«Για αγωνία του Κυριάκου Μητσοτάκη να εφεύρει ένα πειστικό αφήγημα τώρα που βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα στρατηγικό αδιέξοδο», κάνει λόγο στη συνέντευξή της στο Αθηναϊκό -Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η υπουργός Διοικητικής Ανασυγκρότησης Όλγα Γεροβασίλη σχολιάζοντας την παρουσία του προέδρου της ΝΔ στη ΔΕΘ.
Όπως αναφέρει στην συνέντευξή της στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, «η επιχειρηματική κοινότητα, εγχώρια και διεθνής, παρακολουθεί την κυβέρνηση να ανοίγει μέρα με τη μέρα το δημοσιονομικό διάδρομο για την έξοδο από την επιτροπεία, τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης να αναβαθμίζουν την πιστοληπτική μας ικανότητα, τη διάθεση ισχυρών επενδυτών να εμπιστευθούν την Ελλάδα -και αυτή η πραγματικότητα είναι αμείλικτη για την αξιωματική αντιπολίτευση και τον αρχηγό της και τους οδηγεί σε διαδοχικές κινήσεις πανικού».
Σχολιάζοντας τη δήλωση Μητσοτάκη πως «όποιος θέλει επενδύσεις στην Ελλάδα μία είναι η διεύθυνση, Πειραιώς 62» (σ.σ. όπου και τα κεντρικά γραφεία της Νέας Δημοκρατίας), η κ. Γεροβασίλη απαντά ότι «η ΝΔ επιδίδεται σε μια επικοινωνιακή εκστρατεία, προκειμένου να καλλιεργήσει την εντύπωση σε μελλοντικούς επενδυτές ότι αν ήταν αυτή στην κυβέρνηση, θα υπήρχαν περιθώρια υπέρβασης ή καταστρατήγησης των νόμων στη χώρας μας». Εξάλλου, «είναι δικαίωμα της -λέει- να αδιαφορεί για τους νόμους, τις εργασιακές σχέσεις, το φυσικό περιβάλλον, την ποιότητα ζωής των Ελλήνων πολιτών. Αυτή, όμως, η αδιαφορία κρίνεται σε άλλη διεύθυνση: “Μέγαρο Βουλής, ΤΚ. 100 21 Αθήνα”».
«Όλες οι Κασσάνδρες της καταστροφής έχουν διαψευσθεί πανηγυρικά και αυτό είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός», απαντά η κ. Γεροβασίλη στην ερώτηση αν υπάρχει ενδεχόμενο νέων μέτρων και πρόωρων εκλογών και κατηγορεί την αντιπολίτευση ότι «τις παραμονές μιας κρίσιμης καμπής για τη χώρα, συνασπίζεται επιδεικτικά, επενδύοντας στην καταστροφή και τελικά διαψεύδεται».
Σύμφωνα με την Ό. Γεροβασίλη, «ο Ανδρέας Παπανδρέου και ο Αλέξης Τσίπρας είναι δύο σημαίνουσες πολιτικές προσωπικότητες, που ανήκουν στη μειοψηφία των ηγετών, που διαδραμάτισαν και διαδραματίζουν έναν ιστορικό ρόλο. Σε εκείνους που η ιστορία τους ξεχωρίζει από τους πολλούς. Είναι, όμως, αναχρονισμός -προσθέτει- να προσπαθούμε να γυρίσουμε το χρόνο πίσω και να εισάγουμε στοιχεία από τη σημερινή πραγματικότητα, για να εξάγουμε πολιτικά και άλλα συμπεράσματα».