Οσο περνάνε οι μέρες τόσο αρχίζουμε να αντιλαμβανόμαστε το πνεύμα που υπερίπταται στους εορτασμούς της επετείου. Είδαμε την προτεινόμενη αισθητική να μετεωρίζεται ανάμεσα σε ευθυτενή τσολιαδάκια και βοσκοπούλες με ξέπλεκα μαλλιά. Δημάρχους να αντιγράφουν τους υπερήρωες των video games. Μουσεία να ζηλεύουν την κακογουστιά της μαζικής κουλτούρας και να παρουσιάζουν τη Μαντώ Μαυρογένους σαν Αμερικανίδα εμψυχώτρια στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τη Γιάννα όλων των Ελλήνων να εγκαταλείπει τη μεγαλοαστική της κομψότητα ενδίδοντας στη γραφικότητα και να μας στέλνει ντουγρού στις εκδηλώσεις της χούντας.
Αυτά που είχε γράψει με το απαράμιλλο ύφος του ο Γιάννης Σκαρίμπας το 1971 για τα 150 χρόνια αποδείχτηκαν προφητικά: «Η ντόπια ιστορικάντζα οργίασεκαι το ψέμα, η αγυρτεία και η άγνοια στήσανε χορό μες στις πλατείες. Το επιστημονικό φράκο και η ακαδημαϊκή ζακέτα συναγωνίστηκαν τους καρεκλάτους δεκάρικους στην παπουτσωμενόγατη άγνοια και το μινχάουζο ψέμα». Της κακομοίρας γινότανε. Ακούσαμε τον Σαββόπουλο να μας υπόσχεται πως των Ελλήνων οι κοινότητες θα φτιάξουν άλλους γαλαξίες, ξεχνώντας ότι τώρα, περισσότερο από ποτέ, σημαίες από νάιλον υψώνουμε, σημαίες πλαστικές.
Ολα εικόνες διαφημιστικής ανέμελης καμπάνιας. Ουσία πουθενά. Πασχίζουν –η αλήθεια είναι– κάποια μέλη της επιτροπής, σαν βρικολακιασμένοι Φαναριώτες, να μας μεταλαμπαδεύσουν το νέο αφήγημα. Μόνο που τα αφηγήματα είναι επινοήσεις των επικοινωνιολόγων, ενώ οι σκεπτόμενοι πολίτες ενδιαφέρονται για τα γεγονότα. Γράφει π.χ. ο Στάθης Καλύβας, ο γκουρού του πρωθυπουργού: «Η κρίση του 2010 κόστισεπολύ, αλλά δεν ακύρωσε τα μεγάλα πολιτικά κεκτημένα της χώρας. Ομως, ίσως κάπως σαν τη Μικρασιατική Καταστροφή, μας υπενθύμισε τα όρια των φιλοδοξιών μας». Τέτοια παραχάραξη μέσω ανιστόρητης σύγκρισης ούτε οι εχθροί μας. Ο Πασχάλης Κιτρομηλίδης επίσης –χειριζόμενος άριστα τον δόλο της γλώσσας– σημειώνει: «Για τις εθνικές τραγωδίες το 1922 στη Μικρά Ασία και το 1974 στην Κύπρο, το τραγικότερο είναι ότι η μεγίστη ευθύνη βαρύνει εμάς τους ιδίους». Με ένα άλμα δηλαδή της λογικής ο κ. καθηγητής ταυτίζεται με τη ρήση του Πάγκαλου «όλοι μαζί τα φάγαμε». Ετσι η ατομική ευθύνη των κυβερνήσεων διαχέεται στη συλλογική και 200 πλυντήρια ξεπλένουν και αθωώνουν όσους τις προκάλεσαν.
Παρά ταύτα, μας περιμένει μέλλον λαμπρόν, αφού αρκετές από τις επίσημες εκδηλώσεις του «Ελλάδα ’21» αναφέρονται στην οικονομική ανάπτυξη. Αυτή λοιπόν σαλπίζει τον νέο πατριωτισμό: πατριωτισμός είναι εργολάβοι και χορηγοί να παζαρεύουν τα τσιμέντα στην Ακρόπολη. Να πληρώνεις αδρά τη Webex για ρόλο σύγχρονου ρουφιάνου, ανάλογου του Εφιάλτη στις Θερμοπύλες και του Πήλιου Γούση στο Σούλι. Να μην επιτάσσεις εγκαίρως τους ιδιώτες γιατρούς γιατί κοστίζουν. Σε λίγο θα μας πουν ότι και οι νεκροί της πανδημίας υπονομεύουν την εθνική προσπάθεια.
Αν τους άκουγε ο Ρήγας να επιλέγουν την ασφάλεια και την καταπάτηση των δικαιωμάτων αντί της ελευθερίας, θα διάβαζε με βροντερή φωνή: «Οταν η διοίκησις βιάζει, αθετεί, καταφρονεί τα δίκαια του λαού και δεν εισακούει τα παράπονά του, το να κάμει ο λαός επανάστασιν, να αρπάζει τα άρματα και να τιμωρεί τους τυράννους του, είναι το πλέον ιερόν από όλα τα δίκαιά του».
Κι ύστερα θα άπλωνε σε κάθε δημόσιο κτίριο 200 μαύρα κρέπια…
H Χρύσα Κακατσάκη είναι φιλόλογος ιστορικός Τέχνης