Το ΚΕΣΥ τα είχε κοστολογήσει χαμηλότερα και το υπουργείο Υγείας το αγνόησε, ευνοώντας απροκάλυπτα τα ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα
Στον κάλαθο των αχρήστων χωρίς καν να τη λάβει υπόψη πέταξε το υπουργείο Υγείας την κοστολόγηση που διενήργησε το Κεντρικό Συμβούλιο Υγείας (ΚΕΣΥ) για τα τεστ ανίχνευσης του κορονοϊού από τα ιδιωτικά εργαστήρια.
Αν και το ΚΕΣΥ, το πλέον αρμόδιο συμβουλευτικό όργανο του υπουργείου, κοστολόγησε το τεστ σε χαμηλότερη τιμή σε σύγκριση με ό,τι ορίζεται στο ΦΕΚ με τα 30 εκατ. ευρώ «αποζημίωση» σε ιδιώτες της υγείας, η ηγεσία του υπουργείου ανακάλεσε την πρόταση με συνοπτικές διαδικασίες.
Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες του Documento, προσχέδιο της συγκεκριμένης ΚΥΑ φέρεται να πηγαινοερχόταν μέσω ηλεκτρονικής αλληλογραφίας σε ιδιωτικά νοσοκομεία μόλις λίγες ημέρες προτού εκδοθεί σε ΦΕΚ. Γιατί άραγε ένα προσχέδιο δημόσιας απόφασης να περιφέρεται σε γραφεία μεγαλοκλινικαρχών; Υπήρξε «έγκριση» ή ακόμη και «συνδιαμόρφωση» των τιμών από τους ιδιώτες ή απλώς παρέπεσε τυχαία;
Η «χαμένη» κοστολόγηση
Στις 13 Μαρτίου δημοσιεύεται σε ΦΕΚ (848/Β/13.3.2020) η κοινή υπουργική απόφαση (ΚΥΑ) αριθμ. οικ. 1542/2020 «Υλοποίηση μέτρων αποφυγής και περιορισμού της διάδοσης κορονοϊού». Σε αυτή μεταξύ άλλων ορίζεται η διαδικασία αποζημίωσης των ιδιωτικών εργαστηρίων και κέντρων για «τον κλινικό και εργαστηριακό ιατρικό έλεγχο για την ανίχνευση του κορονοϊού».
Αν και το ανώτατο όριο ανά δείγμα διαμορφώνεται στα 85 ευρώ, υπάρχουν πολλές επιπλέον χρεώσεις, π.χ. για «μεταφορά και κατ’ οίκον λήψη με εξειδικευμένο προσωπικό και πιστοποιημένους μεταφορείς βιολογικών υλικών» (50 ευρώ), «μεταφορά και κατ’ οίκον αυτοληψία δείγματος από τον εξεταζόμενο ασθενή» (ορίζεται ανά χιλιομετρική απόσταση και μπορεί να φτάσει ακόμη και τα 130 ευρώ). Αυτές εκτοξεύουν το πραγματικό κόστος επί της ουσίας από 160 μέχρι και 270 ευρώ.
Το ΚΕΣΥ, το συμβουλευτικό όργανο του υπουργείου σε θέματα δομής και λειτουργίας του Εθνικού Συστήματος Υγείας (ΕΣΥ), ξεκίνησε κατόπιν εντολής του υπουργείου τη διαδικασία κοστολόγησης της εξέτασης πριν από την έκδοση του ΦΕΚ.
Το ανώτατο συνολικό ποσό ανά δείγμα που προτάθηκε συμπεριλαμβάνοντας το κόστος μεταφοράς, τηρουμένων όλων των επιστημονικά απαραίτητων μέτρων, ήταν 90 ευρώ. Δηλαδή τουλάχιστον 180 ευρώ φτηνότερα σε σύγκριση με το πού μπορεί να φτάσει σήμερα.
Οταν η ηγεσία του υπουργείου Υγείας έμαθε πως η ειδική επιτροπή κοστολόγησης του ΚΕΣΥ ετοιμάζει πρόταση της απέστειλε έγγραφο με το οποίο ανακαλούσε τη διενέργειά της με αιτιολογία ότι είχε ήδη κοστολογηθεί η εξέταση. Ακόμη μια απόδειξη ότι εν μέσω πανδημίας έχει καταστήσει ανενεργό το πλέον αρμόδιο όργανό της.
Τη διενέργεια της κοστολόγησης επιβεβαιώνει με αποκλειστική δήλωσή της στο Documento η πρόεδρος της επιτροπή κοστολόγησης του ΚΕΣΥ, ιατρός και ομότιμη καθηγήτρια της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ Χρυσούλα Νικολάου: «Απαντήσαμε στο αρχικό αίτημα του υπουργείου για κοστολόγηση και παρότι στην πορεία της διαδικασίας μάς ήρθε εντολή ανάκλησης, ολοκληρώσαμε την κοστολόγηση και την προωθήσαμε αρμοδίως».
