Ο Αμερικανός Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε ότι “θα πράξει ό,τι είναι δυνατό” προκειμένου να επιτύχει μία συμφωνία ειρήνευσης μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων υποδεχόμενος τον πρόεδρο της Παλαιστινιακής Αρχής Μαχμούτ Αμπάς στον Λευκό Οίκο.
Ωστόσο, ο Τραμπ δεν γνωστοποίησε κάποια συγκεκριμένη κίνηση ή πρωτοβουλία των ΗΠΑ, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει στην επανέναρξη των διαπραγματεύσεων μεταξύ των δύο πλευρών.
Κατά την πρώτη τους συνάντηση, ο Τραμπ άσκησε πιέσεις στον Παλαιστίνιο πρόεδρο προκειμένου να κάνει περισσότερα ώστε να σταματήσει την “πρόκληση της βίας” κατά των Ισραηλινών. Σύμφωνα με το Λευκό Οίκο, ο Τραμπ παρότρυνε τον Αμπάς σε προσωπικό επίπεδο να σταματήσει τις πληρωμές στις οικογένειες των Παλαιστίνιων που κρατούνται στις φυλακές του Ισραήλ. Πρόκειται για μακροχρόνιο αίτημα για το οποίο ασκεί συστηματικές πιέσεις το Τελ Αβίβ.
Παρά το γεγονός ότι ο Αμερικανός πρόεδρος έχει υποστηρίξει ότι θα επιτύχει στην επικράτηση συνθηκών ειρήνης μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων, την οποία απέτυχαν να εδραιώσουν οι προηγούμενοι πρόεδροι των ΗΠΑ, ο ίδιος, δεν προχώρησε στην επίσημη δέσμευση της κυβέρνησής του αναφορικά με την προώθηση της λύσης των δύο κρατών. Η αρχή αυτή για την επίλυση του Παλαιστινιακού Προβλήματος επί τη βάσει της συνύπαρξης δύο κρατών, αποτέλεσε τον ακρογωνιαίο λίθο της ασκούμενης αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής κατά τα τελευταία χρόνια.
Από την πλευρά τους, αρκετοί Παλαιστίνιοι εκφράζουν την απογοήτευσή τους για την παράλειψη αυτή, με τον Τραμπ να δηλώνει προς τον Αμπάς: “Θα κάνω οτιδήποτε χρειάζεται…, ως διαμεσολαβητής, επιδιαιτητής ή ως παράγοντας διευκόλυνσης των διαπραγματεύσεων προκειμένου να έχουμε αποτέλεσμα.”
Ωστόσο, ο Αμπάς έδωσε έμφαση στην επίτευξη του στόχου για ένα παλαιστινιακό κράτος εντός των συνόρων προς του Πολέμου των Έξι Ημερών το 1967 και πρωτεύουσά του την ανατολική Ιερουσαλήμ. Από την άλλη μεριά, οι Ισραηλινοί επιδιώκουν το σύνολο της Ιερουσαλήμ να είναι η πρωτεύουσά τους, ενώ απορρίπτουν την πλήρη επιστροφή στα σύνορα του 1967, την οποία και χαρακτηρίζουν ως απειλή κατά της ασφάλειάς τους.
Ο Αμερικανός πρόεδρος βρίσκεται αντιμέτωπος με άσκηση έντονης κριτικής τόσο στο εσωτερικό των ΗΠΑ, όσο και διεθνώς, σχετικά με τις πιθανότητες που υπάρχουν για την επίτευξη μιας λύσης στο άμεσο μέλλον. Στην αρνητική αυτή εξέλιξη, συντελεί και η στάση της αμερικανικής κυβέρνησης να μην έχει γνωστοποιήσει μια συγκεκριμένη στρατηγική για την αναζωογόνηση της πολύχρονης διπλωματικά ταλαιπωρημένης ειρηνευτικής διαδικασίας.
Η επίσκεψη του προέδρου Αμπάς στο Λευκό Οίκο ακολούθησε την επίσκεψη του Ισραηλινού πρωθυπουργού μπενιαμίν Νετανιάχου με στόχο στην αποκατάσταση των διμερών σχέσεων Ισραήλ-ΗΠΑ μετά την επιδείνωση που τις χαρακτήρισε κατά την θητεία της προηγούμενης αμερικανική κυβέρνησης υπό τον πρόεδρο, Μπαράκ Ομπάμα.
Ο Τραμπ στη διάρκεια της επίσκεψης Νετανιάχου εμφανίστηκε να εγκαταλείπει την πάγια αμερικανική διπλωματική θέση για τη λύση των δύο κρατών προκαλώντας την άσκηση διεθνούς κριτικής, τονίζοντας ωστόσο, ότι θα αφήσει τις δύο πλευρές ν’ αποφασίσουν για την μορφή της λύσης που θα επιτευχθεί. Μία παλαιστινιακή κρατική οντότητα μέσω της επίλυσης του Παλαιστινιακού Προβλήματος ήταν ο πυρήνας, εκτός των αμερικανικών, και των διεθνών πρωτοβουλιών που έχουν μέχρι σήμερα υλοποιηθεί ανεπιτυχώς, για την επίλυση του προβλήματος.
Ο Αμερικανός πρόεδρος κατά τη συνάντησή του με τον πρόεδρο Αμπάς, που αποτελεί επιλογή της Δύσης στην ηγεσία των Παλαιστινίων, εμφανίστηκε έτοιμος να επιτύχει μία “σκληρή συμφωνία.” Αργότερα, στη διάρκεια του μεσημεριανού γεύματος με τον Παλαιστίνιο ηγέτη, ο Τραμπ δήλωσε ότι η επίτευξη μιας λύσης είναι ενδεχόμενο “να μην είναι τόσο δύσκολη, όσο όλοι νόμιζαν ότι είναι στη διάρκεια των προηγούμενων χρόνων.” Ο Τραμπ δήλωσε ότι έχει αποφασίσει για την “έναρξη μιας διαδικασίας” χωρίς ωστόσο να γνωστοποιήσει τα στοιχεία μιας στρατηγικής που θ’ ακολουθήσει ή κάποιο χρονοδιάγραμμα διπλωματικής δράσης.
Πληροφορίες από το Λευκό Οίκο αναφέρουν ότι ο πρόεδρος Τραμπ θα ξανασυναντηθεί με τον Νετανιάχου στην Ιερουσαλήμ και πιθανόν με τον Αμπάς στην Δυτική Όχθη κατά την επίσκεψη που θα πραγματοποιήσει στο Ισραήλ στις 22 και 23 Μαΐου, σύμφωνα με πηγές που έχουν γνώση του θέματος. Η πραγματοποίηση της επίσκεψης αυτής προκαλεί σκέψεις για ενδεχόμενη συνάντηση μεταξύ του Τραμπ, του Νετανιάχου και του Αμπάς, ενώ τόσο Αμερικανοί, όσο και Ισραηλινοί αξιωματούχοι, αρνήθηκαν να επιβεβαιώσουν την επίσκεψη του Αμερικανού προέδρου στην περιοχή.
Σε ρεαλιστικό επίπεδο, η έλλειψη εμπιστοσύνης που είναι συστατικό στοιχείο για την έναρξη και προώθηση μιας διαπραγματευτικής διαδικασίας, έχει σχεδόν εδραιωθεί σε υπερθετικό βαθμό μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων, καθιστώντας δύσκολη και χρονοβόρα την ενεργοποίηση μιας διαπραγματευτικής διαδικασίας που θα μπορούσε να οδηγήσει σε κάποιο ρεαλιστικό αποτέλεσμα.