Ο συγγραφέας Χρήστος Δασκαλάκης γράφει για το Docville μια χριστουγεννιάτικη ιστορία για τον Άγιο Βασίλη που έχασε τον δρόμο, τις ανείπωτες παιδικές προσδοκίες και τα χρόνια της εκπλήρωσης
Περπατούσε πάνω στο κρύο πεζοδρόµιο και προσπαθούσε να βάλει τα χέρια του όσο πιο βαθιά µπορούσε στις τσέπες του φθαρµένου του µπουφάν για να τα ζεστάνει. Περπατούσαν γρήγορα, αλλά πώς να προλάβει τα βήµατα της µάνας του; Ηταν µόλις εννέα χρόνων, µικρά πόδια, µικρά χέρια, µικρός κορµός, µεγάλα όνειρα. Είχε µόλις τελειώσει ο εσπερινός και ο πατέρας θα ήταν ήδη σπίτι πεινασµένος. Περπατούσε, σχεδόν έτρεχε, για να µην αποµακρυνθεί πολύ από τη µάνα του και αρχίζει πάλι να του φωνάζει. Θυµόταν πολύ καλά πόσο πονούσε το προηγούµενο χαστούκι πάνω στο παγωµένο του µάγουλο και είχε αποφασίσει πως θα κάνει ό,τι του ζητήσει για να µην επαναληφθεί.
Στη στροφή το µικρό παιχνιδάδικο ήταν άδειο από κόσµο ακόµη αλλά έντονα φωταγωγηµένο. Είχε µόλις ντυθεί γιορτινά και η βιτρίνα του έµοιαζε µε παραµύθι. Κάτω αριστερά ένα µικρό καράβι µε ένα φωτάκι µόνο πάνω στο κατάρτι που αναβόσβηνε αιχµαλώτισε το βλέµµα του. Θα το ήθελε πολύ αυτό το καραβάκι. Εµοιαζε και εκείνο µόνο και φτωχό και σίγουρα έψαχνε µε τη σειρά του έναν φίλο. Σίγουρα θα έδινε χρώµα και ζεστασιά στο άδειο του δωµάτιο και έτσι δεν θα αισθανόταν κανείς από τους δυο τους µόνος. Μόλις πήγαινε στο σπίτι θα έγραφε ένα γράµµα στον Αγιο Βασίλη. Ισως φέτος έβρισκε τον χρόνο να κάνει στάση και στο δικό τους σπίτι.
Καθώς είχε κολληµένο το πρόσωπό του στη βιτρίνα ένιωσε το καραβάκι να κουνιέται ολόκληρο, µαζί και η βιτρίνα. Τι γινόταν; Γιατί όλα γύριζαν γύρω του; «Το µυαλό σου µόνο καράβια σκέφτεται. Ποιος νοµίζεις ότι είσαι; Ο Ωνάσης; Προχώωωρα…» είπε η µάνα του και τίναξε στον αέρα το χέρι της που είχε επίσης πονέσει από το χαστούκι που µόλις του είχε προσφέρει. Τα µάτια του έτρεχαν δάκρυα, η καρδιά του γέµιζε παράπονο και το µυαλό του δεν µπορούσε να καταλάβει γιατί δεν άξιζε ποτέ ένα δώρο. Το µόνο που ευχόταν ήταν είτε να µεγαλώσει γρήγορα είτε να πεθάνει είτε να του πέσει το λαχείο και να φύγει όσο πιο µακριά από το σπίτι του…
Το βράδυ της παραµονής κοιµήθηκε πολύ ήρεµα. Κάτι µέσα του του έλεγε ότι αυτήν τη φορά ο Αγιος Βασίλης θα τον θυµόταν. Είχε υποµείνει άλλωστε πολλά και εκείνο το καραβάκι άξιζε να έχει έναν φίλο να παίζει µαζί του. Ηξερε πολύ καλά τι σηµαίνει να µη σου δίνει κανείς σηµασία. Να µένεις σε µια άκρη ξεχασµένος. Να νιώθεις τα βλέµµατα των άλλων πάνω σου. Να είσαι ντυµένος µε φθαρµένα ρούχα και να µην έχεις λίγα κέρµατα να πάρεις και εσύ µια σοκοφρέτα στο διάλειµµα. Τα ήξερε όλα αυτά πολύ καλά και πίστευε ότι ο Αγιος Βασίλης που τα έβλεπε θα του έδινε ένα δώρο για την υποµονή που είχε δείξει…
Αλλά ο Αγιος Βασίλης δεν ήρθε ούτε φέτος. ∆εν ήρθε ούτε την επόµενη χρονιά. Εφτασε 18 χρόνων και δώρο δεν πήρε ποτέ. Ούτε ένα µπράβο ούτε µια αγκαλιά ούτε λίγα κέρµατα για να πάρει εκείνη τη σοκοφρέτα. Εφυγε από το σπίτι και δεν γύρισε ποτέ. Τον αγάπησαν οι θάλασσες, τον αγάπησαν τα λιµάνια, τον αγάπησαν οι άνθρωποι. Μα όσο κι αν µεγάλωνε, όσο κι αν η τσέπη του γέµιζε µε κέρµατα πολλά, η φτώχεια στην καρδιά του δεν χόρταινε και ο πόνος στην ψυχή δεν µειωνόταν…
Γύρισε από το ταξίδι λίγο πριν από την παραµονή. Είχε φτάσει πλέον 55 χρόνων, άξιζε να βάλει ένα τέλος στις θάλασσες, να βάλει τα λιγοστά ενθύµια πάνω σε ένα γραφείο και να µείνει στη στεριά. Αξιζε να κάνει γιορτές στο σπίτι.
Βγήκε έξω στο κρύο και χάθηκε στην πόλη. Χωρίς να το συνειδητοποιήσει βρέθηκε µπροστά σε µια φωτεινή βιτρίνα ντυµένη χριστουγεννιάτικα. Ξαφνικά κοίταξε τροµαγµένος στα δεξιά του να δει ποιος έρχεται. Ενας πόνος ήρθε στο στήθος µαζί µε την εικόνα της µάνας του να κατευθύνεται προς το µέρος του σηκώνοντας το χέρι της έτοιµη να τον χτυπήσει. Πόσο άσχηµη σκέψη. Οχι, αυτό δεν µπορούσε να ξαναγίνει. Τώρα δεν ήταν πια παιδί. Ή µήπως ήταν;
Μπήκε µέσα στο πολυκατάστηµα και άρχισε να ζητά ό,τι έβλεπε µπροστά του. Φωτάκια, δέντρο, στολίδια, τρενάκια, καραβάκια, οτιδήποτε γυάλιζε, οτιδήποτε θύµιζε χριστουγεννιάτικο παραµύθι. «Πολλά βαφτιστήρια;» του είπε η κοπέλα που δεν προλάβαινε τις επιθυµίες του. «Πολλά χαµένα χρόνια» της απάντησε µε χαµόγελο.
Το ταξί γέµισε µε Χριστούγεννα και σε λίγο γέµισε και το σπίτι του. Μπορεί να άργησε σχεδόν 50 χρόνια, αλλά φέτος ο Αγιος Βασίλης θα έκανε σίγουρα µια στάση και στη δική του γειτονιά. Γιατί το άξιζε, γιατί ήταν ζωντανός, γιατί ήταν εδώ που έπρεπε να ήταν. Στο κέντρο µιας γιορτής. Στο κέντρο µιας ζωής που αξίζει να τη γιορτάζεις ως το πιο πολύτιµο αγαθό όλου του κόσµου.