«Αναίτια υψηλό το κόστος»
Σύμφωνα με έγγραφα που δημοσιεύει σήμερα το Documento, τα οποία φαίνεται να… παρέπεσαν σε κάποιο ντουλάπι, όπως απολέσθηκε και η κοστολόγηση του ΚΕΣΥ, το κόστος των τεστ που όρισε η ΚΥΑ καταγγέλλεται ως «αναιτιολόγητα και μη τεκμηριωμένα εξαιρετικά υψηλό». Μάλιστα προτείνεται ως συνολική τιμή αποζημίωσης ανά δείγμα τα 90 ευρώ για όλη τη χώρα.
Ειδικότερα, στις 12 Μαρτίου, μία ημέρα πριν από την έκδοση της ΚΥΑ, η Ελληνική Εταιρεία Ιατρικής Βιοπαθολογίας / Εργαστηριακής Ιατρικής (ΕΕΙΒ/ΕΙ) καταθέτει αίτημα στο υπουργείο Υγείας για επείγουσα «κοστολόγηση της μοριακής ανίχνευσης του υπεύθυνου για την πανδημία νέου κορονοϊού SARS-CoV-2».
Μετά την έκδοση της απόφασης η εταιρεία, που εκπροσωπεί επιστημονικά το σύνολο των ιατρών βιοπαθολόγων στη χώρα, στέλνει στις 18 Μαρτίου επιστολή στον πρόεδρο του ΚΕΣΥ ζητώντας ανακοστολόγηση. «Είναι απόλυτα σαφές ότι οι τιμές αποζημίωσης είναι μη τεκμηριωμένες και εξαιρετικά υψηλές» καταγγέλλει, μιλώντας και για φωτογραφικές διατάξεις υπέρ λίγων διαγνωστικών κέντρων.
«Επιλεκτική ανάθεση των εξετάσεων σε συγκεκριμένα διαγνωστικά κέντρα» καταγγέλλει στο Documento και μέλος της ΕΕΙΒ/ΕΙ κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου για το τι έρχεται.
«Σήμερα γίνονται πάρα πολλά τεστ με πανάκριβο αντίτιμο από ιδιωτικά κέντρα, χωρίς πάντοτε να πληρούνται οι ενδείξεις και τα κριτήρια που έχει θέσει ο ΕΟΔΥ. Το μεγαλύτερο μέρος των συμπολιτών μας που δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να κάνει το τεστ ιδιωτικά δεν εξετάζεται, παρά μόνο κάτω από τις γνωστές επίσημες προϋποθέσεις. Αυτή η τακτική εγκυμονεί τον κίνδυνο της ακούσιας ανοσίας της αγέλης χωρίς να υπάρχει λόγος, αφού τεστ υπάρχουν και γίνονται» προσθέτει το ίδιο μέλος αιτιολογώντας το αίτημα για ανακοστολόγηση.
Αίτημα συνταγογράφησης
Στις 26 Μαρτίου η ΕΕΙΒ/ΕΙ ζητά και τη συνταγογράφηση της εξέτασης με κωδικό στον ΕΟΠΥΥ, ώστε «ο έλεγχος να γίνεται αυστηρά με ιατρικό παραπεμπτικό του θεράποντος ιατρού σύμφωνα με το πρωτόκολλο του ΕΟΔΥ και ECDC, σε όλα τα εργαστήρια τα οποία έχουν τη δυνατότητα και ήδη πραγματοποιούν τον έλεγχο με πιστοποιημένες μοριακές τεχνικές/ REAL TIME PCR με (CE IVD) του COVID-19».
Θολώνει το τοπίο το υπουργείο
Απαντώντας το υπουργείο Υγείας επιβεβαιώνει ότι έγινε κοστολόγηση από το ΚΕΣΥ και δεν τη ζήτησε πριν από την έκδοση της ΚΥΑ, ενώ στέκεται στην τιμή ανά δείγμα δίχως αναφορά στις επιπλέον χρεώσεις που αύξησαν κατά πολύ το κόστος. «Οταν δημοσιεύτηκε η ΚΥΑ στις 13 Μαρτίου, που προέβλεπε το κόστος της εξέτασης αυτό διαμορφώθηκε ανά δείγμα για 0-100 (μηνιαίων), για 101-200 στα 75€, για 201 και άνω στα 67,5€, δεν υπήρχε αντίστοιχη κοστολόγηση από το ΚΕΣΥ. Το ΚΕΣΥ προέβη σε κοστολόγηση στις 18 Μαρτίου, αφού είχε δημοσιευτεί η ΚΥΑ. Την κοινοποίησε στο υπουργείο Υγείας και προέβλεπε κόστος εξέτασης 90 ευρώ, δηλαδή περισσότερο απ’ ότι είχε ήδη κοστολογηθεί. Διευκρινίζουμε ότι εφόσον κριθεί απαραίτητο με βάση τα κριτήρια που έχουν θεσπιστεί, το τεστ διεξάγεται χωρίς κόστος για τους πολίτες στις δημόσιες δομές».