Γερμανικός Τύπος: «Ερντογάν, ο δεύτερος κατακτητής της Κωνσταντινούπολης;»

Γερμανικός Τύπος: «Ερντογάν, ο δεύτερος κατακτητής της Κωνσταντινούπολης;»

Την λύπη του για την επικείμενη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί εξέφρασε ο εντεταλμένος της ομοσπονδιακής κυβέρνησης για θρησκευτικά ζητήματα Μάρκους Γκρούμπελ (CDU), επισημαίνοντας την ιστορική σημασία του μνημείου. Κριτική για την απόφαση της Άγκυρας άσκησε επίσης η Καθολική Εκκλησία της Γερμανίας, αλλά και στελέχη κομμάτων.

«Λυπούμαι πολύ που η Αγία Σοφία θα διατίθεται τώρα αποκλειστικά σε μία θρησκεία για προσευχή. Το κτίριο έχει βαθιά ιστορική σημασία, τόσο για τον Χριστιανισμό όσο και για το Ισλάμ. Σε μια αλλαγή του καθεστώτος του (το κτίριο) θα έπρεπε να χρησιμεύει ως σημείο συνάντησης, ανταλλαγής μεταξύ των δύο θρησκειών», δήλωσε ο κ. Γκρούμπελ στο Καθολικό Πρακτορείο Ειδήσεων (ΚΝΑ).

Ανησυχία για τις εξελίξεις όσον αφορά την Αγία Σοφία εξέφρασε από την πλευρά της η Γερμανική Καθολική Διάσκεψη των Επισκόπων: «Με την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας της Τουρκίας για το καθεστώς της Αγίας Σοφίας και την ανακοίνωση του προέδρου [της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ] Ερντογάν να ανοίξει το κτίριο για μουσουλμανικές προσευχές, η Τουρκία φαίνεται ότι είναι στον δρόμο για την μετατροπή ενός από τα μεγαλύτερα σύμβολά της από μουσείο σε τζαμί», δήλωσε ο εκπρόσωπος της Διάσκεψης Ματίας Κοπ, επίσης στο ΚΝΑ, τονίζοντας την «μεγάλη και ταραχώδη» ιστορία της Αγίας Σοφίας και τη μεγάλη σημασία της, ακόμη και σήμερα, για τους Μουσουλμάνους, τους Χριστιανούς και «κυρίως για την Ορθόδοξη Εκκλησία». «Η μετατροπή σε μουσείο το 1934 οδήγησε σε μια ειρήνευση η οποία διαρκεί μέχρι σήμερα. Οι πιστοί και των δύο μεγάλων θρησκειών, αλλά και οι κοσμικοί Τούρκοι, μπορούσαν, ο καθένας με τον τρόπο του, να βρουν σημείο αναφοράς σε αυτό το κτίριο, να ταυτιστούν μαζί του. Η απόφαση του δικαστηρίου και η ανακοίνωση του τούρκου προέδρου ενέχουν τον κίνδυνο η Αγία Σοφία να μπορεί και πάλι μελλοντικά να θεωρηθεί σύμβολο θρησκευτικής ‘κατάκτησης’» , προειδοποιεί ο εκπρόσωπος της Γερμανικής Καθολικής Εκκλησίας και τάσσεται υπέρ «μιας πολιτικής απόφασης η οποία θα ενισχύει την συνοχή της χώρας και το αίσθημα της ενότητας Μουσουλμάνων και Χριστιανών, αντί να υποδαυλίζει πικρίες και να ενισχύει τις φυγόκεντρες δυνάμεις».

Την διακοπή των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Τουρκία λόγω (και) της εξέλιξης σχετικά με την Αγία Σοφία ζήτησε ο αναπληρωτής Γενικός Γραμματέας των βαυαρών Χριστιανοκοινωνιστών (CSU) Φλόριαν Χαν: «Η χρήση της Αγίας Σοφίας ως τζαμιού συμβολίζει την αυξανόμενη αποξένωση μεταξύ της ΕΕ και της Τουρκίας υπό τον Ερντογάν. Μόνο μία συνέπεια μπορεί να υπάρξει: οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Τουρκία πρέπει να σταματήσουν! Δεν είναι πλέον παρά μία φάρσα!», έγραψε ο κ. Χαν σε ανάρτηση στον προσωπικό του λογαριασμό στο Twitter, ενώ η πρώην υπουργός Προστασίας του Καταναλωτή Ρενάτε Κίναστ (Πράσινοι) χαρακτήρισε με ανάρτησή της «λυπηρές» τις εξελίξεις και τόνισε ότι δεν συνάδουν με τις μεγάλες διαφημιστικές καμπάνιες για τον τουρισμό. Από την πλευρά της «Εναλλακτικής για την Γερμανία» (AfD), η αντιπρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Ομάδας Μπεατρίξ φον Στορχ σχολίασε μέσω Twitter: «Οι Εκκλησίες μας ζητούν σεβασμό για τα μουσουλμανικά αισθήματα. Ο Ερντογάν δεν δίνει μία για τα αισθήματα των Χριστιανών. Η Αγία Σοφία θα γίνει τζαμί. Η Τουρκία είναι ισλαμιστικό κράτος και δεν ανήκει στην Ευρώπη. Όχι σε ένταξη στην ΕΕ».

