Φωτογραφική περιήγηση στην Αδριανούπολη όπου κρατούνται οι Έλληνες στρατιωτικοί (Photos)

Ένα σύντομο αλλά ενδιαφέρον φωτογραφικό ρεπορτάζ με αφορμή την κράτηση των δύο Ελλήνων στρατιωτικών μας έδωσε το πρακτορείο sooc.

Μαζί με τη φωτογραφική περιήγηση, μια γρήγορη ιστορική ματιά μας ενημερώνει για την τουρκική πόλη, κοντά στα σύνορα που αποτελεί σημαντικό κόμβο για το εμπόριο και τις συγκοινωνίες.

Εξάλλου το όνομα – αν και παραφθορά – παραμένει το ίδιο από το 125. Το αρχικό της όνομα φέρεται να είναι το «Ορεστιάδα» από τον Ορέστη, γιο του βασιλιά Αγαμέμνονα.

Η Αδριανούπολη – τουρκικά: Edirne – είναι ιστορική πόλη της σημερινής Τουρκίας, στην Ανατολική Θράκη, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας πολύ κοντά στα σύνορα με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία.

Η Αδριανούπολη υπήρξε η τρίτη πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από το 1363 ως το 1453, πριν η Κωνσταντινούπολη γίνει η τέταρτη και οριστική πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας. Σήμερα η Αδριανούπολη είναι πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας. Ο πληθυσμός της πόλης είναι 165.979 κάτοικοι (2014).

Το όνομα

Σημειώνεται το όνομα «Edirne» αποτελεί παραφθορά του Αδριανού (πόλη) > Αντρινού, που φερόταν τον 14ο αιώνα > Εντρινού > Εντιρνού καταλήγοντας στο Εντιρνέ όπου και επικράτησε.

Σε οθωμανικές πηγές φέρεται επίσης και με τα ονόματα «Εντρίνους», «Εντρουνέ», «Εντρινάμπολι» καθώς και «Εντιρνομπολού» που αναμφισβήτητα όλα αποτελούν παραφράσεις του ελληνικού ονόματος που διατηρήθηκε από τον εκεί ελληνισμό μέχρι το 1922.

Στη συμβολή τριών ποταμών

Βρίσκεται στο ευρωπαϊκό τμήμα της χώρας, κοντά στη συμβολή τριών ποταμών, του Άρδα, του Τούντζα και του Μαρίτσα απέχοντας 5 χλμ. από ελληνοτουρκικά σύνορα. Εξυπηρετείται από ένα πυκνό οδικό δίκτυο που τη συνδέει με την Κωνσταντινούπολη και την κεντρική Ευρώπη. Είναι σπουδαίο γεωργικό και κτηνοτροφικό κέντρο, όπου συγκεντρώνονται προϊόντα από την εύφορη θρακική παραλιακή πεδιάδα φρούτα, κρασιά, τυριά κ.α. Η βιομηχανία της περιλαμβάνει εργοστάσια παρασκευής μάλλινων και μεταξωτών υφασμάτων, σαπουνιού, επεξεργασίας δερμάτινων ειδών κλπ.

Αρχαιότητα

Σύμφωνα με την Ελληνική μυθολογία ο Ορέστης, γιος του βασιλιά Αγαμέμνονα ίδρυσε την πόλη ως Ορεστιάδα, στη συμβολή των ποταμών Τόνζου (Τουρκικά Τούντσα) και Αρδίσκου (σήμερα Αρδα) με τον Έβρο. Η πόλη (επαν)ιδρύθηκε παίρνοντας το όνομά του από το Ρωμαίο Αυτοκράτορα Αδριανό (117-138) το 125 στη θέση προγενέστερου Θρακικού οικισμού, που ονομαζόταν Ουσκουδάμα. Ήταν πρωτεύουσα των Βήσσων ή των Οδρυσών. Ο Αδριανός την έκανε πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής επαρχίας της Θράκης, την ανέπτυξε και την εξωράισε (υδραγωγεία, λουτρά, αγορά κλπ.) και η πόλη διατήρησε κατά την κατοπινή εποχή το όνομά του, παρόλο που κατά τα βυζαντινά χρόνια ξαναπήρε το όνομα Ορεστιάδα. Βρίσκεται σε καίριο κόμβο του δρόμου ο οποίος ενώνει την κεντρική Ευρώπη με την Κωνσταντινούπολη και στο σημείο όπου κατέληγαν οι δρόμοι από τα παράλια του Αιγαίου, της Προποντίδας και του Εύξεινου Πόντου. Ήδη από τα χρόνια της ίδρυσής της εξελίχτηκε σε σπουδαίο συγκοινωνιακό, εμπορικό και στρατιωτικό κέντρο. Εδώ ο Λικίνιος νίκησε τον Μαξιμίνο (313), ο Κωνσταντίνος τον Λικίνο (314 και 323) και ο Αυτοκράτορας Ουάλης σκοτώθηκε από τους Γότθους το 378, κατά τη Μάχη της Αδριανούπολης.





















