Γεωργία Μπίκα: Οι αντιφάσεις που εντόπισε η εισαγγελέας – «Τώρα καταλαβαίνω τι σημαίνει να τα έχεις βάλει με τέρατα» λέει η 24χρονη

Με μία εκτενή και αναλυτική πρόταση 62 σελίδων η εισαγγελέας πρωτοδικών Θεσσαλονίκης Κυριακή Κλιάμπα, εισηγείται προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, την απαλλαγή του 27χρονου Βασίλη Λεβέντη, κατηγορούμενου στην υπόθεση βιασμού που κατήγγειλε η 24χρονη Γεωργία Μπίκα τα ξημερώματα της Πρωτοχρονιάς, σε σουίτα του ξενοδοχείου ΜΕΤ στη Θεσσαλονίκη.

Αποτιμώντας το σύνολο των στοιχείων της σχηματισθείσας δικογραφίας, η εισαγγελική λειτουργός καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η καταγγελία της 24χρονης υπήρξε ψευδής και κατά συνέπεια δεν θεμελιώνεται το αδίκημα της τέλεσης του βιασμού.

Συγκεκριμένα αναφέρει πως η Γ. Μπίκα «για δικούς της προσωπικούς λόγους που από τα στοιχεία της δικογραφίας δύναται να υποτεθούν, αλλά δεν προκύπτουν ευθέως, έπλασε μία ιστορία με ηρωίδα θύμα την ίδια διανθίζοντάς την κάθε φορά κατά το δοκούν, με χονδροειδέστατα ψεύδη ώστε να προσδώσει μεγαλύτερη αληθοφάνεια στην περιγραφή των γεγονότων, παρουσιάζοντας τον εαυτό της ως θύμα βιασμού από τον κατηγορούμενο και όχι μόνο. Και μπορεί μεν οι προσωπική λόγοι που την οδήγησαν στην ύφανση αυτής της ιστορίας να μην προέκυψαν επαρκώς, πλην όμως από την επισταμένη μελέτη όλων των αποδεικτικών στοιχείων προέκυψε περίτρανα και πέραν πάσης αμφιβολίας ότι τα όσα κατέθεσε σχετικά με τον υποτιθέμενο σε βάρος της βιασμό αποτελούν μυθεύματα και ασύστολα ψεύδη».

Αναφορικά με τον ισχυρισμό της 24χρονης περί απώλειας μνήμης η εισαγγελέας τον απορρίπτει κάθετα λέγοντας πως σταδιακά το φερόμενο ως θύμα ανακαλούσε νέες αναμνήσεις από το βράδυ της πρωτοχρονιάς, πράγμα που δημιούργησε ανακολουθίες.

Η ίδια δείχνει να ενστερνίζεται τον ισχυρισμό του κατηγορούμενου ότι όλα όσα συνέβησαν στο δωμάτιο του ξενοδοχείου υπήρξαν προϊόν συναίνεσης, ενώ παραθέτει αναλυτικά αντιφάσεις και προβληματικά σημεία των καταθέσεων του φερόμενου θύματος αλλά και των λοιπών μαρτύρων και επικαλείται τα αποτελέσματα των εργαστηριακών εξετάσεων που διενεργήθηκαν σε δείγματα ούρων της καταγγέλλουσας – χωρίς ωστόσο να σχολιάζει την ώρα λήψης τους – και τα οποία ήταν αρνητικά σε ναρκωτικές ουσίες, αλλά και στην ποσότητα αλκοόλ που ανιχνεύτηκε. Η εισαγγελέας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Γ. Μπίκα παρά το γεγονός ότι  είχε καταναλώσει από τα μεσάνυχτα μέχρι και τις 5:00 τα ξημερώματα, επτά ποτήρια σαμπάνια και ένα ποτό βότκα με red bull, ήταν «νηφάλια με γνήσια βούληση να λάβει την απόφαση, προϊόν της ελεύθερης επιλογής της, να συνευρεθεί με τον κατηγορούμενο».