Ο αρμόδιος των Πρασίνων για διεθνή θέματα Όμιντ Νουριπούρ χαρακτήρισε «λάθος» την μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τέμενος, επισημαίνοντας ότι «το κτίριο ως σύμβολο είναι πολύ σημαντικό για να το χρησιμοποιεί κανείς προκειμένου να πληγώσει τα αισθήματα των Χριστιανών» και υπενθυμίζοντας ότι «οι διαμάχες για την Ιστορία δεν έφεραν ποτέ συμφιλίωση».

Ο Μάρτιν Γκλάζεναπ, επικεφαλής του γραφείου της Προέδρου της Αριστεράς Κάτια Κίπινγκ, έκανε λόγο για «νίκη της ισλαμιστικής δημοκρατίας επί του παλιού κοσμικού εκσυγχρονισμού».

«Επίδειξη δύναμης»

Η είδηση για την επικείμενη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε μουσουλμανικό τέμενος καλύπτεται ευρέως από τα γερμανικά ΜΜΕ. Σε «πολιτικό ζήτημα» που αφορά το καθεστώς του κτιρίου αναφέρεται η Süddeutsche Zeitung. Εκτιμά ότι η χθεσινή απόφαση θα μπορούσε να οδηγήσει σε κλιμάκωση της έντασης μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας. «Ερντογάν, ο δεύτερος κατακτητής της Κωνσταντινούπολης;» διερωτάται η Frankfurter Allgemeine Zeitung και επισημαίνει ότι η απόφαση του τούρκου προέδρου δεν συνάντησε αντίσταση από την τουρκική αντιπολίτευση.

Το πρώτο κανάλι της γερμανικής δημόσιας τηλεόρασης ARD επισημαίνει σε ρεπορτάζ του ότι είναι ακόμη ασαφές τι θα γίνει με τα χριστιανικά σύμβολα της Αγίας Σοφίας. Για το θέμα, ο καθηγητής Αρχιτεκτονικής της Σχολής Καλών Τεχνών Μιμάρ Σινάν της Κωνσταντινούπολης, ο Σουλεϊμάν Κιζιλτοπράκ, είπε στο ARD ότι «δεν αποτελεί μόνο το εξωτερικό κτίσμα Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς, σε αυτό περιλαμβάνονται επίσης οι καλλιγραφίες, τα μωσαϊκά και οι εικόνες με την καλλιτεχνική τους αξία (…) όλα αυτά είναι ευθύνη της Δημοκρατίας της Τουρκίας να τα προστατεύσει».

Το περιοδικό Der Spiegel παραθέτει τις αντιδράσεις τόσο της ελληνικής κυβέρνησης όσο και της κυβέρνησης των ΗΠΑ, της UNESCO και της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, ενώ η Deutsche Welle φιλοξενεί δηλώσεις του Καθηγητή Ορθόδοξης Θεολογίας του Πανεπιστημίου του Μονάχου Κωνσταντίνου Νικολακόπουλου, ο οποίος εξηγεί ότι η απόφαση του τούρκου προέδρου δεν αφορά θρησκευτικά ζητήματα, αλλά εντάσσεται στην πολιτική προκλήσεων που ακολουθεί τα τελευταία χρόνια.

«Πρόκειται για επίδειξη δύναμης. Ο Ερντογάν δεν θέλει να κυριαρχήσει μόνο στον ισλαμικό κόσμο» αλλά και «να αποδείξει ότι η Τουρκία είναι μια μεγάλη δύναμη και δεν φοβάται κανέναν. Στα κίνητρά του περιλαμβάνονται ασφαλώς ο εθνικισμός και ο φονταμενταλιστικός ισλαμισμός», εκτιμά ο καθηγητής, ο οποίος επιπλέον θεωρεί ότι οι αντιδράσεις, για παράδειγμα από τη Γαλλία και τη Ρωσία, ήρθαν πολύ καθυστερημένα και ήταν πολύ χαμηλόφωνες. Αλλά και η Γερμανία «απέφυγε να πάρει σαφή θέση. Η UNESCO δημοσιοποίησε μόλις την Πέμπτη μια δήλωση, στην οποία ζήτησε από τον Ερντογάν – ή θα έλεγα τον παρακάλεσε – να μη κάνει αυτό το βήμα», επισημαίνει.

ΑΠΕ-ΜΠΕ

Documento Newsletter