Στους καφενέδες, στις σπηλιές και στα νεκροταφεία φούμαραν οι μάγκες ναργιλέ
Τι συνέβαινε στα πέριξ, όταν έκαιγαν φωτιές; Μα, τι άλλο; Επιναν οι μάγκες αργιλέ. Στη δύσκολη δεκαετία του 1930, που η ζωή κυλούσε με τις προμήθειες από τα δημοτικά συσσίτια, δεκάδες τεκέδες ξεφύτρωσαν σε όλη τη χώρα. Φαινομενικά επρόκειτο για καφενέδες, που όμως στο δίπλα δωμάτιο φυγάδευαν το ένοχο «μαυράκι». Νοικοκυραίοι, ψαράδες, αραμπατζήδες αλλά και τσιλιαδόροι, παπατζήδες, λαχανάδες, νταήδες, μαχαιροβγάλτες, κουραδόμαγκες, μαχαλόμαγκες, σκυλόμαγκες, ρεμπέτες (που δεν πρέπει να συγχέονται με τους μάγκες) ήταν το κοινό των τεκέδων.
Το χασίσι μέχρι και το 1936 ήταν σχετικά ελεύθερο, δεν το φώναζαν κιόλας ότι το πίνουν, αλλά αν τους έπιανε η αστυνομία, έτρωγαν το πολύ δυο μέρες κράτηση και στη συνέχεια ήταν ελεύθεροι να ξαναγυρίσουν στον τεκέ. Και τα ντουμάνια να σιγοντάρουν, όπως πρώτα, της μαστούρας τον σκοπό. Γύρω από τη θράκα γράφτηκαν τραγούδια όπως το «Οταν καπνίζει ο λουλάς», «Επρεπε να ’ρχόσουν, ρε μάγκα, στον τεκέ μας» και «Χαρμάνι είμαι απ’ το πρωί και βγήκα να φουμάρω». Ωστόσο, το καθεστώς Μεταξά, που όπως χαρακτηριστικά λέγεται «κυνήγησε πολύ το μπουζούκι, το ρεμπέτικο και το μαρκούτσι», απαγόρευσε με νόμο του 1937 «τους αμανέδες, τους τεκέδες, τους μπαγλαμάδες και τους λουλάδες».
«Είμαι φίνος μάγκας, πρώτος τεκετζής»
Κουμάντο στον τεκέ έκανε ο τεκετζής, ο οποίος συνήθως δεν ήταν το καλύτερο παιδί. Ο στιχουργός του ρεμπέτικου και νταής της εποχής Νίκος Μάθεσης, γνωστός και ως Τρελάκιας, περιγράφει: «Οι τεκετζήδες ήταν μάγκες αλλά όχι νταήδες, δεν ήταν σκυλόμαγκες ποτέ. Ενας σκυλόμαγκας που είχε κάνει χρόνια στη φυλακή δεν έκανε αυτήν τη δουλειά, να γεμίσει τον λουλά (η εστία του ναργιλέ), να τον ανάψει και να τον δώσει σ’ αυτόν που παρήγγειλε, σε κάνα μαγκάκι που θέλει να βγει κι αυτός κάτι, να του κάνει τον υπηρέτη». Συχνά ο τεκετζής συνεργαζόταν με την ασφάλεια και το λιμεναρχείο για να εξασφαλίσει την ευρυθμία του καταστήματός τους. Εν ολίγοις έδινε στεγνά όποιον «περίεργο» έμπαινε στο μαγαζί. Αυτούς δηλαδή που δεν ήξερε τι καπνό φουμάριζαν.
