Γαλλία: Η εξέγερση των αόρατων πολιτών

Δομικός ρατσισμός, κοινωνικές διακρίσεις και αδιαφορία της πολιτείας έθεσαν τα θεμέλια της πρόσφατης ταραχής στα προάστια των γαλλικών πόλεων

Η βία που ξέσπασε στη Γαλλία την περασμένη εβδομάδα προκάλεσε πονοκέφαλο στον Εμανουέλ Μακρόν, καθώς είχε στα χέρια του μια κρίση πρώτου μεγέθους, παρόμοια με εκείνη του 2005. Το γαλλικό κράτος φαίνεται ότι έχει συνέχεια, καθώς ακόμη και παιδιά που δεν είχαν καν γεννηθεί σε εκείνες τις διαδηλώσεις εξεγέρθηκαν για τους ίδιους λόγους με τότε.

Οι ταραχές αυτές ήταν μια ξεκάθαρη έκφραση οργής και αγανάκτησης για το αδιέξοδο το οποίο οι νέοι των προαστίων βιώνουν ως μόνιμη ματαίωση. Αφορμή ήταν η δολοφονία από αστυνομικό ενός παιδιού με καταγωγή από το Μαγκρέμπ, αλλά τα πραγματικά αίτια ήταν το αίσθημα ότι οι ζωές των νεαρών μη λευκών Γάλλων θεωρούνται κατώτερες και δίχως νόημα για το γαλλικό κράτος, το οποίο εμφανίζεται σε αυτούς μόνο για να τους καταστείλει.

Πάλη για ορατότητα

Ο Τυνήσιος ακτιβιστής Σαντρί Κιαρί στο βιβλίο του «Η αποικιοκρατική αντεπανάσταση στη Γαλλία» γράφει ότι μιλάμε για τα «banlieues» (προάστια) όπως μιλάμε για το «μεταναστευτικό πρόβλημα» ή για το «μαύρο ζήτημα». Δηλαδή με έναν τρόπο που απανθρωποποιεί το θέμα ώστε να δώσει μια άοσμη και άχρωμη απόδοση των πραγμάτων χωρίς το άμεσο υποκείμενο, δηλαδή τους ανθρώπους που ζουν στα προάστια. Καταδικάζει τη δυτική ανάγνωση του βιώματος των ατόμων των προαστίων από όποια πολιτική σκοπιά κι αν το βλέπουν. Είτε από αριστερά, χαρακτηρίζοντάς τους αποδιοπομπαίους τράγους δίχως βούληση, είτε από δεξιά, αποδίδοντάς τους χαρακτηρισμούς. Για τους λευκούς Γάλλους οι πολίτες των προαστίων πρέπει να υπάρχουν μέσα από τις αντιλήψεις των «γηγενών», αλλιώς δεν έχουν λόγο ύπαρξης…

Αρκετοί σχολίασαν την πρόσφατη εξέγερση υπό το ένα ή το άλλο πρίσμα υποπίπτοντας στο λάθος της υπεραπλούστευσης. Ο Τζον Λίτσφιλντ, πρώην ανταποκριτής του «Independent» στο Παρίσι για 20 χρόνια, προτείνει μια πιο απλή εξήγηση, εκτιμώντας ότι η οργή απέναντι σε σύμβολα της εξουσίας και της παρουσίας του γαλλικού κράτους στον δημόσιο χώρο είναι ένα κάλεσμα στη γαλλική πολιτεία για ίση μεταχείριση.

