Οι δύο ψηφοφορίες δυσπιστίας που κατατέθηκαν για να ανατραπεί η κυβέρνηση της Γαλλίδας πρωθυπουργού Ελιζαμπέτ Μπορν απορρίφθηκαν τη Δευτέρα (20 Μαρτίου), διατηρώντας την στην εξουσία, προς το παρόν. Παρόλα αυτά, η πολιτική κρίση απέχει πολύ από το να τελειώσει, σημειώνουν βουλευτές και παρατηρητές.
Τη Δευτέρα, η γαλλική κυβέρνηση αντιμετώπισε δύο προτάσεις μομφής: μία που κατατέθηκε από την ανεξάρτητη ομάδα LIOT και μία δεύτερη από την ακροδεξιά ομάδα Rassemblement National.
Η πρόταση της LIOT απέτυχε για μόλις εννέα ψήφους, με 278 ψήφους υπέρ από όλα τα κόμματα. Πρόκειται για την πρόταση δυσπιστίας που έχει φτάσει πιο κοντά στο να ανατρέψει μια κυβέρνηση υπό τον πρόεδρο Μακρόν.
Η δεύτερη πρόταση καταψηφίστηκε με μεγαλύτερη διαφορά, έλαβε δηλαδή 94 ψήφους υπέρ -καθώς πολλοί βουλευτές αρνούνται να υποστηρίξουν προτάσεις που κατατίθενται από την ακροδεξιά.
Οι προτάσεις κατατέθηκαν μετά την προσπάθεια της κυβέρνησης να προωθήσει την αμφιλεγόμενη συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση μέσω ενός συνταγματικού μηχανισμού που της επιτρέπει να παρακάμψει την ψηφοφορία στην Εθνοσυνέλευση (άρθρο 49.3) και να υιοθετήσει άνευ συναίνεσης τη νομοθεσία. Σε αντάλλαγμα, τα αντιπολιτευόμενα κόμματα μπορούν να καταθέσουν προτάσεις δυσπιστίας προκειμένου να ανατρέψουν την κυβέρνηση και να απορρίψουν ένα τέτοιο νομοσχέδιο.
Το αποτέλεσμα όμως ήταν η κυβέρνηση να παραμείνει στη θέση της και η συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση να θεωρείται ότι έχει εγκριθεί. Ωστόσο, η μεταρρύθμιση πρέπει πρώτα να περάσει από διάφορους ελέγχους συνταγματικότητας -που θα διενεργηθούν από το Συνταγματικό Συμβούλιο- μετά από προσφυγές από όλο το πολιτικό φάσμα. Η διαδικασία θα μπορούσε να οδηγήσει σε μερική ακύρωση του κειμένου πριν από τη δημοσίευσή του.
Μια συνεχιζόμενη πολιτική κρίση
Παρά την οριακή επιβίωση του κυβερνητικού σχεδίου στην ψηφοφορία, η πολιτική κρίση συνεχίζεται.
Ο ανεξάρτητος βουλευτής Σαρλ ντε Κουρσόν, ο οποίος υπερασπίστηκε την πρόταση μομφής από το κόμμα LIOT, κατήγγειλε τη στάση της κυβέρνησης, την οποία κατηγόρησε ότι «χρησιμοποίησε όλους τους δυνατούς ελιγμούς για να διαστρεβλώσει τις διαδικασίες».
«Αυτό το σχέδιο δεν έχει καμία δημοκρατική νομιμοποίηση», είπε για τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος, προσθέτοντας ότι «πολλοί από εμάς ψήφισαν τον Εμανουέλ Μακρόν κατά τη διάρκεια των προεδρικών εκλογών εξ ορισμού» έναντι της Μαρίν Λεπέν.
Ο βουλευτής υπογράμμισε ότι αυτή είναι η ενδέκατη φορά σε διάστημα μικρότερο του ενός έτους που η κυβέρνηση χρησιμοποιεί το άρθρο 49.3 του Συντάγματος, προσθέτοντας ότι αυτό αποτελεί και «άρνηση της σοσιαλδημοκρατίας» και έχει προκαλέσει «πολιτική και κοινωνική κρίση».
Παρόμοια συναισθήματα έχουν εκφραστεί επανειλημμένα από άλλα κόμματα.
«Αυτό που είναι νόμιμο δεν είναι απαραίτητα θεμιτό», δήλωσε η βουλευτής των Πρασίνων Σιριέλ Σατελέν. «Δεν έχετε πλέον τα μέσα να κυβερνήσετε μια χώρα που είναι γεμάτη δυσπιστία από την εξέγερση με τα κίτρινα γιλέκα», είπε απευθυνόμενη στην κυβέρνηση.
Από τα δεξιά, ο επικεφαλής της ομάδας Les Républicains Ολιβιέ Μαρλέ, ο οποίος τάσσεται υπέρ της μεταρρύθμισης, δήλωσε ότι «το πρόβλημα σήμερα δεν είναι η μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος, αλλά ο πρόεδρος της Δημοκρατίας».
Σύμφωνα με τον ίδιο, ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν και οι διαδοχικές κυβερνήσεις του έχουν εφαρμόσει μια «απομονωμένη, ενίοτε ναρκισσιστική και συχνά αλαζονική άσκηση εξουσίας, σαν να είναι αναίσθητη απέναντι στη ζωή των Γάλλων και των Γαλλίδων», εκφράζοντας την ανησυχία του για την «μη σύνδεση» του Μακρόν από τη χώρα.
Ερωτηθέντες από τη Euractiv, βουλευτές του κεντρώου κόμματος του Renaissance του Μακρόν δήλωσαν ότι για να γυρίσει η σελίδα της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης και να βγούμε από την πολιτική κρίση, είναι απαραίτητο να «ανοίξει μια νέα πολιτική ακολουθία» και να δοθεί «κατεύθυνση στην πενταετή θητεία».
«Βρισκόμαστε σε μια δύσκολη στιγμή. Θα πρέπει να συζητήσουμε εντός της ομάδας μας, εντός της προεδρικής πλειοψηφίας, για όλες τις εργασίες που θα ακολουθήσουν στη Συνέλευση», δήλωσε η Βάιολετ Σπιλεμπού, βουλευτής και εκπρόσωπος του Renaissance .
Ωστόσο, ο Πιερ Αλεξάντρ Ανγκλάντ, πρόεδρος της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων, δήλωσε ότι «η πολιτική ευαισθητοποίηση δεν μπορεί να προέρχεται μόνο από τον πρόεδρο». Κάλεσε την αντιπολίτευση να δείξει «υπευθυνότητα και καλή θέληση».
«Συχνά ζητάμε μια νέα (πολιτική) κουλτούρα, αλλά αυτό πρέπει να είναι αμφίδρομο», πρόσθεσε.
Εν τω μεταξύ, η κινητοποίηση στους δρόμους συνεχίζεται, με διαδηλώσεις – τόσο αυθόρμητες όσο και οργανωμένες από τα συνδικάτα – που συνεχίζονται για πάνω από μία εβδομάδα στο Παρίσι και σε άλλες μεγάλες πόλεις.
Όλα τα συνδικάτα έχουν καλέσει σε μια νέα απεργία για την Πέμπτη (23 Μαρτίου).
Μετά την απόρριψη του νομοσχεδίου, οι βουλευτές, ιδίως της αριστεράς, κάλεσαν σε «συνέχιση του αγώνα» προκειμένου να επιτευχθεί η απόρριψή του.
Πηγή: Euractiv.gr