Οι μαρτυριάρηδες τεκετζήδες αγάπησαν σφόδρα τον διοικητή της Γενικής Ασφάλειας Θεσσαλονίκης Νίκο Μουσχουντή ή Κομουνιστοφάγο, ο οποίος με τη σειρά του αγαπούσε τα ρεμπέτικα και είχε ένα σπίτι γεμάτο πλάκες, δίσκους γραμμοφώνου δηλαδή, συνολικά 5.000 κομμάτια. Ενας άλλος αγαπημένος αστυνομικός, στον Πειραιά αυτός, ήταν ο Γαλιγάλης με το όνομα και ένα μπουλντόγκ παρέα. Ο Γαλιγάλης δεν ενοχλούσε τους φουμάροντες. Χόμπι του ήταν μόνο η περισυλλογή κλεφτών και λοιπών κακοποιών στοιχείων. Το σήμα για την έφοδο το έδινε ο τεκετζής με τη μέθοδο της λευκής σημαιούλας. Υπήρχε δηλαδή μια σημαία δεμένη με έναν σπάγκο. Οταν έμπαινε ύποπτος, στο κατά τ’ άλλα οικογενειακό κατάστημα, ο τεκετζής τράβαγε τον σπάγκο και έριχνε το σήμα για το «ντου» στους ασφαλίτες που ήταν απέξω.
«Κάν ’τονε, Σταύρο, κάν ’τονε, βάλ’ του φωτιά και κάφ’ τονε»
Τον ναργιλέ τον πλήρωνε αυτός που έκανε την παραγγελιά. Αν γούσταρε κέρναγε την παρέα. Αν πάλι είχε νταλκάδες και δεν γούσταρε τα πολλά πολλά, τον έπινε μόνος του. Με ένα μακροβούτι, ερχόταν στο ντουζένι. Ο τεκές ήταν λιτά διακοσμημένος, μόνο με τα χρειαζούμενα. Κάνα καναπεδάκι, κάνα σοφραδάκι, δυο τρεις καρέκλες, κάνας φωνόγραφος στο τσακίρ κέφι ή ένα μπουζούκι, ένας μπαγλαμάς, το κατεξοχήν μουσικό όργανο του τεκέ και της φυλακής. Και φυσικά γλυκά του κουταλιού, μπακλαβάδες ή ξερά σύκα για την υπογλυκαιμία. Η είσοδος απαγορευόταν σε ομοφυλόφιλους, γυναίκες και πρεζάκηδες.
Το καλύτερο χασίσι ερχόταν από την Περσία, την Προύσα («Γεια σου, Προύσα, παινεμένη και στον κόσμο ξακουσμένη»), την Πόλη και την Τρίπολη. Ο ναργιλές είχε ιεροτελεστία. Το δοχείο φτιαχνόταν κυρίως από ινδική καρύδα, που έπαιρναν από την αγορά, για να μπορεί να κρύβεται σε σχέση με τον γυάλινο. Μέχρι και πεπόνια χρησιμοποιήθηκαν ως ναργιλέδες, με απόλυτη επιτυχία. Για λουλά χρησιμοποιούσαν πατάτες. «Μάγκες, φέρτε την πατάτα για να κάνουμε λουλά / να φουμάρουνε οι μάγκες πού ’χουν ντέρτι στην καρδιά». Μετά άπλωναν τουμπεκί (ο καπνός που χρησιμοποιούν στον ναργιλέ), χασίς, τουμπεκί και από πάνω καρβουνάκια. Ο τεκετζής που ήξερε να φτιάχνει τον ναργιλέ σένιο ήταν περιζήτητος.
Τεκέδες είχε παντού, όπου υπήρχαν χαμοκέλες (χαμόσπιτα), στον Βοτανικό, το Μεταξουργείο, την Καισαριανή, τον Πειραιά, το Ηράκλειο, τον Βόλο, τη Λάρισα, την Πάτρα, τη Θεσσαλονίκη, την Καλαμάτα. Στον τεκέ του Πολυκανδριώτη στον Πειραιά πήγαιναν ο Μάρκος, ο Κηρομύτης και ο Μάθεσης και έπαιζαν μπουζούκι. Ο στίχος «Κάν’ τον’ε, Σταύρο, κάν’ τον’ε, βάλ’ του φωτιά και κάφ’ τον’ε» γράφτηκε για τον τεκέ του Σταύρακα στην Κοκκινιά, που θρυλείται ότι ήταν ολίγον ρουφιάνος.
