Καρντάση μου εκεί στον Γερμανικό Βορρά πλάι στον Ρήνο με τις «βαριές» μηχανές να καλύπτουν τα ανθρώπινα, ψυχανεμίζομαι πως δεν θα πήρες χαμπάρι τις δηλώσεις του Γερούν για τον μέθυσο και ακόλαστο Νότο.
Γιατί αν τις είχες πάρει χαμπάρι, θ΄ αντάριαζε ο νόστος μέσα σου και θ’ άρχιζες τα τηλέφωνα τα ξημερώματα.
Εσύ κρατάς ακόμη καβάτζα τον θυμό μπαγάσα.
Εμείς στην πατρώα γη, με αυτόν τον μιντιακό λειμώνα να στοιχειώνει την καθημερινότητά μας, μαλακώσαμε, δεν ημερέψαμε, συνθηκολογήσαμε με τη μαύρη μας τη μοίρα. Είμαστε σαν τη Σύρια μάνα που «ανεβαίνει» στωικά με τα δυο «μωρέλια» της στην αγκαλιά τον Γολγοθά της προσφυγιάς κι αναρωτιέσαι «που το βρίσκει το κουράγιο;». Κι όταν κοπάσει ο κουρνιαχτός, θα γίνουμε σαν τον Γερούν.
Καρντάση μου θυμάσαι τη Σόφη; Τι μάτια Θέ μου! Και τι μαλλιά! Τά ‘ριχνε πίσω με νάζι και ηχούσε στ’ αυτιά σου, «τά ’δωσα όλα κι έμεινα στον άσσο».
Θυμάμαι, σ’ εκείνο το δυάρι στο Άμστερνταμ. Είχαν περάσει πέντε λεπτά που είχε ξυπνήσει. Εκείνη με μια βαριά φωνή που μαρτυρούσε τα χθεσινά τσιγάρα, τραγούδαγε απ’ την κουζίνα ένα τραγούδι για την αγάπη, στη γλώσσα του Γερούν. Ή μάλλον για την προδοσία. Κάτι σχετικό τέλος πάντων. Σήκωσα το κεφάλι από το μαξιλάρι. Ο ήλιος έμπαινε από τις γρίλιες και ζωγράφιζε μικρά γεωμετρικά σχήματα στο χαλί. Το πουλόβερ που φορούσα μύριζε ακόμη καπνό. Στ’ αριστερό μου μανίκι αναγνώρισα το άρωμά της.
Κατά περίεργο τρόπο κάθε φορά που μυρίζω το μανίκι μου, μού ’ρχεται η ίδια μυρωδιά πού ‘χει το χρώμα του αποχαιρετισμού. Κάπως έτσι έφτασαν τα συναισθήματα να μου θυμίζουν ταξίδια.
Ρε καρντάση μου, πολύ ωραία τα καταφέραμε ως Δημοκρατία στην Ευρώπη. Εξαλείψαμε όλες τις διαφορές κι αφήσαμε μόνο το μέγεθος του πορτοφολιού μας!
«Ποια αγάπη», σου λέει ο συμπατριώτης της Σόφης που πάτωσε στις εκλογές. «Τα λεφτά». Πρίμο σεγόντο κι ο Βόλφγκανγκ. «Χωρίς ΔΝΤ δεν έχει δόση». Κι ο ΣΚΑΙ στ’ αυτιά σου, «κλείστε την αξιολόγηση, καταστρέφεται η χώρα». Αυτός ο Πορτοσάλτε είναι ίδιος ο Γερούν. Ευτυχώς εσύ δεν τον ακούς, έχεις τις βαριές μηχανές στ’ αυτιά σου.
Κι οι δικές μας εδώ, αντί να πουν στον Ολλανδό, «ναι βρε, στον Νότο ερωτευόμαστε ακόμη, μαζί τα τρώμε και τα πίνουμε με τους άνδρες μας», είδαν σεξισμό και του διαμήνυσαν πως μόνο οι «πουτάνες» μπορούν να καταστραφούν για έναν έρωτα.
Ούτε που κατάλαβαν πως το πρόβλημα του κάθε Γερούν είναι ο πραγματικός έρωτας κι όχι ο πληρωμένος. Ο άνθρωπος είναι θυμωμένος που δεν γνώρισε ποτέ του μια Σόφη να του μάθει πως σε πλουτίζουν τα συναισθήματα.
Αφήστε τις πουτάνες στην ησυχία τους και καλέστε τις γυναίκες του Νότου να ρίξουν πίσω τα μαλλιά τους με νάζι.