Ηταν Παρασκευή 19 Αυγούστου. 1977. Τέσσερα μειράκια, φρέσκοι απόφοιτοι λυκείου, ξοδεύουν το γλίσχρο χαρτζιλίκι τους αγοράζοντας, από το περίπτερο της θρυλικής Piazza San Nicolò, χύμα σέρτικα τσιγάρα, μπριλ κριμ και περιβραχιόνια πένθους. Κατηφορίζουν ανεπαισθήτως στο λιμάνι του Βόλου και με αργά, πένθιμα βήματα οδεύουν από το τσιπουράδικο Ιωλκός ίσαμε τον Αγιο Κωνσταντίνο, ανάβουν κεράκι, επιστρέφουν, πάντα με αργά βήματα και με φορεμένα τα περιβραχιόνια, στο τσιπουράδικο, πενθούν με τον ιδιότυπο τρόπο τους, ανίδεοι ακόμη τι θα πει θανάτου χνότο, έναν ήρωά τους που έμελλε να στοιχειώσει τη βιοτροπία τους, την ψυχονοητική τους ιδιοσυστασία, την ποιητική τους.
Οι τέσσερις πιτσιρικάδες, καίτοι μάλλον απομονωμένοι στην κλειστή ποιητική ομάδα τους, ανήκαν σε μιαν από τις ισχυρότερες πλειονότητες του πλανήτη – την άτυπη αδελφότητα 50.000.000 Elvis Fans Can’t Be Wrong. Ναι, ήταν τέσσερις από τους 50 εκατομμύρια θαυμαστές του Ελβις Πρίσλεϊ που δεν μπορεί να κάνουν λάθος. Μόλις τρία εικοσιτετράωρα πριν η (δική μας) ανθρωπότητα μάθαινε ότι ο «βασιλιάς» αναχώρησε για τους λειμώνες τ’ ουρανού.
Σήμερα, 46 χρόνια, σχεδόν μισό αιώνα μετά, ο νους ενός εκ των τεσσάρων, εμού, δεν παύει να ανατρέχει σ’ εκείνη τη μετεφηβική τελετή, την ποτισμένη στο τσίπουρο και μαρκαρισμένη από συγκινητικές, καίτοι αδέξιες, φιλοσοφικές συζητήσεις για το τι εστί ροκ εντ ρολ και ποπ κουλτούρα, για το πώς στεκόμαστε απέναντι στη λαίλαπα του πανκ, για το νόημα του να γράφουμε ποίηση, για το τι σκεφτόμασταν να κάνουμε στη ζωή μας.
Για μας, για μένα, ο Ελβις. The King. Ο «βασιλιάς των βασιλιάδων» σε μια χώρα ανέκαθεν και ακραιφνώς δημοκρατική – κι όμως οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίθουν βασιλέων: Μπι Μπι Κινγκ, Αλμπερτ Κινγκ, Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και πάει λέγοντας. Ο Ελβις που είχε χίλιες φωνές, που κατάφερνε να ερμηνεύει τα μπλουζ σαν βέρος Αφροαμερικανός – αυτό άλλωστε ενθουσίασε τον μέγιστο Σαμ Φίλιπς που διατεινόταν ότι εάν ποτέ έβρισκε ένα λευκό που να τραγουδάει σαν μαύρος, θα έβγαζε 1 δισεκατομμύριο δολάρια. Αλλά μεγαλουργούσε επίσης με τα ταχύρρυθμα ροκ κομμάτια, με τα σπιρίτσουαλ, τα γκόσπελ, τις τρίλεπτες ερωτικές άριες που τόσο είχε ανάγκη η νεολαία των ΗΠΑ και του κόσμου όλου φυσικά.
Ο Ελβις που έζησε μόλις 42 χρόνια, από τις 8 Ιανουαρίου του 1935 έως τις 16 Αυγούστου του 1977. Ωστόσο όχι μόνο ήταν σαν να έζησε 42 αιωνιότητες αλλά και κατάργησε το γήρας, μιας και μετά το πέρασμά του είμαστε πλέον όλοι νεόγεροι, γερονέοι, αιωνίως νεανίες, παιδαριογέροντες, ό,τι πεις, πάντως απλώς ζούμε ως νέοι καμιά ογδονταριά χρόνια εμβαπτισμένοι στη ροκ και ποπ κουλτούρα και μία των ημερών αφήνουμε την τελευταία μας πνοή.