Από τη σύγκριση των μαρτυρικών καταθέσεων αναδεικνύονται αντιφάσεις που οδήγησαν την εισαγγελική λειτουργό σε συμπεράσματα τα οποία πλήττουν ορισμένους από τους ισχυρισμούς της καταγγέλλουσας, όπως για παράδειγμα ότι στις αρχικές της καταθέσεις στην αστυνομία είχε υποστηρίξει ότι οι άντρες που την οδήγησαν στη σουίτα ήταν δύο ενώ ενώπιον της 5ης ανακρίτριας ανέβασε τον αριθμό των ατόμων σε τρία.

Επιπλέον στην αρχική της κατάθεση ισχυρίστηκε πως η μητέρα της ανήλικης φίλης της που τη συνόδευε στο πάρτι, μετέβη στο ξενοδοχείο προκειμένου να τις παραλάβει, ενώ αργότερα συντάχθηκε με όσα κατέθεσε η 17χρονη, ότι δηλαδή η μητέρα της βρισκόταν στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ όπου και την μετέφερε με το αυτοκίνητό της κοινή τους γνωστή η οποία ήταν επίσης παρούσα στο πάρτι. Ανάμεσα στις αντιφάσεις που επισημαίνει η εισαγγελική λειτουργός είναι και το γεγονός πως η 24χρονη αρχικά είχε καταθέσει πως δεν της ασκήθηκε καμία απολύτως βία, ενώ αργότερα άλλαξε την κατάθεσή της λέγοντας πως την τραβολογούσαν προκειμένου να μπει στο δωμάτιο και έκανε λόγο για μελανιές που είχαν σχηματιστεί στα πόδια της. Ανακολουθίες σημειώνει η εισαγγελέας και στο ποιες ακριβώς ήταν οι κινήσεις της καταγγέλλουσας αφού ξύπνησε και έφυγε από το ξενοδοχείο.

Ωστόσο, η εισαγγελέας δεν κάνει παρά ελάχιστες αναφορές στο χρονικό του καταγγελλόμενου βιασμού, ενώ έχει δώσει ιδιαίτερο και αναλυτικό βάρος στις ανακρίβειες και τις αντιφατικές καταθέσεις της καταγγέλλουσας. Πιο συγκεκριμένα, η εισαγγελέας δεν αναφέρεται πουθενά στα στοιχεία που φέρεται να αποδεικνύουν την απόσπαση και τη διαρκή διατήρηση της συναίνεσης από την 24χρονη. Επισημαίνεται ότι όπως καταγγέλλει, η ίδια η Γ. Μπίκα δεν ήταν σε θέση να δηλώσει αν συναινεί σε οποιαδήποτε πράξη.

«Προσπαθούσα να θυμηθώ και δεν μπορούσα, είναι τρομερό»

Σε μία από τις τέσσερις καταθέσεις της η Γ. Μπίκα αναφέρει ότι αδυνατούσε να αντιδράσει, τα μάτια της έκλειναν και ήταν όλα μαύρα. Έκτοτε, παρουσιάζει ένα κενό μνήμης, όπως δηλώνει μιλώντας στο documentonews:

«Τώρα καταλαβαίνω τι σημαίνει να τα έχεις βάλει με τέρατα. Δε μπορώ να διανοηθώ πως γίνεται να συμπεριφερθείς έτσι σε έναν άνθρωπο που βλέπεις ότι δεν είναι σε καλή κατάσταση. Όταν ξύπνησα δεν είχα συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί. Έχει συμβεί και το αντιλαμβάνεσαι, αλλά δεν μπορείς να το ανακαλέσεις στη μνήμη σου, προσπαθούσα να θυμηθώ και δεν μπορούσα, είναι τρομερό», αναφέρει χαρακτηριστικά και προσθέτει πως «εγώ κοιτάω μόνη μου τις κάμερες και ψάχνω στοιχεία, και η εισαγγελέας δεν δίνει καν βάση σε αυτά. Πλέον αναρωτιέμαι γιατί να τα κάνω όλα αυτά; Αν ήξερα και περίμενα και ήθελα να στήσω μια υπόθεση, γνωρίζοντας ότι κάθε λεπτό μετράει για τις εξετάσεις δε θα πήγαινα πρώτα να κάνω εξετάσεις; Επί σαράντα λεπτά έψαχνα μόνη μου φαρμακείο, επειδή ήταν αργία και δεν είχε κανένα ανοιχτό για να αγοράσω έναν ουροσυλλέκτη. Γιατί τα έκανα όλα αυτά, για να γίνω η ηρωίδα της βραδιάς; Κάθομαι μόνη μου και εξιχνιάζω την υπόθεση μου. Επειδή δε μπορώ να ανακαλέσω τι μου συνέβη, λένε ότι το έκανα επίτηδες».

