Για μια χλαμύδα αδειανή…

Για μια χλαμύδα αδειανή…

Αχός βαρύς ακούγεται, πολλά ντουφέκια πέφτουν κάθε καλοκαίρι εδώ και τρεις τουλάχιστον δεκαετίες εις τα πέριξ της Επιδαύρου μεθεόρτια δείπνα. Μα ευτυχώς είναι άσφαιρα, γιατί θύματα δεν βλέπω, πράγμα που επιτρέπει την απρόσκοπτη εθιμική συνέχεια. Ετσι, παρά το γεγονός ότι οι Λακεδαιμόνιοι οπλίτες πολεμούσαν με κόκκινη χλαμύδα, στο εστιατόριο Λεωνίδας δημοφιλέστερη εντράδα είναι η χλαμυδοφοβία – ενώ στην ντίσκο Καπάκι σερβίρεται το ανάλογο εξορκιστικό κοκτέιλ. Το παράδοξο μάλιστα κορυφώνεται καθώς όσο κι αν ψάξει κανείς ανάμεσα στις ποικιλίες της επιδαύριας πανίδας δεν θα βρει θεατές με την πάθηση της χλαμυδολατρίας. Ούτε ως σύμπτωμα σε αποδρομή ούτε καν ως μουσειακό δείγμα. Η διαπίστωση αυτή είναι κοινή και στον απόηχο των παραστάσεων της Επιδαύρου, στις περιοδείες ανά την Ελλάδα και τις σχετικές συζητήσεις, μια που κάθε επισκόπηση των μέσων μαζικής επιρροής και των διαδικτυακών ιστοσελίδων δίνει το ίδιο αποτέλεσμα: πουθενά δεν εντοπίζονται οπισθοβατικοί θεατές, σχολιαστές επικαλούμενοι το πνεύμα του Σικελιανού ή του Ροντήρη και κριτικοί θελγόμενοι από την ιδέα της επιστροφής στη χλαμύδα ή στο ιμάτιο, στον χιτώνα ή τον χιτωνίσκο. Δεν τους ανακαλύπτεις ούτε με κιάλια. Εκτός κι αν κρύβονται στα βουνά και στους λόγγους, προκειμένου να σηκώσουν αντάρτικο μαζί με τους νοσταλγούς της λερής φουστανέλας.

Eνα σκιάχτρο που δεν φοβίζει ούτε μπούφο

Αφού λοιπόν δεν υπάρχουν θιασώτες της χλαμύδας είναι προφανές πως οι θεατρικοί παράγοντες που εμφανίζονται ως απόστολοι της χλαμυδομαχίας δεν επιδίδονται παρά σε μια παρελκυστική σκιαμαχία με αλλότρια κίνητρα. Παίζοντας εν ου παικτοίς, επισείουν ένα σκιάχτρο που δεν φοβίζει ούτε μπούφο για να μεταφέρουν τον διάλογο σ’ ένα πεδίο χωρίς αντίπαλο. Εκεί και φωνασκούν καταγγέλλοντας όσους δεν πείθονται από ορισμένες καταγέλαστες παραστάσεις ως παραδοσιολάτρες. Κόπτονται και δημαγωγούν για να αποφύγουν τον πραγματικό σκόπελο – που έγκειται στο ότι οι ίδιοι στερούνται βιώσιμων ανανεωτικών προτάσεων. Αντ’ αυτών κραδαίνουν πλαστικά σημαιάκια της προτελευταίας θεατρικής εσοδείας, επαναπαύονται στις πλαστικές καρέκλες και πλασάρουν στους θεατές με την ίδια φθαρμένη πλαστική συσκευασία τα ληγμένα εδώ και τριάντα χρόνια καταπότια του μεταμοντερνισμού. Αγνοούν ότι αυτό το ρεύμα, έχοντας τινάξει τα πέταλα ήδη από τον προηγούμενο αιώνα, μοιάζει μ’ εκείνα τα μυστήρια φρούτα που κατά τον Νίτσε έχουν βρει το κόλπο να σαπίζουν προτού ωριμάσουν. Και έτσι ανύποπτοι φαντασιώνονται ότι πρωτοπορούν ενώ δίνουν μια απέλπιδα μάχη οπισθοφυλακής χωρίς ισχυρές εφεδρείες, νέα εφόδια και αυθεντικά καινοτόμες ιδέες. Μοιάζουν (και κάποιοι νεότεροι δυστυχώς) με εκείνους τους εξηντάρηδες που αυταπατώνται ότι παραμένουν αγέραστοι επειδή καβαλάνε Harley, χαλβαδιάζουν πιτσιρίκες και συντηρούν μετά κόπου μια λεηλατημένη κοτσίδα. Μα έχουν μείνει πίσω, πολύ πίσω, στην εποχή που κάποιος αλήστου μνήμης εκδότης κοκορευόταν πως ξεβλάχεψε την Ελλάδα πουλώντας καθρεφτάκια στους ιθαγενείς. Η κοινωνία μας εντούτοις ενηλικιώθηκε από τότε και οι θεατές που φοβούμενοι μήπως χαρακτηριστούν επαρχιώτες επιδοκίμαζαν άκριτα κάθε μπαγιάτικο νεωτερισμό μειώθηκαν, όπως μαρτυρούν οι αυξανόμενες αντιδράσεις απέναντι στα υποπροϊόντα της θεατρικής αγοράς. Περάσαμε από σαράντα κύματα αλλά φύγαμε πλέον από τη φάση που αρκούσε να βγάλει κανείς επί σκηνής έναν αρχαίο ήρωα με μπλουτζίν και αθλητικά παπούτσια για να θεωρηθεί μοντέρνος. Τώρα δεν αρκεί. Οι εξωφρενισμοί

