Ελάχιστοι γνωρίζουν ότι ο Βασίλειος Α΄ ο Μακεδών είχε συνάψει ένα είδος συμφώνου συμβίωσης με τον γιο μιας πάμπλουτης χήρας, η οποία μάλιστα τον βοήθησε να αναρριχηθεί στον βυζαντινό θρόνο, όπως αναφέρει ο Ιωάννης Σκυλίτσης στη «Χρονογραφία» του.
Επρόκειτο για την τελετή της αδελφοποίησης, δηλαδή έναν ισόβιο πνευματικό δεσμό μεταξύ αντρών που δεν απέκλειε τις εκδηλώσεις τρυφερότητας ή τις ερωτικές περιπτύξεις. Μια σολομώντεια λύση με τις ευλογίες της εκκλησίας που την υπαγόρευε η ίδια εφευρετικότητα με εκείνη των μοναχών που βάφτιζαν το κρέας ψάρι.
Ενώ όμως διαπιστώνεται από τις ιστορικές μελέτες ότι η ερωτική επιθυμία για άτομα του ίδιου ή διαφορετικού φύλου παραμένει αναλλοίωτη, η πολιτική της διάσταση και ο βαθμός της κοινωνικής αποδοχής της ομοφυλοφιλίας εξαρτώνται από τις εκάστοτε συνθήκες. Ετσι ο Αχιλλέας που θρηνεί για τα φιλιά του Πάτροκλου που δεν θα ξαναγευτεί ή τα μέλη του Ιερού Λόχου των Θηβών που ανταλλάσσουν όρκους αιώνιας πίστης εναρμονίζονται με την αντίληψη ότι οι στενές σχέσεις μεταξύ αντρών ενισχύουν την πολεμική ανδρεία.
Στην αρχαία Αθήνα οι πολύπλοκες πτυχές του ζητήματος έχουν να κάνουν με την υποβαθμισμένη θέση της γυναίκας, τις φιλοσοφικές αναζητήσεις και την έννοια του ωραίου, αλλά κυρίως με μια κοσμοθεωρία που ταυτίζεται με την ελεύθερη συμπεριφορά των θεών. Ο άνθρωπος απολαμβάνει τις χαρές και τις ηδονές στο εδώ και τώρα, σε αντίθεση με τον χριστιανό που θεωρεί την επίγεια ζωή προσωρινή και ενδιαφέρεται μόνο πώς θα κερδίσει τη βασιλεία των ουρανών μέσω των αυτοπεριορισμών και της εγκράτειας.
Πολύ αμφιβάλλουμε αν αυτές οι ιστορικές πληροφορίες ακούστηκαν στα «φροντιστήρια» της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ ώστε να πειστούν όσοι υπερθεματίζουν στην ελληνοχριστιανική παράδοση. Γεγονός είναι πάντως ότι το νομοσχέδιο για τα ομόφυλα ζευγάρια, παρότι δεν ξέρουμε ακόμη όλες τις λεπτομέρειες των άρθρων του, άναψε φωτιές στα επιτελεία των κομμάτων και ειδικά στη ΝΔ.
Τα ερωτήματα που προκύπτουν πολλά. Γιατί η κυβέρνηση κάνει αυτό το νομικό άλμα; Για να ευθυγραμμιστεί με τις κοινοτικές οδηγίες, για να ενδυναμώσει το κεντρώο μεταρρυθμιστικό της προφίλ ή για να ικανοποιήσει ένα κοινωνικό αίτημα; Το τελευταίο φαίνεται απίθανο, γιατί διαφορετικά ο Μητσοτάκης δεν θα μιλούσε για αποχή των διαφωνούντων αλλά θα επέβαλλε κομματική πειθαρχία, όπως π.χ. στον νόμο για τα funds και σε άλλες περιπτώσεις αντιλαϊκών μέτρων.