Υπήρχαν δεκάδες άλλοι στην ευρύτερη περιοχή του Πειραιά, ειδικά στη Δραπετσώνα, τα Βούρλα, τα Χιώτικα, τα Μπουταίικκα, το Μπαρουτάδικο κ.α. Ντουμάνια έσκαγαν οι καπνοί πάνω από τους τεκέδες του Τσαμπίκου, του Μπότακα, του Μαρκεζίνη, του Περδικάτη ή Μπίσμπιρα, του Μπαμπαρή που μετά τον πήρε ο Μίμης ο Μπογιατζής, της χήρας, που τους έμπλεξε όλους με την πρέζα. Μέσα σε όλους ήταν και του Σάλωνα στα Βούρλα του Πειραιά, που ήθελες μύτη για να τον εντοπίσεις, γιατί ήταν σε μόνιμη περιοδεία. Τουτέστιν, για να μην τον βρει η ασφάλεια, άλλαζε συνεχώς τοποθεσία. Εσκιζε ωστόσο από ποιότητα. «Θα πάω να μαστουρωθώ / και τη χαρά μου να βρω / μες στον τεκέ του Σάλωνα / που ’χει το φίνο μαύρο», που το έφερνε από την Προύσα.
Πολύ γνωστός ήταν και ο τεκές του Σερενάκη, στα Δημοτικά Σφαγεία στα Λιπάσματα της Δραπετσώνας, που μάζευε όλη την ανφάν-γκατέ. Εκεί μέσα αν έκανες το λάθος να στραβοκοιτάξεις κάποιον, έφευγες ξαπλωτός, όχι απαραιτήτως για το σπίτι σου. Ο πιο πολυτελής τεκές ανήκε στον Τζόανο, ένα καλόπαιδο με μακρά καριέρα στα ξεκαθαρίσματα λογαριασμών. Φαινομενικά ήταν ουζερί, με ελαφροντυμένα κορίτσια που ό,τι ήθελε προκύψει. Μέσα όμως γινόταν το νταλαβέρι. Ούτε από εκεί ήταν εξασφαλισμένο ότι θα έβγαινες ζωντανός «Μες του Ζουάνου την αυλή / σκοτώσαν ένα χασικλή», έλεγε ένα τραγούδι της εποχής.
Στο κέντρο της Αθήνας τεκέδες λειτουργούσαν στη Ζήνωνος και Σατωβριάνδου, τη Σωκράτους, την Πειραιώς, την πλατεία Βάθης, τη Μιχαήλ Βόδα, τη Συγγρού, το Θησείο, τη Λαχαναγορά. Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης αναφέρει δυο τεκέδες στην οδό Βουτάδων, παράλληλα με τη μάντρα του τότε εργοστασίου παραγωγής φωταέριου, στο Γκάζι. Συχνά έβρισκε κανείς τεκέδες κοντά σε νεκροταφεία, με αποτέλεσμα να «την ακούν» οι παπάδες που πήγαιναν το πρωί για τα τρισάγια. Γνωστοί ήταν οι υπαίθριοι τεκέδες στο εβραϊκό νεκροταφείο της Θεσσαλονίκης, πριν από την καταστροφή του. Εκεί οι χαρμάνηδες πατάγαν ναργιλέδες στη ζούλα πάνω στα μνήματα, για να μην τους ενοχλήσει κανείς.
Και οι σπηλιές της Κρεμμυδαρούς, της σημερινής Δραπετσώνας όμως, όπως και του Κερατσινίου, ντουμάνιαζαν για χρόνια. Του Κουλού η Τρύπα ήταν μια από τις γνωστές σπηλιές-τεκέδες. «Αν θα κλείσουν τους τεκέδες / Περαιά Κρεμμυδαρού / τότε πια θα κουβαλάω / στη σπηλιά την κουρελού» λέει ο στίχος του Γιοβάν Τσαούς, στο «Πέντε μάγκες στον Περαία». Ο Γιώργος Ζαμπέτας αναφέρθηκε σχετικά στην αυτοβιογραφία του: «Τα παλιά χρόνια που τους κυνηγάγανε όλους αυτούς τους χασισοπότες παίρνανε μετά φόβου Θεού τους αργιλέδες, τα καλάμια, τα κάρβουνα και τα χασίσια τους και τα κουβαλάγανε σε βουνά πάνω, μέσα σε σπηλιές και τα κρύβανε. Και πηγαίνανε μέσα στο βουνό και φουμάρανε. Εδώ στο Δαφνί πάνω στο βουνό τους είχα τρακάρει. […] Αυτοί ήταν γραβαταρισμένοι, κουστουμαρισμένοι και τρέχανε στα βουνά κι εγώ απορούσα τι πηγαίνανε και κάνανε στα βουνά με τα καλά τους».
