Γαλλία: Το σκορποχώρι της Αριστεράς

Η γαλλική Αριστερά απειλείται με αφανισμό, εκτίμησε η υποψήφια του Σοσιαλιστικού Κόμματος Αν Ινταλγκό κατά τη διάρκεια ομιλίας της τον Νοέμβριο. Η Αριστερά της χώρας φαίνεται να έχει χάσει τη σύνδεσή της με τις λαϊκές μάζες, ενώ οι κινήσεις για έναν κοινό υποψήφιο με στόχο τη διεκδίκηση της εξουσίας με όρους ποσοστών αντί προγραμμάτων μάλλον απομακρύνουν παρά προσελκύουν τους ψηφοφόρους.

Κοινός υποψήφιος χωρίς κοινό πρόγραμμα

Υπάρχει εδώ και μήνες η πρόταση τα κόμματα της Αριστεράς να διενεργήσουν έναν προκριματικό γύρο εκλογών ώστε να βγάλουν κοινό υποψήφιο. Η Αν Ινταλγκό, η τελευταία που την επαναδιατύπωσε, παρατήρησε ότι «ο αέρας έχει κορεστεί από το μίσος και την ξενοφοβία» των ακροδεξιών υποψηφίων.

Ο υποψήφιος των Πρασίνων Γιανίκ Ζαντό εκτιμά ότι η πρόταση έγινε γιατί η Ινταλγκό έχει περιέλθει σε αδιέξοδο καθώς τα ποσοστά της κινούνται γύρω στο 5%. Ο Ζαντό που λαμβάνει περίπου 7% είχε και αυτός καλέσει σε ενότητα τις αριστερές δυνάμεις, όμως η Ινταλγκό απάντησε ότι αυτό θα μπορούσε να ευοδωθεί μόνο υπό τη σημαία της σοσιαλδημοκρατίας. Οι υπόλοιποι υποψήφιοι της Αριστεράς κινούνται επίσης σε μονοψήφια ποσοστά: ο Ζαν-Λικ Μελανσόν με την Ανυπότακτη Γαλλία λαμβάνει 9% και ο υποψήφιος του Κομμουνιστικού Κόμματος Φαμπιάν Ρουσέλ παίρνει 2%, ενώ το κόμμα του πρώην υπουργού Αρνό Μοντμπούρ κινείται στα… ρηχά νερά του 1%.

Δεξιά υπεροχή, βουτιά της σοσιαλδημοκρατίας

Αυτό οφείλεται από τη μια στην εγγενή τάση της Αριστεράς για κατακερματισμό: ενδεικτικά, άλλη μια πολιτικός, η Κριστιάν Τομπιρά, πρώην υπουργός Δικαιοσύνης επί κυβερνήσεως Φρανσουά Ολάντ, εξέφρασε τη θέλησή της να ενώσει την Αριστερά!

Από την άλλη πλευρά, η σοσιαλδημοκρατία στην κυβερνητική θητεία της δεν αντιτέθηκε στη νεοφιλελεύθερη κυριαρχία της ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής,

ενώ εσωτερικά έκανε μετριοπαθείς αλλαγές που δεν βελτίωσαν παρά ελάχιστα τη ζωή των πολιτών. Ετσι οι δεξιοί και ακροδεξιοί υποψήφιοι (Βαλερί Πεκρές, Μαρίν Λεπέν και Ερίκ Ζεμούρ) εκτιμάται ότι συγκεντρώνουν αθροιστικά γύρω στο 46% των προτιμήσεων, ενώ ο Εμανουέλ Μακρόν που είναι πρώτος με 24% έχει τελευταία προσχωρήσει σε συντηρητική, ξενοφοβική ρητορική για να κερδίσει πόντους στο δεξιό ακροατήριο.

Φαίνεται πολύ μακρινό το 2012, όταν ο υποψήφιος του Σοσιαλιστικού Κόμματος Φρανσουά Ολάντ κέρδισε την προεδρία με πάνω από 30% στην προτίμηση των ψηφοφόρων. Αυτό που κόστισε στο Σοσιαλιστικό Κόμμα και φαίνεται να κατατρύχει την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία είναι ότι αποσυνδέθηκε από τις λαϊκές τάξεις με την εφαρμογή νεοφιλελεύθερων πολιτικών.

