«Το τρέχον πρόγραμμα διάσωσης για την Ελλάδα θα τερματιστεί χωρίς οικονομική συμμετοχή του ΔΝΤ», γράφει το γερμανικό περιοδικό Der Spiegel σε άρθρο με τίτλο «Ελληνική κρίση – Το ΔΝΤ πριν την έξοδο (από το πρόγραμμα)».
Αυτό διαφαίνεται έπειτα από συνεδρίαση της αποκαλούμενης ομάδας εργασίας του Eurogroup στις αρχές της περασμένης εβδομάδας στις Βρυξέλλες, στην οποία έλαβαν μέρος κορυφαία στελέχη των υπουργείων Οικονομικών των κρατών-μελών και εκπρόσωποι του ΔΝΤ γράφει το Spiegel και προσθέτει: «Το Ταμείο και η επικεφαλής του Κριστίν Λαγκάρντ βλέπουν τις αναπτυξιακές προοπτικές της Ελλάδας με πολύ μεγαλύτερη επιφυλακτικότητα απ’ ότι οι Ευρωπαίοι. Γι’ αυτό και, όπως πιστεύει το Ταμείο, η χώρα χρειάζεται μεγαλύτερες ελαφρύνσεις του χρέους. Όπως αξίωσαν οι εκπρόσωποι του, σ’ αυτές θα έπρεπε να περιληφθούν και οι υποστηρικτικές πληρωμές του ευρωπαϊκού μηχανισμού διάσωσης ESM όπως και η διμερής δανειακή βοήθεια, που παρείχαν κράτη-μέλη στην Ελλάδα κατά την αρχή της κρίσης. Οι Ευρωπαίοι απορρίπτουν αυτή την πρόταση για νομικούς λόγους, καθότι, εάν έπρεπε να αποσβεστεί μέρος των διμερών δανείων, κάτι τέτοιο θα συνδεόταν με άμεσες επιβαρύνσεις για τους προϋπολογισμούς των εμπλεκόμενων χωρών. Ως τελευταία συνάντηση, κατά την οποία θα μπορούσε να επιτευχθεί μια συμφωνία με το ΔΝΤ, θεωρείται αυτή των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης την επόμενη εβδομάδα. Ωστόσο, όπως λέγεται από κύκλους των συμμετεχόντων, οι πιθανότητες δεν είναι και πολύ μεγάλες. Η συμμετοχή του ΔΝΤ στο τρίτο πρόγραμμα βοήθειας για την Ελλάδα με ποσό 1,6 δισεκ. ευρώ θα είχε ούτως ή άλλως περισσότερο συμβολική σημασία. Το πρόγραμμα εκπνέει τον Αύγουστο.
Στο ίδιο μήκος κύματος και η Handelsblatt
«Δεν υπάρχει πια σχεδόν καμία ελπίδα για συμμετοχή του ΔΝΤ στο πακέτο βοήθειας για την Ελλάδα» γράφει ανάλογο δημοσίευμά της και μια άλλη γερμανική εφημερίδα, η Handelsblatt. «Το ΔΝΤ θα έπρεπε κανονικά να συμμετέχει στη δανειακή βοήθεια για την Ελλάδα. Ωστόσο οι χώρες-μέλη της ευρωζώνης και το ΔΝΤ έχουν διαφορές- και οι Έλληνες δεν έχουν επίσης πια καμία όρεξη» τονίζει η εφημερίδα.
Τον Αύγουστο το τρίτο αυτό πρόγραμμα εκπνέει και καθίσταται ολοένα και περισσότερο απίθανο να εμβάσει το ΔΝΤ μέχρι τότε χρήματα στην Αθήνα.
Ευρωπαίοι και ΔΝΤ ακόμη διαπραγματεύονται σχετικά με την οικονομική συμμετοχή του Ταμείου. Το σημείο τριβής είναι το ερώτημα, κατά πόσο η Ελλάδα θα είναι μακροπρόθεσμα σε θέση να αποπληρώσει τα χρέη της. Το ΔΝΤ αμφισβητεί ότι υπάρχει τέτοια πιθανότητα, καθότι βλέπει περισσότερο απαισιόδοξα απ’ ότι η Ε.Ε. την οικονομική εξέλιξη της χώρας, εξ ου και θεωρεί αναγκαίες τις ελαφρύνσεις του χρέους για την Ελλάδα. Οι αξιώσεις του Ταμείου είναι όμως για τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης, και ιδίως για τη Γερμανία, υπερβολικές. Εσχάτως, όπως λέγεται τόσο από κύκλους της ομοσπονδιακής κυβέρνησης όσο κι από το περιβάλλον του ΔΝΤ, έχει σημειωθεί πρόοδος στις επαφές των δύο πλευρών, ενώ κρίσιμη θεωρείται η συνάντηση των Υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης στα τέλη της ερχόμενης εβδομάδας. Το Ταμείο ζητάει από τους Ευρωπαίους να ξεκαθαρίσουν ποιες ελαφρύνσεις χρέους σκοπεύουν να παράσχουν στους Έλληνες μετά το τέλος του προγράμματος βοήθειας. Ο χρόνος πιέζει. Καθότι το ΔΝΤ δεν θέλει να εμβάσει τα χρήματά του την τελευταία στιγμή, λίγο προτού λήξει το πρόγραμμα διάσωσης τον Αύγουστο. Στις Βρυξέλλες υπάρχει πάντως επιφυλακτικό κλίμα σε σχέση με το κατά πόσο είναι δυνατή η επίτευξη συμφωνίας την ερχόμενη βδομάδα.
Κι ακόμη κι αν ΔΝΤ και κράτη-μέλη της Ευρωζώνης πετύχουν συνεννόηση, μπορεί τελικά το ΔΝΤ να μη δώσει τελικά τα χρήματα. Καθότι, όπως λένε Ευρωπαίοι διπλωμάτες, ούτε η Ελλάδα θέλει πλέον το δάνειο ύψους 1,6 δισεκ. ευρώ, γιατί τής είναι πολύ ακριβό, επειδή το ταμείο ζητά ένα αισθητά υψηλότερο επιτόκιο απ’ ότι ο μηχανισμός ESM. Άλλωστε , άμεση ανάγκη από χρήματα η Ελλάδα δεν έχει στην παρούσα φάση. Εάν η Ελλάδα εκπληρώσει τους όρους των μεταρρυθμίσεων, ο ESM σκοπεύει να της εμβάσει μια ακόμη τελευταία δόση ύψους έντεκα έως δώδεκα δισεκ. ευρώ.
Πάντως, ακόμη κι αν το Ταμείο δεν δώσει χρήματα, επισήμως φαίνεται πως συμμετέχει ακόμη στο ελληνικό πρόγραμμα, ελέχθη απ’ τις Βρυξέλλες. Κι αυτό είναι σημαντικό, ούτως ώστε να κερδηθεί εμπιστοσύνη μεταξύ των διεθνών επενδυτών και να διευκολυνθεί η επιστροφή της χώρας στις χρηματαγορές, καταλήγει το δημοσίευμα της Handelsblatt.