Ο «υπερβάλλων ζήλος» της εισαγγελέως

Στα κακώς κείμενα της εισαγγελικής πρότασης παρατηρείται το γεγονός πως η εισαγγελέας αφού παραθέτει τον ορισμό του βιασμού και αφιερώνει περισσότερες από δύο σελίδες στην έννοια της συναίνεσης, δεν μένει καθόλου στην φράση της 24χρονης «δεν μου ασκήθηκε από μέρους του βία αλλά η συνουσία που ακολούθησε δεν θα λάμβανε χώρα αν εγώ ήμουν νηφάλια» η οποία και συνοψίζει όλη την ουσία της αρχικής της καταγγελίας.

Παράλληλα η εισαγγελική λειτουργός επικαλούμενη τις τρεις πρώτες καταθέσεις της Γ. Μπίκα στο πλαίσιο της ανάλυσης των αντιφάσεων τους – οι οποίες αδιαμφισβήτητα είναι υπαρκτές – σχολιάζει λέγοντας πως η 24χρονη «απέφυγε τεχνηέντως (γιατί άραγε…) να αναφέρει ότι κατά την αλλαγή του χρόνου βρισκόταν καλεσμένη στην οικία του εργοδότη της», σχολιασμός που δεν εισφέρει ουσιαστικά στην τεκμηρίωση της πρότασή της για απαλλαγή του κατηγορούμενου για βιασμό.

Την ίδια ώρα στην πρόταση της αναφέρει πως «το πάρτι κατά γενική ομολογία δεν παρουσιάζει κανένα απολύτως ενδιαφέρον ενώ το περιβάλλον έμοιαζε παράξενο (…) Οι παρευρισκόμενοι περιφέρονταν χωρίς να δίνει ιδιαίτερη σημασία ο ένας τον άλλον, οι οικοδεσπότες δεν έμοιαζαν ενδιαφέρονται για τους καλεσμένους, άνθρωποι μπαινόβγαιναν στο μπαλκόνι για να καπνίσουν και γενικά επικρατούσε αδιαφορία και υποτονικότητα.

Δεν υπήρχε καμία συνοχή, ουδεμία ερωτική διάθεση και απουσιάζει παντελώς η προσέγγιση (ερωτική ή φιλική) των αντρών προς τις παρευρισκόμενες γυναίκες

οι οποίες υπερτερούσαν στον αριθμό. Επίσης δεν διαπιστώθηκε από κανέναν η χρήση ναρκωτικών ουσιών η ότι κάποιος ήδη τελούσε υπό την επήρεια αυτών», πράγμα που έρχεται σε αντίθεση με τα όσα αναφέρει παρακάτω ισχυριζόμενη πως «το περιβάλλον ήταν εντελώς αποτρεπτικό για την αμάθεια ανήλικη», χωρίς να τεκμηριώνει το γιατί είναι αποτρεπτικό αφού το έχει περιγράψει ως αδιάφορο και υποτονικό.

Σχετικά με τη λήψη ναρκωτικής ουσίας η εισαγγελέας σημειώνει πως η 24χρονη «καταβάλει αγωνιώδη προσπάθεια να καταστήσει πιστευτό τον ισχυρισμό περί λήψης ναρκωτικής η ψυχότροπης ουσίας που την οδήγησε σε απώλεια μνήμης, δίχως να αντιλαμβάνεται τις αμέτρητες αντιφάσεις και αναλήθειες που χαρακτηρίζουν τις απαντήσεις της. (…) Αν πράγματι λοιπόν υποτεθεί ότι δεν σέρβιρε μόνη της αλλά κάποιος τρίτος της έδωσε τα δυο ποτά τότε θα πρέπει να υποτεθεί ότι είτε και τα δυο ποτά περιείχαν κάποια ουσία ώστε να είναι βέβαιος ο τρίτος ότι θα καταστήσει κάποιον θύμα του είτε ότι αυτός είχε μαντικές ικανότητες και προέβλεψε εξαρχής ποιο από τα δύο ποτά θα κατανάλωνε η ίδια».