Είναι αποφασισμένος να διαγράψει Σαμαρά, Βορίδη και άλλα πρωτοκλασάτα στελέχη, ανοίγοντας την πόρτα σε μια σικέ αποχώρησή τους και τη δημιουργία ενός άλλου ακροδεξιού και ελεγχόμενου σχηματισμού αντί για το «σκορποχώρι» της Νίκης, της Ελληνικής Λύσης και των Σπαρτιατών; Θα υπάρξει πολιτικό κόστος στις ευρωεκλογές;
Οταν πάντως έρθει στη Βουλή θα ψηφιστεί από «δανεικούς» κουμπάρους. Οπως διαμορφώνεται προσώρας το πολιτικό σκηνικό, θα συναινέσουν βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, του ΣΥΡΙΖΑ και της Πλεύσης Ελευθερίας, πλην Λακεδαιμονίων, τουτέστιν του ΚΚΕ, το οποίο έχει μείνει στο 1934, όταν εφαρμόστηκαν νομικές διώξεις εναντίον των ομοφυλόφιλων.
Ο Μαξίμ Γκόρκι μάλιστα για να δικαιολογήσει τις αποφάσεις του Στάλιν είχε γράψει στην «Πράβντα» ότι η ομοφυλοφιλία ήταν μια «μορφή αστικού εκφυλισμού». Κάπως έτσι μυθοποιήθηκε η πυρηνική οικογένεια και επικράτησε πουριτανισμός ισάξιος με εκείνον της βικτοριανής εποχής.
Αυτό που έχει ανάγκη ο τόπος μας δεν είναι μια τριτοβάθμια εκπαίδευση την οποία θα πληρώνει κάποιος αδρά για να πάρει ένα πτυχίο, αλλά ένα εξωστρεφές και ενισχυμένο δημόσιο πανεπιστήμιο με ελεύθερη και ισότιμη πρόσβαση.
Η συνταγή είναι παλιά και γνωστή. Πρώτα υπονομεύεις, μετά απαξιώνεις και στο τέλος εκχωρείς, επειδή δήθεν «δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά». Αυτή σε γενικές γραμμές είναι η στρατηγική που ακολουθεί πιστά η ΝΔ και για την περίπτωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, επιδιώκοντας να φέρει στη χώρα μη κρατικά – ιδιωτικά πανεπιστήμια.
Μάλιστα η συντηρητική παράταξη το πάει ακόμη ένα βήμα παραπέρα, εμπαίζοντας την κοινωνία με το αφήγημα ότι δήθεν η ιδιωτική τριτοβάθμια εκπαίδευση θα αναβαθμίσει τα δημόσια πανεπιστήμια! Βεβαίως κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Αν πράγματι η κυβέρνηση ενδιαφερόταν για το δημόσιο πανεπιστήμιο, ούτε θα έκλεινε πανεπιστημιακά τμήματα, όπως έκανε στην Ηλεία, ούτε θα ανέστειλε τη λειτουργία 36 δημόσιων πανεπιστημιακών τμημάτων, μεταξύ των οποίων τη Νομική στην Πάτρα, ούτε θα καθιέρωνε την ελάχιστη βάση εισαγωγής που αποκλείει δεκάδες χιλιάδες υποψηφίους ούτε θα υποχρηματοδοτούσε την τριτοβάθμια εκπαίδευση και κυρίως θα έδινε το απαραίτητο βάρος στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, η οποία καρκινοβατεί μεταξύ φροντιστηρίων και πλήρους απαξίωσης.
Δυστυχώς, όλα αυτά είναι ψιλά γράμματα για μια κυβέρνηση που από τον Ιούλιο του 2019 ψάχνει να βρει τρόπο να ιδρύσει μη κρατικά πανεπιστήμια στη χώρα μας για να εξυπηρετήσει ιδιωτικά συμφέροντα. Ασφαλώς και γνωρίζουν οι κυβερνώντες ότι αυτό αποκλείεται από τη διατύπωση του συντάγματος, συγκεκριμένα του άρθρου 16, που προβλέπει πως η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημόσιου δικαίου, υπό την εποπτεία του κράτους.