Μεσαιωνική περίοδος

Το 813 η πόλη καταλήφθηκε από το Χαν Κρούμο της Βουλγαρίας που μετακίνησε τους κατοίκους της στα Βουλγαρικά εδάφη βόρεια του Δούναβη. Το 1189 την κυρίευσαν οι Σταυροφόροι αλλά μετά την ίδρυση της Λατινικής Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης οι Σταυροφόροι ηττήθηκαν αποφασιστικά από το Βούλγαρο Αυτοκράτορα Καλογιάν στη Μάχη της Αδριανούπολης (1205). Αργότερα ο Θεόδωρος Κομνηνός Δούκας, Δεσπότης της Ηπείρου, την κατέλαβε το 1227, αλλά τρία χρόνια αργότερα ηττήθηκε στην Κλοκοτνίτσα από τον Ασέν, Αυτοκράτορα των Βουλγάρων. Το 1346 στέφθηκε εκεί ο Ιωάννης ΣΤ´ Καντακουζηνός αλλά το 1362 η πόλη καταλήφθηκε από τον Οθωμανό Σουλτάνο Μουράτ Α΄. Αυτός με την επικρατούσα τουρκική ονομασία «Εντιρνέ» την ανακήρυξε πρωτεύουσα του το 1366. Η πόλη παρέμεινε Οθωμανική πρωτεύουσα για 90 χρόνια, μέχρι το 1453, οπότε ο Μωάμεθ Β΄ μετέφερε την πρωτεύουσα στην Κωνσταντινούπολη, εξακολουθώντας ωστόσο να αποτελεί κέντρο θερινής διαμονής των μελών της οθωμανικής αυλής. Η Αδριανούπολη, παρά τον καταστρεπτικό σεισμό του 1751 φημίζεται για τα πολλά τζαμιά, τρούλους, μιναρέδες, γέφυρες, μεντρεσέδες, νοσοκομεία, σκεπαστές αγορές και σεράγια της Οθωμανικής εποχής που φρόντισαν να την στολίσουν οι κατά καιρούς διάφοροι Σουλτάνοι.

Νεότερη περίοδος

Υπό την Οθωμανική κυριαρχία η Αδριανούπολη ήταν η μεγαλύτερη του ομώνυμου Εγιαλετίου και, μετά τις μεταρρυθμίσεις του 1867, του ομώνυμου Βιλαετίου. Ο Σουλτάνος Μωάμεθ Β΄, πορθητής της Κωνσταντινούπολης, γεννήθηκε στην Αδριανούπολη. Εδώ επηρεάσθηκε από ορισμένους Χορουφιστές (σουφικό δόγμα), που απρρίπτονταν από τον Τας Κιοπρού Ζαντέ στο Şakaiki Numaniye ως «Ορισμένοι επικατάρατοι ουτιδανοί» και που κάηκαν ως αιρετικοί από κάποιο Μαχμούντ Πασά.

Ο Σουλτάνος Μωάμεθ Δ΄ άφησε τα ανάκτορα της Κωνσταντινούπολης και πέθανε στην Αδριανούπολη το 1693.

Κατά την εξορία του στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ο Σουηδός βασιλιάς Κάρολος ΙΒ΄ έμεινε στην πόλη το μεγαλύτερο διάστημα του 1713.

Ο Μπαχαουλάχ, ιδρυτής της Μπαχάι Πίστης, έζησε στην Αδριανούπολη από το 1863 ως το 1868. Εξορίσθηκε εκεί από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, πριν εκτοπισθεί μακρύτερα στην Οθωμανική αποικία καταδίκων της Άκρας. Στα γραπτά του αναφέρεται στην Αδριανούπολη ως «Γη του Μυστηρίου».

