Στις 12 Φεβρουαρίου του 1980 έφυγε από τη ζωή η Γεωργία Βασιλειάδου, η «πιο όμορφη άσχημη» του ελληνικού θεάτρου και του κινηματογράφου, η οποία διακρινόταν για τον επαγγελματισμό και την ευσυνειδησία της και τυποποίησε ένα λαϊκό τύπο καρατερίστας με λιτή έκφραση.
Από μικρή είχε κλίση στη μουσική και στο τραγούδι, όμως καταγόταν από φτωχή οικογένεια και η ζωή της ήταν γεμάτη δυσκολίες και περιπέτειες, καθώς έζησε τους δύο παγκόσμιους πολέμους, την Κατοχή και την κατάληψη της Αθήνας από τους Γερμανούς. Αναγκάστηκε λοιπόν να εγκαταλείψει νωρίς το σχολείο και να εργαστεί για να βοηθήσει την οικογένειά της. Παρ’ όλα αυτά κατάφερε να μαζέψει χρήματα και να σπουδάσει κλασικό τραγούδι στη Γεννάδειο Σχολή.
Η πρώτη της καλλιτεχνική εμφάνιση ήταν το 1923 στο Θέατρο Ολύμπια όπου στεγαζόταν η Λυρική Σκηνή, ως χορωδός στον «Ερνάνη» του Τζουζέπε Βέρντι. Κατόπιν συμμετείχε ως ηθοποιός πρόζας στους θιάσους της Κυβέλης, του Μυράτ, της Κοτοπούλη ερμηνεύοντας πολλούς ρόλους, ενώ συνεργάστηκε και με τον Αιμίλιο Βεάκη.
Μετά το γάμο της και τη γέννηση του παιδιού της έμεινε για ένα διάστημα μακριά από τα καλλιτεχνικά δρώμενα, όμως επανήλθε και πάλι το 1939 και ξεκίνησε μια δεύτερη καριέρα. Εμφανίστηκε στο μουσικό θέατρο και σε φαρσοκωμωδίες ως πρωταγωνίστρια, ενώ υπήρξε θιασάρχης και συνθιασάρχης με τον Νίκο Ρίζο και τον Βασίλη Αυλωνίτη.
Παράλληλα την εποχή εκείνη την ανακάλυψε ο Αλέκος Σακελλάριος και της έδωσε ένα ρόλο στην ταινία «Τα κορίτσια της παντρειάς. Ακολούθησαν μεγάλες επιτυχίες, όπως «Οι Γερμανοί ξανάρχονται», «Ο γρουσούζης», «Το στραβόξυλο», «Η ωραία των Αθηνών», «Η καφετζού», «Η κυρά μας η μαμή», «Η θεία απ’ το Σικάγο», «Ο Κλέαρχος, η Μαρίνα και ο κοντός», «Οι γαμπροί της Ευτυχίας» κ.ά. Η τελευταία της εμφάνιση ήταν στην τηλεοπτική σειρά «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται».