Η Γερμανία εμφανίζεται απροετοίμαστη στη νέα φάση που εισέρχεται η διεθνής πολιτική μετά τη μετατόπιση του ενδιαφέροντος της Δύσης από τη Μέση Ανατολή στην περιοχή του Ινδοειρηνικού και την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Η υπόλοιπη «Δύση» επέκρινε αρκετές φορές το Βερολίνο για την επαμφοτερίζουσα στάση που κράτησε σε σχέση με τα νέα δεδομένα, που θέλουν Μόσχα και Πεκίνο ως τους κύριους ανταγωνιστές της φιλελεύθερης δημοκρατίας…
Η γερμανική κυβέρνηση υπολόγιζε, εύλογα, ότι το πολιτικό κόστος μιας απότομης μετατόπισης από τις αναδυόμενες αγορές θα ήταν τεράστιο, μιας και οι γερμανικές βιομηχανίες εξαρτιόνταν από τις εξαγωγές των τεράστιων πλεονασμάτων τους σε περιοχές όπως η Κίνα, ενώ το ρωσικό πετρέλαιο και αέριο τροφοδοτούσαν με φτηνό καύσιμο τις μηχανές της γερμανικής οικονομίας.
Τώρα που η γερμανική οικονομία αναμένεται να περάσει σε μακροχρόνια στασιμότητα, ακόμη και ύφεση, ο Ολαφ Σολτς καλείται να λύσει ένα δύσκολο γρίφο διακυβέρνησης, ενώ το ακροδεξιό AfD δείχνει πλέον τα δόντια του, αφού καταγράφεται ως δεύτερη πολιτική δύναμη της χώρας. Διάψευση προσδοκιών Το δεύτερο τρίμηνο του 2023 η γερμανική οικονομία δεν κράτησε τον ρυθμό ανάπτυξης που είχε στο πρώτο τρίμηνο, ενώ οι εκτιμήσεις τόσο για τις εξαγωγές της Γερμανίας όσο και για τη δραστηριότητα στη λιανική αγορά είναι απαισιόδοξες. Σύμφωνα με τους οικονομολόγους, η γερμανική οικονομία δεν έχει ανακάμψει από το ενεργειακό «χαστούκι» του περασμένου χειμώνα, ενώ οι εξαγωγές των προϊόντων της προς την Κίνα εμφανίζουν κάμψη μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Η Δύση εικάζει ότι πίσω από την άρνηση του Πεκίνου να καταδικάσει απερίφραστα την εισβολή της Μόσχας κρύβεται η κρυφή ενίσχυση της στρατιωτικής δύναμης της Ρωσίας.
Πέρα από την αδυναμία διοχέτευσης των πλεονασμάτων της Γερμανίας στην Κίνα, η πιο σφιχτή νομισματική πολιτική εξαιτίας του πληθωρισμού έχει μειώσει την ποσότητα χρήματος στην αγορά, με αποτέλεσμα τη μικρότερη κατανάλωση. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αύξησε τα βασικά επιτόκια δανεισμού για να περιορίσει την επέλαση του πληθωρισμού βασιζόμενη σε μια ποσοτική αντίληψη της νομισματικής πολιτικής, θεωρώντας δηλαδή ότι αν μειωθεί η ποσότητα χρήματος που αντιστοιχεί στα παραγόμενα προϊόντα, θα μειωθούν και οι τιμές. Με τις αυξήσεις των επιτοκίων, όμως, έπληξε νοικοκυριά και μικρομεσαίες επιχειρήσεις που είδαν τις δόσεις των δανείων τους να μεγαλώνουν, απορροφώντας μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους.
Ακόμη και το υπουργείο Οικονομικών της Γερμανίας παραδέχτηκε ότι «η γενικώς αναμενόμενη ανάκαμψη δεν υλοποιήθηκε το καλοκαίρι». Το υπουργείο ελπίζει ότι η κατανάλωση, οι επενδύσεις και οι υπηρεσίες θα ενισχυθούν καθώς το έτος προχωρά, παρά το γεγονός ότι αναγνωρίζει ότι σημαντικοί δείκτες της οικονομίας, όπως οι νέες παραγγελίες και το επιχειρηματικό κλίμα, «δεν συντείνουν σε μια βιώσιμη οικονομική ανάκαμψη στη Γερμανία τους επόμενους μήνες». Η αναμενόμενη ύφεση στη Γερμανία ανησυχεί και την ΕΚΤ, η οποία από εκεί που έλεγε ότι θα παύσει τις αυξήσεις των επιτοκίων μιλάει για νέα αύξηση από Σεπτέμβριο.
Δημοσιονομική πειθαρχία
Ενδεικτική πως οι καιροί έχουν αλλάξει για τη γερμανική οικονομία είναι και η κατάρτιση του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού. Στα γερμανικά Μέσα τις τελευταίες μέρες γίνεται ιδιαίτερος ντόρος για την εξοικονόμηση που επιχειρεί να κάνει ο φιλελεύθερος υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ για να πετύχει τον στόχο του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού, όπως προβλέπεται από το γερμανικό σύνταγμα.
Οπως αναφέρει το «Spiegel», ο Λίντνερ προχωρά σε κινήσεις ακραίων περικοπών όπου μπορεί. Το «θύμα» του είναι τα κονδύλια για την ψηφιοποίηση του κράτους, τα οποία από 377 εκατ. ευρώ το 2023 θα προσγειωθούν απότομα σε μόλις 3 εκατ. ευρώ για το ερχόμενο έτος. Επιπλέον, οι επενδύσεις σε ομοσπονδιακό επίπεδο θα μειωθούν, αφού τα μεγάλα κόμματα (SPD, CDU, FDP) υποστηρίζουν το λεγόμενο «φρένο χρέους» που προβλέπει το σύνταγμα, το οποίο αποτελεί πρόβλεψη ενάντια στην αύξηση του ομοσπονδιακού χρέους.
Η κίνηση αυτή, περισσότερο συμβολική παρά ουσιαστική, αναμένεται να ακολουθηθεί και από άλλες περικοπές, αλλά επίσης αναμένεται να βρει μιμητές σε κυβερνήσεις από όλη την Ευρώπη μιας και από 1ης Ιανουαρίου 2024 η λεγόμενη ρήτρα διαφυγής της ΕΕ (η πρόβλεψη που ελέω πανδημίας επέτρεπε στις κυβερνήσεις της Ενωσης να αγνοούν τον στόχο για έλλειμμα 3% επί του ΑΕΠ) καταργείται.
Η ακροδεξιά καραδοκεί
Με τις αναδυόμενες οικονομίες να απομακρύνονται περαιτέρω και τους δείκτες του ΑΕΠ, της ιδιωτικής κατανάλωσης και της ανεργίας να προμηνύουν δύσκολο χειμώνα, η κρίση στην οικονομία αναμένεται να αναγκάσει τον Σολτς να προβεί σε οικονομικές πολιτικές που θα δυσκολέψουν τα γερμανικά νοικοκυριά. Η λογική δεν είναι πάντα τόσο γραμμική, αλλά ιστορικά οι οικονομικές κρίσεις συνδέονται με πολιτικά κέρδη για τους ακροδεξιούς λαϊκιστές. Με το ακροδεξιό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) να είναι ήδη σε τρομακτική άνοδο στις περιοχές της πρώην Ανατολικής Γερμανίας και στις πιο πρόσφατες δημοσκοπήσεις να προβάλλει ως δεύτερη δύναμη, αφήνοντας πίσω το Σοσιαλιστικό Κόμμα του καγκελάριου Ολαφ Σολτς, οι προοπτικές είναι δυσοίωνες για την πολιτική ζωή στη χώρα.