Η Άνγκελα Μέρκελ, το φαβορί των βουλευτικών εκλογών της Κυριακής, και ο σοσιαλδημοκράτης αντίπαλός της Μάρτιν Σουλτς θα κάνουν σήμερα την προσπάθεια της ύστατης στιγμής να κινητοποιήσουν τους υποστηρικτές τους και να πείσουν τους αναποφάσιστους, στο τέλος μιας εκστρατείας ίσως η πιο σημαντική τάση της οποίας να είναι η ενίσχυση της εθνικιστικής δεξιάς.
Η 63χρονη καγκελάριος, η οποία αναμένεται να εξασφαλίσει την Κυριακή μια τέταρτη θητεία, θα μιλήσει σε μια συγκέντρωση στο Μόναχο νωρίς το βράδυ, ενώ ο Σουλτς, 61 ετών, θα απευθυνθεί σε υποστηρικτές του SPD στο Βερολίνο.
Αν και οι συντηρητικοί της Μέρκελ βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση μπροστά από τους σοσιαλδημοκράτες με βάση τις δημοσκοπήσεις, οι τελευταίες έρευνες ανησυχούν και αυτούς.
Η Ένωση Χριστιανοδημοκρατών (CDU) και το αδελφό της βαυαρικό κόμμα, η Ένωση Χριστιανοκοινωνιστών (CSU), πιστώνονται ένα 36% της πρόθεσης ψήφου, σύμφωνα με μια δημοσκόπηση της γερμανικής δημόσιας τηλεόρασης ZDF η οποία μεταδόθηκε το βράδυ της Πέμπτης, κάτι που σημαίνει ότι ενδέχεται να καταγράψουν τη δεύτερη χειρότερη επίδοσή τους στην ιστορία (35,1% το 1998).
Ο Μάρτιν Σουλτς θέλησε να δει σε αυτή την υποχώρηση του ποσοστού των CSU/CSU μια «ανατροπή της τελευταίας στιγμής» που συνδέεται με την «τεράστια ανησυχία» των πολιτών.
Όμως ο πρώην πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κάθε άλλο παρά μοιάζει να ωφελείται από την εξέλιξη αυτή: το SPD πιστώνεται μόλις το 21,5% της πρόθεσης ψήφου κατά την ίδια έρευνα, κάτι που αν επαληθευτεί θα σηματοδοτήσει τη χειρότερη εκλογική επίδοση στην ιστορία του παλαιότερου γερμανικού πολιτικού κόμματος.
Η λαϊκιστική δεξιά, η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) καταγράφει την πιο καθαρή άνοδο στο τέλος της προεκλογικής εκστρατείας, με ένα 11% της πρόθεσης ψήφου. Άλλες δημοσκοπήσεις τη φέρουν να συγκεντρώνει ακόμη υψηλότερο ποσοστό.
«Κάθε καινούργια μέρα της εκστρατείας είναι μια καλή μέρα για τους δεξιούς λαϊκιστές», σχολίασε το περιοδικό Der Spiegel.
Οι συντηρητικοί δεν αμφέβαλαν ποτέ για τη νίκη της αρχηγού τους. Αυτή η συμπεριφορά όχι μόνο οδήγησε σε μια προεκλογική εκστρατεία την οποία μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης και πολλά μέσα ενημέρωσης χαρακτήρισαν ανιαρή, αλλά ταυτόχρονα εξερέθισε τους οπαδούς και τους συμπαθούντες της AfD, καθώς και όσους αισθάνονται απογοητευμένοι από την κυβέρνηση, που είδαν μια νέα απόδειξη «της αλαζονείας της εξουσίας των τελευταίων χρόνων (της κυβέρνησης) Μέρκελ», κατά το Σπίγκελ.
Πιστή στο πολιτικό της στιλ, η γυναίκα που κυβερνά τη Γερμανία τα τελευταία δώδεκα χρόνια δεν έκανε καμιά μεγάλη προεκλογική υπόσχεση. Βασίστηκε σε μια εκστρατεία με κεντρικό σύνθημα «να ζει κανείς καλά και με ευχαρίστηση στην Γερμανία», αντιπαραβάλλοντας τη σταθερή κατάσταση στη χώρα της με εξωτερικούς κινδύνους, απλά υπενθυμίζοντας τον Ντόναλντ Τραμπ ή το Brexit.