Πολλοί θεατές κουράστηκαν να ψωνίζουν θεατρικά αποφόρια από καλάθια δεύτερης ευκαιρίας και δεν σοκάρονται με τρικ γηραλέων ταχυδακτυλουργών στην αμφίεση των ηρώων (κάτι παράταιροι δεσμοί γραβάτας με σώβρακο, έλεγε προφητικά ο Μάριος Χάκκας) κάποτε προξενούσαν εντύπωση. Τώρα ένα απλό ανασήκωμα των ώμων.

Η ποιητική του παλιατζίδικου

Η ενδυματολογική ασυναρτησία εν γένει, τόσο φανταχτερή στην αρχή, κατάντησε πλέον κουραστικά αναμενόμενη. Το σκηνικό συνονθύλευμα ετερόκλητων αντικειμένων (στρείδια, μύδια, κατσαβίδια και ξεκάρφωτα σανίδια!) αντί για την επιδιωκόμενη έκπληξη πυροδοτεί σαρκαστικά σχόλια. Η ποιητική του παλιατζίδικου εντέλει ξέμεινε από καύσιμα και σέρνεται σαν αγχωμένο τρίκυκλο που αγκομαχάει να φτάσει στον πλησιέστερο κάδο σκουπιδιών. Στην εποχή της αφέλειας οι εσκεμμένοι παρατονισμοί στην εκφορά του λόγου, η κραυγαλέα διάθεση και τα υστερικά φερσίματα έδιναν έναν τόνο αλλοκοτιάς. Σήμερα βαραίνουν ίσα μ’ έναν τόνο απλοϊκής χαριτωμενιάς. Το ίδιο συμβαίνει και με τα σύγχρονα κειμενικά αποσπάσματα που επιστρατεύονται ως παρένθετα δεκανίκια προκειμένου να συμπληρώσουν, να διορθώσουν ή να αναμορφώσουν (sic!) τους αρχαίους συγγραφείς. Οταν οι παρεκβάσεις είναι άστοχες (και συχνά δεν είναι απλώς άστοχες αλλά πέφτουν εκτός του πεδίου βολής) το κοινό αντιδρά με εύστοχη αμεσότητα. Η πρόχειρη εντυπωσιοθηρία σε αφελέστερους καιρούς έκανε θραύση μα εσχάτως αποδεικνύεται εύθραυστη και αφόρητα συμβατική. Τα κομμάτια της, λίθοι, πλίνθοι, κέραμοι ατάκτως ερριμμένα, πείθουν μονάχα όσους ικανοποιούνται από την πεπατημένη. Η ωραιοπάθεια της ασχήμιας, κορεσμένη από το πολύ της εκζητήσεως, παρουσιάζει φθίνουσα απήχηση. Καβαφικά μιλώντας, το κεραμεούν και φαύλον, το σιχαμερό, εγείρει στην καλύτερη περίπτωση πλήξη και σκιρτήματα συγκρατημένης αγανάκτησης, ενώ στη χειρότερη αντιμετωπίζεται με φανερό αποτροπιασμό.

Πολλοί θεατές λοιπόν κουράστηκαν να ψωνίζουν θεατρικά αποφόρια από καλάθια δεύτερης ευκαιρίας. Δεν σοκάρονται με τρικ γηραλέων ταχυδακτυλουργών και γνωρίζουν ή διαισθάνονται ότι για να βγουν φρέσκα λαγουδάκια απ’ το παλιό καπέλο είναι απαραίτητος ο συνδυασμός σύνεσης στοχαστικής και τόλμης αλματικής. Γίνεται κάθε μέρα και ευρύτερα αντιληπτό ότι το διακύβευμα των σύγχρονων παραστάσεων τραγωδίας και κωμωδίας είναι η ουσιαστική τους ανανέωση και όχι οι υπερβολές της μίας ή της άλλης διακοσμητικής σχολής. Το πρόσωπο του αρχαίου δράματος αντί για απανωτά λίφτινγκ χρειάζεται δραστικά καινούργιους μετατονισμούς και η έκφρασή του δεν αρτιώνεται με διάτορες κραυγές αλλά με την εκδήλωση μιας εσωτερικότητας σφύζουσας από τα ερωτήματα των ημερών μας. Οι θορυβοποιοί βέβαια θα εξακολουθήσουν να βαράνε στον βρόντο, αλλά κάθε μεστωμένος θίασος ήδη απομακρύνεται ήσυχα κι από χωριστό δρόμο.

* Ο Ηρακλής Λογοθέτης είναι συγγραφέας και κριτικός θεάτρου

Documento Newsletter