Η Αδριανούπολη ήταν κέντρο σαντζακίου κατά την Οθωμανική περίοδο, που υπαγόταν διαδοχικά στα εγιαλέτια της Ρούμελης και της Σιλίστρας, πριν γίνει επαρχιακή πρωτεύουσα του ομώνυμου εγιαλετίου, στις αρχές του 19ου αιώνα. Mέχρι το 1878 το Εγιαλέτι της Αδριανούπολης περιελάμβανε τα σαντζάκια Αδριανούπολης, Ραιδεστού (Τεκιρντάγ), Γκελίμπολου (Καλλίπολης), Φιλιππούπολης και Σλίβεν.

Στη διάρκεια της εποχής που αναφερόμαστε ήταν κέντρο ελληνισμού, ωστόσο οι κάτοικοι δεινοπάθησαν πολύ από τους Τούρκους με την κήρυξη της επανάστασης του 1821. Μετά τον απαγχονισμό του πατριάρχη Γρηγορίου Ε’ στην Κωνσταντινούπολη, ακολούθησε στην Αδριανούπολη ο απαγχονισμός του μητροπολίτη Αδριανουπόλεως Κύριλλου Στ και τέως πατριάρχη στο παράθυρο της κατοικίας του, καθώς και ο αποκεφαλισμός 23 προυχόντων Ελλήνων την 29 Απριλίου 1821.[3]

Η Αδριανούπολη καταλήφθηκε για λίγο από τα αυτοκρατορικά Ρωσικά στρατεύματα το 1829 κατά την Ελληνική Επανάσταση, οπότε και υπογράφηκε η Συνθήκη της Αδριανούπολης, με την οποία για πρώτη φορά οι Τούρκοι αναγνώριζαν την ύπαρξη ελληνικού κράτους κατ’ εντολή και το 1878 κατά το Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1877-1878. Η πόλη επλήγη από μια πυρκαγιά το 1905. Τότε είχε περίπου 80.000 κατοίκους, από τους οποίους 30.000 ήταν Μουσουλμάνοι (Τούρκοι και μερικοί Αλβανοί, Ρομά και Τσερκέζοι), 22.000 Ελληνες, 10.000 Βούλγαροι, 4.000 Αρμένιοι, 12.000 Εβραίοι και 2.000 ακόμη πολίτες απροσδιόριστης εθνοτικής και θρησκευτικής προέλευσης.

Η Αδριανούπολη ήταν ζωτικής σημασίας οχυρό για την υπεράσπιση της Οθωμανικής Κωνσταντινούπολης και Ανατολικής Θράκης κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους 1912–13. Καταλήφθηκε για λίγο από τους Βουλγάρους το 1913 μετά από πεντάμηνη πολιορκία. Οι Μεγάλες Δυνάμεις -Βρετανία, Ιταλία, Γαλλία και Ρωσία- υποχρέωσαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία να παραχωρήσει την Αδριανούπολη στη Βουλγαρία με το τέλος του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, γεγονός που προκάλεσε πολιτικό σκάνδαλο στην Οθωμανική κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης (καθώς επρόκειτο για πρώην πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας) και κατέληξε στο Οθωμανικό πραξικόπημα του 1913. Αν και επικράτησε στο πραξικόπημα, η Επιτροπή Ενωσης και Προόδου δεν μπόρεσε να κρατήσει την Αδριανούπολη, υπό τον Εμβέρ Πασά (που αυτοανακηρύχθηκε «δεύτερος πορθητής της Αδριανούπολης», μετά το Μουράτ Α΄) την ανακατέλαβε γρήγορα από τους Βουλγάρους, αμέσως μόλις άρχισε ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος.

Είχε καταληφθεί από τους Ελληνες μεταξύ της Συνθήκης των Σεβρών το 1920 και του τέλους της Μικρασιατικής Εκστρατείας το 1922. Την ίδια εποχή αποχώρησε, σύμφωνα με τους όρους της Συνθήκης της Λωζάνης και ο ελληνικός πληθυσμός της Αδριανούπολης (30.000 κάτ.) και κατέφυγε στην Ελλάδα.

Σύμφωνα με την απογραφή του 2007 η Επαρχία Αδριανούπολης είχε πληθυσμό 382.222 κατοίκων. Η πόλη είναι δυναμικό εμπορικό κέντρο μάλλινων υφασμάτων, μεταξιού, χαλιών και γεωργικών προϊόντων.

Πληροφορίες: Wikipedia