Ωστόσο στο συγκεκριμένο σημείο το κομμάτι το οποίο προβληματίζει είναι το συμπέρασμα πως δεν χορήγησε κανείς το «χάπι του βιασμού» στην καταγγέλλουσα γιατί αν αυτό είχε συμβεί θα είχε συμβεί και σε άλλες γυναίκες που βρίσκονταν εκεί: «Αν υποτεθεί ότι στο συγκεκριμένο πάρτι έγινε χρήση τέτοιων ουσιών ακόμη και του επονομαζόμενου «χάπι του βιασμού» τότε είναι απολύτως βέβαιο ότι ανάλογα συμπτώματα με αυτά που ισχυρίστηκε ότι εμφάνισε ίδια θα εμφανίζει και κάποια άλλη κοπέλα που ήταν προσκεκλημένοι στο πάρτι αλλά παντελώς άγνωστη προς τους οικοδεσπότες όπως και ίδια ώστε σε κάθε περίπτωση οι τέσσερις φίλη να μην βρεθούμε στην δύσκολη θέση να εκτεθούν σε κάποια γνωστή τους».

Την ίδια ώρα αναφορικά με μετέπειτα αίτημα του δικηγόρου της Γ. Μπίκα «να διαπιστωθεί ο λόγος διακοπής της καταγραφής των καμερών του ξενοδοχείου κατά το χρονικό διάστημα από 3:41 έως 5:47» η εισαγγελέας καταλήγει πως «ουδέν περισσότερο θα εισέφεραν στην απόδειξη της υπόθεσης και η επισκόπηση οπτικού υλικού για το διάστημα που κατά τους ισχυρισμούς της εγκαλούσας, η καταγραφή από τις κάμερες του ξενοδοχείου στους ανελκυστήρες διακόπτεται διότι αφορά σε χρόνο που δεν ενδιαφέρει την παρούσα υπόθεση, κατά τον οποίο η εγκαλούσα βρισκόταν ήδη εντός του ξενοδοχείου» παρά το γεγονός πως η έξοδος και η είσοδος της εκ νέου στο ξενοδοχείο και η μετάβαση της στη σουίτα του τετάρτου ορόφου είναι εντός του χρονικού πλαισίου.

Εντύπωση προκαλεί ωστόσο η στάση της εισαγγελικής λειτουργού σε σχέση με την αντιμετώπιση της πράξης του βιασμού γενικά -ανεξάρτητα της συγκεκριμένης υπόθεσης- αφού προκειμένου να τεκμηριώσει τη θέση της, αναφέρεται στις μελανιές που η Γεωργία Μπίκα είχε στα πόδια της και καταλήγει στο συμπέρασμα στο οποίο ούτε λίγο ούτε πολύ υποστηρίζει πως ένας βιαστής δεν έχει λόγο να ασκήσει πίεση στα κάτω άκρα του θύματός του, καθώς επικεντρώνεται στα άνω. Χαρακτηριστικά σημειώνει, αναφερόμενη στη μελανιά που είχε η 24χρονη στην αριστερή κνήμη: «κατά την κοινή λογική είναι εξαιρετικά δύσκολο να προκληθεί κατά τη διάρκεια βιασμού όπου δράστης προκειμένου να ακινητοποιήσει το θύμα του, πιέζει κυρίως στα άνω άκρα; για ποιο λόγο ο κατηγορούμενος θα έπρεπε να ασκήσει σε βάρος της τέτοιας έντασης σωματική βία στα κάτω άκρα αφού ίδια κατά τους ισχυρισμούς της δεν μπορούσε να αντιδράσει και να αντισταθεί;».

Τέλος αφού εισηγείται τι μη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, αλλά και την παύση των περιοριστικών όρων που του έχουν επιβληθεί, ζητάει να επιβληθούν σε βάρος της εγκαλούσας τα δικαστικά έξοδα καθώς όπως λέει προέκυψε ότι η έγκληση της ήταν εντελώς ψευδείς και έγινε με δόλο.

Μετά την υποβολή της εισαγγελικής πρότασης, τον λόγο έχει το Δικαστικό Συμβούλιο, το οποίο θα αποφανθεί για την παραπομπή ή όχι του κατηγορουμένου σε δίκη με την έκδοση βουλεύματος.