Ο βασικός της αντίπαλος από την πλευρά του δεν κατάφερε να πείσει καταγγέλλοντας τις κοινωνικές αδικίες σε μια χώρα όπου καταγράφεται οικονομική ανάπτυξη και η ανεργία βρίσκεται στο χαμηλότερο επίπεδο μετά την ενοποίηση.
Η προοπτική της εισόδου της εθνικιστικής δεξιάς στην Μπούντεσταγκ, την κάτω Βουλή—θα είναι το πρώτο κόμμα αυτής της ιδεολογικής κατεύθυνσης που θα καταλάβει έδρες μετά το 1945—προκάλεσε μια τελευταία πολεμική πριν διεξαχθούν οι εκλογές.
Το δεξί χέρι της Άγγελας Μέρκελ στην καγκελαρία, ο Πέτερ Αλτμάιερ, δέχθηκε σωρεία επικρίσεων, και από τη δική του παράταξη, διότι δήλωσε ότι θα ήταν καλύτερο να μην πάει κανείς να ψηφίσει από το να ψηφίσει AfD. Ο σοσιαλδημοκράτης υπουργός Εξωτερικών Ζίγκμαρ Γκάμπριελ εξεγέρθηκε: κατήγγειλε τη «συνθηκολόγηση» της CDU ενώπιον «του λαϊκισμού της δεξιάς».
Ο μοναδικός τρόπος να εμποδίσει κανείς την AfD είναι «να πάει να ψηφίσει κόμματα που προσυπογράφουν 100% το σύνταγμά μας», είπε η Μέρκελ χθες στη γερμανική δημόσια ραδιοφωνία MDR.
Η Μέρκελ αποκλείει το ενδεχόμενο να συγκυβερνήσει με κόμματα που θεωρεί ακραία, τόσο την AfD όσο και το κόμμα Η Αριστερά, τα οποία διεκδικούν την τρίτη θέση, κατά τις δημοσκοπήσεις.
Στα χαρτιά, η λύση που είναι η απλούστερη και συνώνυμη της συνέχειας στη γερμανική πολιτική θα ήταν να σχηματίσει ξανά έναν μεγάλο συνασπισμό με τους σοσιαλδημοκράτες.
Όμως το SPD, το οποίο βρίσκεται σε υπαρξιακή κρίση, ίσως αυτή τη φορά να επιλέξει να παραμείνει στην αντιπολίτευση.
Άλλη μια πιθανότητα για τη Μέρκελ είναι να σχηματίσει συνασπισμό με τους Ελεύθερους Δημοκράτες (FDP)—που οδεύουν προς επάνοδο στην Μπούντεσταγκ, από την οποία είχαν εξοστρακιστεί το 2013—ή τους Πράσινους. Αλλά μια συμμαχία με μόνο το ένα από τα δύο μικρά κόμματα αυτά μοιάζει αδύνατη, με βάση τις δημοσκοπήσεις, ενώ οι διαφορές απόψεων ανάμεσα στους φιλελεύθερους και τους οικολόγους για το μέλλον του ντίζελ ή της μετανάστευσης θα καθιστούσαν μια κυβερνητική συγκατοίκησή τους δύσκολα διαχειρίσιμη.
Εξάλλου ο φωτογενής 38χρονος ηγέτης του FDP, ο Κρίστιαν Λίντνερ—σφοδρός πολέμιος, μεταξύ άλλων, των γαλλικών προτάσεων για μεταρρυθμίσεις στην ευρωζώνη—αναμένεται να είναι δύσκολος εταίρος για την Άγγελα Μέρκελ.
Το κόμμα του ήδη απαίτησε το υπουργείο Οικονομικών, το οποίο η CDU θέλει να παραμείνει στα χέρια του 75χρονου Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, βετεράνου της πολιτικής και εκ των πιο πιστών συμμάχων της καγκελαρίου.