Ο Ολαφ Σολτς φάνηκε από την επομένη των εκλογών ότι θέλει να ξεκινήσουν αμέσως οι συνομιλίες για τον σχηματισμό κυβέρνησης. Είπε ότι οι πολίτες ενίσχυσαν ξεκάθαρα τρία κόμματα, το Σοσιαλιστικό, τους Πράσινους και τους Ελεύθερους Δημοκράτες, δείχνοντας ότι είναι υπέρ ενός συνασπισμού μεταξύ τους.
Λαμβάνοντας το μήνυμα, Πράσινοι και Ελεύθεροι Δημοκράτες ξεκίνησαν διαβουλεύσεις για να γεφυρώσουν τις μεταξύ τους διαφορές ώστε να είναι έτοιμοι να δεχτούν πρόταση για τον σχηματισμό κυβέρνησης, είτε από το SPD είτε από το CDU.
Από την πλευρά του ο Σολτς μπορεί να αντιμετωπίσει εσωτερικές τριβές με την προοδευτική πτέρυγα του κόμματός του αν μπει σε συγκυβέρνηση με τους υπέρμαχους της δημοσιονομικής πειθαρχίας Ελεύθερους Δημοκράτες (FDP).
Ρυθμίστρια της ΕΕ
Η Γερμανία, ως η μεγαλύτερη οικονομία της ΕΕ, θα παίξει καταλυτικό ρόλο στο αν θα συνεχιστεί η χαλαρή δημοσιονομική πολιτική στην Ευρώπη –στην οποία κατέφυγε αναγκαστικά λόγω κρίσης κορονοϊού– ή αν θα επιστρέψει στο Σύμφωνο Σταθερότητας όπως είχε κάνει πριν από την πανδημία.
Κορωνίδα αυτής της στρατηγικής στροφής ήταν το Ταμείο Ανάκαμψης των 750 δισ. ευρώ. Η πρόταση έγινε από κοινού από την Ανγκελα Μέρκελ και τον Εμανουέλ Μακρόν. Ο Σολτς, ως υπουργός Οικονομικών της προηγούμενης κυβέρνησης, δεν ήταν μόνο υπέρμαχος της ιδέας αλλά πίστευε ότι θα έπαιζε σημαντικό ρόλο στην ενδυνάμωση της Ευρώπης και την κυριαρχία της ΕΕ.
Σε αυτό το πλαίσιο το SPD προωθεί την ιδέα μονιμοποίησης της αμοιβαιοποίησης του χρέους και αναθεώρησης του Συμφώνου Σταθερότητας σε ένα «σύμφωνο βιωσιμότητας» το οποίο θα προβλέπει «σημαντικές επενδύσεις για το μέλλον της Ευρώπης». Αν οι Πράσινοι τελικά μπουν σε έναν κυβερνητικό συνασπισμό, είναι πιθανό να ζητήσουν οι δημόσιες επενδύσεις να εξαιρούνται από τον κανόνα του ελλείμματος 3% και να πιέσουν για αύξηση των επενδύσεων σε όλη την Ευρώπη μέσω ευρωομολόγων που θα εγγυάται η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Το αν θα υπάρξει αυτή η λεγόμενη «ένωση χρέους» θα εξαρτηθεί καταρχάς από το ποια θα είναι τα μέλη της επόμενης κυβέρνησης. Από τη στιγμή που το κόμμα της Αριστεράς (Die Linke) έχασε σχεδόν τη μισή του δύναμη και θα εκπροσωπείται στην Μπούντεσταγκ μόνο εξαιτίας του ιδιόμορφου εκλογικού συστήματος της Γερμανίας, ο «κατακόκκινος» συνασπισμός μεταξύ SPD, Die Linke και Πράσινων (ο οποίος έκανε τη Μέρκελ να προειδοποιήσει για την επέλαση των «κόκκινων» που θα έφτιαχναν μια κυβέρνηση των χρεών) βγαίνει εκτός πλάνων…
Επομένως μένει να δούμε τι είδους υποχωρήσεις θα γίνουν και ποιες υποσχέσεις θα χρειαστεί να καταπατηθούν για χάρη της αποφυγής μιας μακρόσυρτης ακυβερνησίας. Να θυμίσουμε ότι στις προηγούμενες εκλογές του 2017 οι διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης κράτησαν σχεδόν έξι μήνες.