Η νεοφιλελεύθερη στροφή που κόστισε

Το 1981 ήταν έτος-ορόσημο στη γαλλική πολιτική αφού ο Φρανσουά Μιτεράν τερμάτισε δεκαετίες συντηρητικής διακυβέρνησης. Η πρώτη κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Πιερ Μορουά ήταν η πιο ριζοσπαστική που είχε δει η χώρα από το Λαϊκό Μέτωπο του Λεόν Μπλουμ το 1936. Για πρώτη φορά μεταπολεμικά η κυβέρνηση Μορουά περιλάμβανε τέσσερις κομμουνιστές.

Οι μεταρρυθμίσεις που ακολούθησαν πραγματοποίησαν πολλές από τις υποσχέσεις της Αριστεράς: εκτεταμένες εθνικοποιήσεις στρατηγικών βιομηχανιών, αύξηση του κατώτατου μισθού, μείωση της εργάσιμης εβδομάδας, ενίσχυση του κράτους πρόνοιας και πολλά ακόμη. Αυτή η προοδευτικότητα αντανακλούσε τη ριζοσπαστικοποίηση μεγάλου μέρους της κοινωνίας, η οποία οφειλόταν στη μεγάλη κρίση που βίωσε η Γαλλία τη δεκαετία του 1970.

Τα οικονομικά προβλήματα που πίεζαν αφόρητα το φράγκο ανάγκασαν τον Μιτεράν να αλλάξει ρότα. Ανακοίνωσε το πάγωμα στην αύξηση των μισθών και των κοινωνικών δαπανών, ενώ προχώρησε σε υποτίμηση του φράγκου, το οποίο ήταν «κλειδωμένο» με το γερμανικό μάρκο υπό το ευρωπαϊκό νομισματικό σύστημα. Μέχρι το καλοκαίρι του 1982 είχε θέσει τη νομισματική σταθερότητα πρώτη προτεραιότητα, ενώ οι κομμουνιστές υπουργοί είχαν αποχωρήσει από την κυβέρνηση μέχρι το τέλος του 1984.

Από τότε η Γαλλία έχει μπει σε έναν κύκλο νεοφιλελεύθερης διολίσθησης. Οι εθνικοποιήσεις σιγά σιγά ανατράπηκαν, το σύστημα κοινωνικής προστασίας έγινε ανταγωνιστικό και η εργασία περισσότερο ευέλικτη. Τη χαριστική βολή στη γαλλική σοσιαλδημοκρατία έδωσε η τετραετία του Φρανσουά Ολάντ, που οδήγησε στη χειρότερη επίδοση υποψηφίου του Σοσιαλιστικού Κόμματος, με τον Μπενουά Αμόν να λαμβάνει το 2017 λίγο πάνω από 6%.

Η Αριστερά στη Γαλλία έχει χάσει την επαφή της με την εργατική τάξη. Ο επικεφαλής της αριστερής δεξαμενής σκέψης Terra Nova Τιερί Πες σε σχόλιό του στην εφημερίδα «Le Monde» είπε χαρακτηριστικά ότι «δεν αρκεί να δηλώνει κανείς την πίστη του στις λαϊκές τάξεις για να τον εμπιστευτούν».

Η μεταμόρφωση του εργατικού δυναμικού

Αυτό οφείλεται σε πολλούς λόγους, κοινωνικούς και πολιτικούς. Καταρχάς ο στερεοτυπικός βιομηχανικός εργάτης που κυριαρχεί στο συλλογικό φαντασιακό ως η επικρατούσα μορφή της εργατικής τάξης δεν υπάρχει: οι βιομηχανικοί εργάτες αποτελούν πλέον το 20% της συνολικής απασχόλησης, αρκετά λιγότεροι από τη δεκαετία του 1980. Συνεπώς ως εργατική τάξη αυτοπροσδιορίζονται τώρα περισσότεροι εργαζόμενοι εκτός της βιομηχανίας. Εντυπωσιακή είναι και η άνοδος του ποσοστού των ανειδίκευτων εργαζομένων, οι οποίοι αποτελούν πλέον το 30% του εργατικού δυναμικού. Επιπλέον, ένα σημαντικό στοιχείο αποξένωσης της Αριστεράς από την εργατική τάξη είναι ο συντηρητισμός των περισσότερων εργατών, που προσεγγίστηκαν ευκολότερα από το Εθνικό Μέτωπο της Λεπέν.

Η Τerra Νova πρότεινε το 2011 η Αριστερά να ξεφύγει από τη στερεοτυπική επικέντρωση στον βιομηχανικό εργάτη και να δώσει περισσότερο βάρος στις ανάγκες των γυναικών, των μεταναστών, των νέων και των φοιτητών.

Ετικέτες