Θεωρεί ότι οι εξεγέρσεις δεν είχαν ξεκάθαρο πολιτικό πρόταγμα, αν και είναι βέβαιο ότι θα επηρεάσουν τόσο την εγχώρια όσο και τη διεθνή πολιτική σκηνή. Ενδεικτικά, ήδη ο συντηρητικός Πολωνός πρωθυπουργός Ματέους Μοραβιέτσκι βρήκε αφορμή από τα γεγονότα για να δικαιολογήσει τη χαλαρότητα της ΕΕ στο μεταναστευτικό. Παράλληλα, επενδύοντας στο γεγονός ότι οι Γάλλοι πολίτες που εξεγείρονται έχουν εθνοτική καταγωγή από χώρες εκτός Γαλλίας, κυρίως από πρώην γαλλικές αποικίες, οι γνωστοί ακροδεξιοί… ύποπτοι – Μαρίν Λεπέν, Ερίκ Ζεμούρ και εσχάτως ο Ερίκ Σιοτί των Ρεπουμπλικάνων– προωθούν τη ρητορική τους για εγκατάλειψη του jus soli (την πρόβλεψη για απόδοση γαλλικής υπηκοότητας σε όσους γεννιούνται σε γαλλικό έδαφος) και γενικότερη αυστηροποίηση των κανόνων για τη μετανάστευση.

Επίσης, η εξέγερση αυτή αναμένεται να κάνει τον Μακρόν ακόμη πιο επιρρεπή σε δεξιές πολιτικές. Η έκταση που πήραν τα επεισόδια (οι καταστροφές σε δημόσια κτίρια και υποδομές εκτιμάται ότι θα κοστίσουν περί το 1 δισ. ευρώ) δεν προωθεί σωστά το προφίλ ενός προέδρου που επιθυμεί να πλασαριστεί ως εγγυητής της ασφάλειας. Παράλληλα, ο Μακρόν δεν έχει απόλυτη πλειοψηφία στη Γαλλική Εθνοσυνέλευση, ενώ ήδη εξαρτάται από τα κόμματα της Δεξιάς, κυρίως τους Ρεπουμπλικάνους, για να περάσει την ατζέντα του. Αν δεν θέλει να εξοργίσει ξανά τη γαλλική κοινωνία με την έγκριση νομοσχεδίων άνευ της ψήφου της Βουλής (χρησιμοποιώντας το περιβόητο άρθρο 49,3 του συντάγματος), όπως έκανε με την αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης από τα 62 στα 64 έτη, θα πρέπει να ρίξει γέφυρες με τους Δεξιούς κάνοντας και τις ανάλογες παραχωρήσεις.

Από την άλλη, η γαλλική Αριστερά αρνείται να καταδικάσει τα βίαια επεισόδια, παρά τις διαφωνίες με τον Ζαν-Λικ Μελανσόν για το πώς πρέπει να μεταρρυθμιστεί η αστυνομία. Οι βουλευτές της Ανυπότακτης Γαλλίας ήταν παρόντες στην ειρηνική διαδήλωση για δικαιοσύνη για τον Ναέλ, στην οποία πήρε μέρος και η μητέρα του νεαρού. Το 2005, σε όσα ακολούθησαν τη δολοφονία των Ζιέντ Μπενά και Μπουνά Τραορέ, η Αριστερά δεν ήταν μόνο απούσα αλλά η κυβερνώσα Αριστερά (Σοσιαλιστικό και Κομμουνιστικό Κόμμα) έκανε τους αριστερούς διαδηλωτές να νιώθουν εκτεθειμένοι με την ανοιχτή απαξίωση της εξέγερσης που κράτησε τρεις εβδομάδες.

Αστυνομική βία

Εντύπωση προκάλεσαν στη διεθνή κοινότητα τα δρακόντεια μέτρα που επιστράτευσε η γαλλική κυβέρνηση για να καταστείλει τους εξεγερμένους. Δεκάδες χιλιάδες αστυνομικοί (περίπου 45.000), δακρυγόνα, ένοπλοι με καλυμμένα χαρακτηριστικά σε περιπολικά βαν, ακόμη και τεθωρακισμένα οχήματα βγήκαν στους δρόμους, ενώ οι συλλήψεις ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο. Τα δικαστήρια στη Γαλλία τις περασμένες μέρες ακολούθησαν διαδικασίες fast track για να επιβάλουν καταδικαστικές ποινές φυλάκισης σε συλληφθέντες εξεγερμένους.

Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης οι χρήστες ανά τον κόσμο έγιναν μάρτυρες του… υπερβάλλοντος ζήλου των αστυνομικών απέναντι στους εξεγερμένους. Δεν είναι τυχαία η σκληρότητα με την οποία η αστυνομία μεταχειρίστηκε τους εξεγερμένους ή τον δολοφονηθέντα 17χρονο, του οποίου ο θάνατος αποτέλεσε τη σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Η Γαλλία έχει μακρά ιστορία στις αστυνομικές δολοφονίες με ισλαμοφοβικά και ρατσιστικά κίνητρα. Από το 1991 σημειώθηκαν τουλάχιστον 21 βίαιες εξεγέρσεις (με διαφορετικό μέγεθος και σφοδρότητα) έπειτα από κάποιο ρατσιστικό έγκλημα που διέπραξε αστυνομικός. Σύμφωνα με τον ερευνητή Ραγιάν Φρεσκί της ΜΚΟ CAGE, μόνο το 2022 τουλάχιστον ένας άντρας αφρικανικής καταγωγής πέθαινε στα χέρια της αστυνομίας κάθε μήνα. Η αγριότητα απέναντι στους μη λευκούς έχει τις ρίζες της στο αποικιοκρατικό παρελθόν της Γαλλίας, όταν οι δυνάμεις της τάξης κατέστελλαν και επέβαλλαν τις… αξίες της δημοκρατίας στους ιθαγενείς και μουσουλμανικούς πληθυσμούς αποκλείοντας κάθε δυνατότητα νόμιμης έκφρασης της πολιτικής τους διαφωνίας.

Οι δυνάμεις της αστυνομίας έχουν κληρονομήσει αυτό τον ρόλο σε ένα διαφορετικό πλαίσιο. Η αστυνομική βαρβαρότητα είναι συστημικό θέμα με ξεκάθαρη πολιτική στόχευση: είναι το μέσο που χρησιμοποιεί το γαλλικό κράτος για να προστατέψει αυτά που θεωρεί δημοκρατικές αξίες και να εμποδίσει τους πολίτες που ζουν στα προάστια να συγκροτηθούν σε πολιτικό υποκείμενο.

Για χρόνια η αστυνομική βαρβαρότητα δεν είναι στιγμιαίο συμβάν στις γειτονιές όπου ζουν πολίτες με καταγωγή από τις πρώην αποικίες. Η αστυνομική βαρβαρότητα είναι μέρος της καθημερινότητας. Τόσο γνωστό είναι το φαινόμενο που ακόμη και ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών αντέδρασε στη δολοφονία του Ναέλ. Την προηγούμενη Παρασκευή η εκπρόσωπος Τύπου του ύπατου αρμοστή για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα Ραβίνα Σαμντασάνι σε ανακοίνωσή της εξέφρασε την ανησυχία της για τον θάνατο του νεαρού, ενώ συμπλήρωσε ότι «αυτή είναι η στιγμή για να αντιμετωπίσει σοβαρά η χώρα το βαθύ ζήτημα του ρατσισμού και των διακρίσεων στις δυνάμεις καταστολής».

Επιπλέον, σύμφωνα με ειδικούς η νομοθεσία που ρυθμίζει τις αστυνομικές πρακτικές σχεδιάστηκε με τέτοιον τρόπο που να δίνει το ελεύθερο στους αστυνομικούς να χειρίζονται κατά το δοκούν τις μειονότητες που πρέπει να καταστείλουν. Στην υπόθεση του Ναέλ ο σχετικός νόμος που ρυθμίζει τη χρήση πυροβόλων όπλων από την αστυνομία πέρασε το 2017 εν μέσω της ανόδου του ισλαμοφοβικού κύματος, με σκοπό τη χαλάρωση του νομικού πλαισίου που ρυθμίζει τις επεμβάσεις της αστυνομίας στις περιοχές όπου κατοικούν άνθρωποι από εθνοτικές και θρησκευτικές μειονότητες. Μάλιστα κάποιοι εκτιμούν ότι η συγκεκριμένη χαλάρωση ισοδυναμεί με «άδεια για να σκοτώνουν».

Ετικέτες