Ο Ελβις που προλόγισε όλη τη μουσική σκηνή και όλα τα στιλ της νεολαίας που εναλλάχθηκαν από την αυγή της δεκαετίας του 1950 έως σήμερα, μιας και οι πάντες, από τον Νικ Κέιβ και τον Ντέιβιντ Μπόουι μέχρι τον Μπόνο και τον άλλο Ελβις, τον Κοστέλο, έχουν στην ψυχή τους το ανεξίτηλο τατουάζ του επιτεύγματός του.
Ο Ελβις του περιβόητου συνταγματάρχη Πάρκερ που τον μανατζάρισε ανελέητα και του διαβόητου «Dr Nick», όπως ήταν γνωστός ο Γιώργος-Κωνσταντίνος Νικόπουλος που τίγκαρε τον οργανισμό του «βασιλιά» με χάπια, ο οποίος, καίτοι κατά οκτώ χρόνια μεγαλύτερός του, έζησε άλλα 40 χρόνια μετά την εκδημία του Ελβις.
Ο Ελβις που επηρεάζει αναδρομικά την beat generation, καθώς το 1985 ο «παππούς όλων μας», ο Ουίλιαμ Σ. Μπάροουζ, συνεπικουρούμενος από τον Γκας Βαν Σαντ, ηχογραφεί το EP «The Elvis of letters». Ο Eλβις που ήταν μετενσάρκωση του Αρθούρου Ρεμπώ, όπως ήταν άλλωστε και ο Τζιμ Μόρισον. Ο Eλβις που οι επιστήμονες έδωσαν προς τιμήν του το όνομά του σε μιαν αράχνη, την Paradonea presleyi!
Ο Ελβις που τον αναθυμάται με κάμποσο καλοπροαίρετο χιούμορ ο Τζιμ Τζάρμους στο «Mystery train» και το «Coffee & cigarettes», όπου μάλιστα ο έκτακτος Στιβ Μπουσέμι εκπονεί τη θεωρία ότι όλα τα κακά που χρεώνεται ο Ελβις είναι στην πραγματικότητα πεπραγμένα του δίδυμου αδερφού του, του Τζέσι Γκάρον, που όχι μόνο δεν είχε πεθάνει στη γέννα, αλλά έζησε και δυσφήμησε τον «βασιλιά».
Ο Ελβις της ενδεχομένως (κατά τη γνώμη μου, σίγουρα!) χειρότερης, και παραδόξως εθιστικότατης, ταινίας όλων των εποχών, που φέρει τον παρανοϊκό τίτλο «Bubba Ho-Tep», που είναι γυρισμένη το 2002 από κάποιον Ντον Κοσκαρέλι, που την έχω δει καμιά δεκαριά φορές παρέα με φίλους και όπου ο Ελβις, ο οποίος απαυδισμένος από τις απαιτήσεις της φήμης δίνει τη θέση του σε ένα σωσία του, τον Σεμπάστιαν Χαφ, και τώρα ζει σε ένα γηροκομείο παρέα με τον Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι (που έχει μεταλλαχθεί σε Αφροαμερικανό!), απειλούμενοι αμφότεροι από μια ζωντανεμένη μούμια, αρχικά κλεμμένη από κάποιο μουσείο, την οποία εξοντώνουν με ένα έξυπνο τέχνασμα! Τρέλα και χάος!
Ο Ελβις, ο τραγουδισμένος από τον Νιλ Γιανγκ στο «Hey hey, my my», αυτό τον ύμνο στη διαλεκτική συνέχειας/ασυνέχειας της ποπ κουλτούρας, και, τέλος, ο Ελβις που ανεπίγνωστα με έσωσε από πολλά, με ώθησε να γίνω ποιητής και συγγραφέας, αενάως πιστός σ’ εκείνη τη μυστική τελετή που κάναμε τέσσερις πιτσιρικάδες στις 19 Αυγούστου του 1977.
Ο Ελβις που προλόγισε όλη τη μουσική σκηνή και όλα τα στιλ της νεολαίας που εναλλάχθηκαν από την αυγή της δεκαετίας του 1950 έως σήμερα, μιας και οι πάντες, από τον Νικ Κέιβ και τον Ντέιβιντ Μπόουι μέχρι τον Μπόνο και τον άλλο Ελβις, τον Κοστέλο, έχουν στην ψυχή τους το ανεξίτηλο τατουάζ του επιτεύγματός του