Η σφραγίδα στην οικονομία
Στα κόμματα που έχουν ελπίδες να συμμετάσχουν σε κυβερνητικό συνασπισμό συγκαταλέγονται οι Πράσινοι και οι Ελεύθεροι Δημοκράτες που έχουν τα πιο διαφορετικά προγράμματα. Θα πρέπει να συμβιβάσουν μια σειρά από θέματα, από τη χαλαρότερη δημοσιονομική πολιτική στην ΕΕ μέχρι τους φόρους στους πλουσίους.
Η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία ελπίζει ότι το FDP θα πείσει τους Πράσινους να βάλουν νερό στο κρασί τους για κάποιες θέσεις τους σχετικά με τα συμβατικά αυτοκίνητα. Τα δύο κόμματα είναι αυτά που ενισχύθηκαν περισσότερο από τους νέους στις εκλογές. Οι Πράσινοι θεωρούνται απαραίτητοι για ένα οικολογικό άλλοθι στην κυβέρνηση, ειδικά τώρα που προβλέπονται πράσινες επενδύσεις για τη μετάβαση σε μια οικονομία πιο φιλική προς το περιβάλλον.
Στο νεοφιλελεύθερο FDP είναι υπέρμαχοι της αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας και αντιτίθενται σφοδρά στη δημιουργία μιας ένωσης για την αμοιβαιοποίηση των χρεών της ΕΕ. Ο επικεφαλής του Κρίστιαν Λίντνερ εποφθαλμιά τη θέση του υπουργού Οικονομικών και έχει έναν ισχυρό μοχλό πίεσης για να την κατακτήσει, καθώς χωρίς τις ψήφους του κόμματός του δεν σχηματίζεται κυβέρνηση – ειδικά από τη στιγμή που έχει αποκλειστεί, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, η δημιουργία ενός «μεγάλου συνασπισμού», δηλαδή η σύμπραξη του SPD με το CDU.
Ο Λίντνερ είναι ακραιφνής νεοφιλελεύθερος: είναι υπέρ της συρρίκνωσης του κράτους και της μείωσης των φόρων στις επιχειρήσεις, ενώ θέτει αδιαπραγμάτευτο όρο για τη συμμετοχή του σε κυβέρνηση την τήρηση του ορίου του ελλείμματος στο 3%, όπως προβλέπεται από το Σύμφωνο Σταθερότητας.
Πυρά για τον Λάσετ
Υπό αίρεση είναι η θέση του Αρμιν Λάσετ στην ηγεσία του CDU. Η εσωκομματική γκρίνια είχε ξεκινήσει πριν από τις εκλογές. Ο φιλόδοξος πρωθυπουργός της Βαυαρίας και επικεφαλής του CSU Μάρκους Ζέντερ συνεχάρη τον Σολτς λέγοντας ότι έχει τις καλύτερες προϋποθέσεις να γίνει καγκελάριος… Αυτό έστειλε το μήνυμα στον Λάσετ, ο οποίος αν δεν καταφέρει να πάρει τη θέση του καγκελάριου, πράγμα σχεδόν απίθανο, τότε είναι «τελειωμένος» από το τιμόνι της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης.
Ο Βεστφαλός πολιτικός, που δεν φημίζεται για το επικοινωνιακό του ταλέντο, καλείται να διαχειριστεί τη χειρότερη επίδοση στην ιστορία του κόμματος. Το μόνο που κατάφερε να ψελλίσει είναι ότι ο καγκελάριος δεν προέρχεται πάντα από το πρώτο κόμμα.
Υψηλόβαθμα στελέχη του κόμματος, όπως ο πρώην υπουργός Υγείας Γενς Σπαν και ο πρωθυπουργός του κρατιδίου της Σαξονίας Μίχαελ Κρέτσμερ, έθεσαν ξεκάθαρα θέμα ηγεσίας και ότι πρέπει να γίνει ανανέωση στο κόμμα για να βγει μπροστά η γενιά των σαραντάρηδων.