εν ζωή. Χαμένοι βγήκαν οι επιτιθέμενοι και το άτακτο ασκέρι των ακολούθων τους.
Το πράγμα άρχισε με ένα σπασμωδικό, άχαρο και κακογραμμένο κείμενο που εγκαλούσε τον Καραγάτση για σεξισμό εκατόν δεκαέξι έτη μετά τη γέννησή του, οχτώ δεκαετίες μετά το μεσουράνημά του και εξήντα τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατό του. Η μπάλα πήρε και τον αείμνηστο φίλο μου, τον Χρήστο Βακαλόπουλο, που τα βιβλία του, πολύτιμα όλα για τη μεταπολιτευτική μας ταυτότητα και νοοτροπία, άρχισαν να επανεκδίδονται ύστερα από καμιά δεκαριά χρόνια καθόσον λόγω νομικών κωλυμάτων δεν υπήρχαν στα ράφια των βιβλιοπωλείων. Σειρά είχε ο Χάρης Βλαβιανός που δέχτηκε καταιγιστικά (πλην όμως, και ευτυχώς, άσφαιρα) πυρά.
Τα γεγονότα βοούν και όποιος θέλει μπορεί με ένα άνετο σερφάρισμα στον θαυμαστό γενναίο κόσμο του διαδικτύου να απολαύσει το θέαμα των συγκρούσεων. Θα περιοριστώ, λοιπόν, σε μια συνοπτική ψυχοκοινωνιολογική εξέταση του ζητήματος.
Κάποιος νεοφανής στο κουρμπέτι κρίνει σκόπιμο, ή/και πρέπον, να επιτεθεί σε μια τεθνεώσα ιστορική μορφή των γραμμάτων (όπως στην περίπτωση ψευδώνυμης μυθιστοριογράφου, ενός έως τώρα μυθιστορήματος, που έβαλλε κατά του Καραγάτση), συνήθως με κάποια έλλογα επιχειρήματα, έστω προχείρως στηριζόμενα σε κακοχωνεμένες θεωρίες του συρμού. Ή πάλι κάποιος, μάλλον άσχετος με τη λογοτεχνική πιάτσα, θεωρεί δέον να τραβήξει το αυτί σε μια παλιά καραβάνα του χώρου που έχει διανύσει τέσσερις δεκαετίες γράφοντας, εκδίδοντας, σωρεύοντας βραβεία και τιμές (όπως στην περίπτωση έγκριτου, ως φαίνεται, αναγεννησιολόγου που έβαλλε κατά του καθιερωμένου Βλαβιανού).
Μεμιάς, λες και δόθηκε το σύνθημα, συμπαρατάσσονται με τον επιτιθέμενο ένα σωρό άτομα, τα περισσότερα εκ των οποίων είτε δεν έχουν την παραμικρή σχέση με το επίμαχο ζήτημα είτε σχετίζονται κάπως, μάλλον αόριστα, με τον λογοτεχνικό χώρο είτε παρέμειναν παρά τις προσπάθειές τους θλιβερά εκτός νυμφώνος, συνήθως λόγω ανεπαρκών προσόντων, οπότε και καταφεύγουν στις αυτοεκδόσεις ή στη δημοσίευση των πονημάτων τους στο Facebook (από όπου δεν παραλείπουν να βυσσοδομούν, κατά καιρούς, εναντίον εκδοτών, μυθιστοριογράφων, ποιητών, μεταφραστών και δοκιμιογράφων που έχουν κάνει όνομα, όπως λέμε, με το έργο και την παρουσία τους).
Είναι λυπηρό ότι, ενίοτε, στον όλο αχταρμά παρασύρονται και αξιότιμοι παίκτες που συνέβη να έχουν διαπληκτιστεί με τον ζώντα δεχόμενο την επίθεση (όπως στην περίπτωση καλών ποιητών που τα έχουν σπάσει με τον Βλαβιανό για προσωπικούς λόγους) ή να είχαν κάποια απωθημένα με τον τεθνεώτα δεχόμενο την επίθεση (όπως στην περίπτωση ευφυέστατου εκδότη life style free press που σχεδόν μηδένισε το πολύπτυχο και πολύτιμο, ας επαναλάβω, έργο του Βακαλόπουλου) ή απλώς αισθάνονται ότι ως δημόσια πρόσωπα οφείλουν κι αυτοί να παρέμβουν δημοσίως.
Λόγω του ότι η διαμάχη διεξάγεται και μαίνεται στο πεδίο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και όχι στο χαρτί ελλοχεύει πάντα η παγίδα της ευκολίας και το δέλεαρ της ταχύτητας, με αποτέλεσμα τα υποτιθέμενα επιχειρήματα να μένουν σε χαμηλό, αστόχαστο και κυρίως άστοχο επίπεδο. Παρατηρείται επίσης το γεγονός κάποιοι να λένε και να ξελένε, ήτοι να αναρτούν τη θέση τους ή να σχολιάζουν την ανάρτηση κάποιου άλλου και μετά, ενδεχομένως σκεπτόμενοι πιο ψύχραιμα ότι φυσικά υπάρχουν συνέπειες για τα λεχθέντα τους, αφαιρούν, πάντα με την ευκολία που παρέχει το Mέσο, την ανάρτηση ή το σχόλιό τους, ποιούν τη νήσσα και ούτε γάτα ούτε ζημιά.
Το να θυμίζει το λογοτεχνικό τοπίο το θρυλικό πιστολίδι στο OK Corral, όπου διέπρεψε ο αγαπημένος μου ήρωας, ο Ντοκ Χόλιντεϊ, έχει ενίοτε την πλάκα του. Eχει πάντως και επιπτώσεις. Και, κοινωνιολογικά μιλώντας, λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη την ιστορία τέτοιων συγκρούσεων, νικητές βγαίνουν συνήθως οι αμυνόμενοι και όχι οι επιτιθέμενοι.