Παρ’ όλα αυτά, δεν πτοούνται και προσπαθούν με αυθαίρετες ερμηνείες άλλου συνταγματικού άρθρου –εν προκειμένω του 28– να βρουν νομικό έρεισμα. Μέχρι εκεί φτάνουν προκειμένου να πετύχουν τον σκοπό τους. Προφανώς θέλουν να ολοκληρώσουν αυτό που ξεκίνησαν με τα κολέγια, στα οποία κατοχύρωσαν –για ορισμένα τμήματά τους– επαγγελματικά δικαιώματα.
Οσο κι αν προσπαθεί η κυβέρνηση να πείσει για την αναγκαιότητα ύπαρξης μη κρατικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, εκτίθεται στην κοινωνική πλειοψηφία. Αυτό που έχει ανάγκη ο τόπος μας δεν είναι μια τριτοβάθμια εκπαίδευση την οποία θα πληρώνει κάποιος αδρά για να πάρει ένα πτυχίο, με μόνη προϋπόθεση εισαγωγής το πορτοφόλι του και κυρίως –γιατί μιλάμε για νέους ανθρώπους– το πορτοφόλι της οικογένειάς του.
Η κοινωνία μας χρειάζεται ένα εξωστρεφές και ενισχυμένο δημόσιο πανεπιστήμιο με ελεύθερη και ισότιμη πρόσβαση. Μια τριτοβάθμια εκπαίδευση που δεν θα διαχωρίζει ανάλογα με την τσέπη καθεμιάς και καθενός, αλλά θα εγγυάται την κοινωνική κινητικότητα και συνοχή και το επίπεδο σπουδών. Βεβαίως, χρειάζονται πόροι και στρατηγικό σχέδιο. Επίσης απαιτείται οραματικό πλαίσιο προκειμένου να επαναπατριστούν στα δημόσια πανεπιστήμια με αξιοπρεπείς μισθούς και συνθήκες εργασίας οι επιστήμονές μας που ξενιτεύτηκαν.
Περαιτέρω, κρίσιμες συνθήκες είναι η πλήρωση των κενών θέσεων σε διδακτικό προσωπικό, η ενίσχυση των κτιριακών υποδομών, η επάρκεια και ο εκσυγχρονισμός των ερευνητικών μέσων. Μόνο έτσι θα διασφαλιστούν επί της ουσίας το ελεύθερο ακαδημαϊκό περιβάλλον, η κριτική σκέψη και η συνθετική διαδικασία, που αποτελούν θεμελιώδη χαρακτηριστικά του ποιοτικού δημόσιου πανεπιστημίου.
Δίχως αμφιβολία, η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων που προετοιμάζει η κυβέρνηση αποτελεί ξεκάθαρη εξυπηρέτηση συμφερόντων και δεν πρόκειται να προσφέρει το παραμικρό στον κρίσιμο τομέα της ακαδημαϊκής εκπαίδευσης στη χώρα. Επομένως τα ιδιωτικά πανεπιστήμια όχι μόνο δεν είναι κοινωνική ανάγκη αλλά θα οδηγήσουν στην υποβάθμιση των δημόσιων πανεπιστημίων και ιδιαίτερα των περιφερειακών, που θα αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο της συρρίκνωσης και του κλεισίματος.
Η δημόσια και δωρεάν παιδεία αποτελεί κεκτημένο της ελληνικής κοινωνίας. Είναι έκφραση δημοκρατίας, κοινωνικής δικαιοσύνης και ίσων ευκαιριών. Προφανώς αυτό προκαλεί αποστροφή στους κυβερνώντες, για τον λόγο αυτό επιδιώκουν να την αποδομήσουν.
Ολοι οι παράγοντες της δημόσιας εκπαίδευσης, πανεπιστημιακοί, φοιτητές, ειδικοί επιστήμονες, εκφράζουν με όλους τους τρόπους, εκτός εξαιρέσεων που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με τα συμφέροντα με τα οποία συνδέεται και η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη, την αντίθεσή τους σε αυτό τον σχεδιασμό.
Τώρα είναι η ώρα οι δημοκρατικές δυνάμεις της χώρας να δείξουν πώς εννοούν τον αγώνα για την προστασία των δημόσιων αγαθών.
Η δημόσια και δωρεάν τριτοβάθμια εκπαίδευση κινδυνεύει.