«Εφτά μαγκίτες φούμαραν στο καπηλειό του Μπάτη»
Μερικές από τις πιο σημαντικές φωτογραφίες της ιστορίας του ρεμπέτικου τραβήχτηκαν έξω από τον κεφενέ του Μπάτη, το «Ζωρζ Μπατέ», στην πλατεία Καραϊσκάκη στα Λεμονάδικα. Στο μαγαζί που άνοιξε το 1931 σύχναζαν ο Βαμβακάρης, ο Παγιουμτζής, ο Δελιάς, ο Κηρομύτης, ο Μουφλουζέλης, ο Παπαϊωάννου ο Γενίτσαρης και άλλοι ρεμπέτες. Στον καφενέ, που ήταν γεμάτος όργανα, γράφτηκαν μερικά από τα σημαντικότερα ρεμπέτικα τραγούδια. Φυσικά και το κατάστημα σέρβιρε και ναργιλέ, στη ζούλα όμως.
Το μαρκούτσι έβγαινε από μια τρύπα στο ξύλινο χώρισμα από τον ένα χώρο του χασισοποτείου προς τον χώρο του καφενείου. Τον ρουφούσαν οι θαμώνες και αν έπιαναν καμιά ύποπτη κίνηση, τον έσπρωχναν μέσα στην τρύπα. «Εφτά μαγκίτες φούμαραν / στο καπηλειό του Μπάτη / έξω εχάραζ’ η αυγή / κι από το μαύρο το πολύ / τους θόλωσε το μάτι» και καταλήγει «άμα μπλέξεις με τον Μάρκο / και τον μάγκα τον Δελιά / πέντε μέρες στους τεκέδες / μ’ αναμμένους ναργιλέδες / για μια μέρα πας δουλειά». Λέγεται ότι η φωτιά του 1937 μπήκε από ενεργούμενα του καθεστώτος Μεταξά επίτηδες για να καθαρίσει η πλατεία από τα «αντικοινωνικά στοιχεία». Μετά την πυρκαγιά χτίστηκαν εκεί νέα καταστήματα.
Ο Μάρκος Βαμβακάρης περιγράφει στην αυτοβιογραφία του την πρώτη φορά που έκανε ναργιλέ στη σπηλιά του Κουλού «Πήγα με λαχτάρα να φουμάρω μόνος μου. Τότες το χασίσι ήταν πολύ δυνατό, τούρκικο από την Προύσα. Μόλις πήρα τον αργιλέ στα χέρια μου να φουμάρω, τράβηξα δυνατά με το καλάμι. Ένιωσα μια φοβερή ζαλάδα, κοπήκανε όλες μου οι αισθήσεις κι έπεσα χάμω και συλλογιζόμουνα πώς ν’ ανέβω τώρα το γκρεμό να φύγω; Αρχίνησα με τα τέσσερα να προχωρώ στο έρημο βουνό, ώσπου έφτασα ως πίσω από το νεκροταφείο, την Ανάσταση, περίπου ένα μίλι δρόμο. Εβρέθηκα πάλι σε μια γούβα στην οποία να είναι και κει χασικλήδες να φουμέρνουνε. Ήταν οι πρόσφυγες των Ταμπουριών και δεν ερχόντουσαν μαζί στη σπηλιά όπου πηγαίναμε οι Πειραιώτες. Είχαν δικό τους νταραβέρι». Με το τραγούδι του «Χαρμάνης είμαι απ’ το πρωί και πάω να φουμάρω», ο Μάρκος έδωσε άθελά του πληροφορίες για τους τεκέδες. «Χαρμάνης είμαι απ’ το πρωί / πάω για να φουμάρω / μες τον τεκέ του Σάλωνα / π’ έχει το φίνο μαύρο / μες τον τεκέ του Μιχαλού / π’ έχει το σύρμα μαύρο». Βγήκανε οι πλάκες στην κυκλοφορία, τις ακούγανε οι ρεμπέτες και οι μάγκες και γουστάρανε, τις άκουγε και η μπασκιναρία κι έτρεχε να τους φορέσει βραχιόλια.