Ο Νίκος Σπυρόπουλος είχε παραχωρήσει συνέντευξη στο Docville (53ο τευχός) που κυκλοφορεί με την εφημερίδα Documento, τον Νοέμβριο του 2017, με αφορμή τη συμπλήρωση 40 ετών από την ίδρυση των «Σπυριδούλα».
Το ιδρυτικό μέλος των «Σπυριδούλα» απεβίωσε την Παρασκευή 19 Ιουνίου σε ηλικία 63 ετών. Τον Νοέμβριο του 2017 είχε μιλήσει στο Docville για τα πρώτα του μουσικά βήματα, την ΕΜΙ, την κυριαρχία του ίντερνετ, τον Παύλο Σιδηρόπουλο και φυσικά… τους «Σπυριδούλα».
Ακολουθεί η συνέντευξη του Νίκου Σπυρόπουλου στον Γιάννη Παπαιωάννου (Docville #52)
Παλαιότερα το ροκ στην Ελλάδα ήταν κοινωνικά στο περιθώριο. Μόνο τα «κακά» παιδιά έπαιζαν και άκουγαν ροκ. Αλλά ίσως αυτή η έλλειψη κοινωνικής αποδοχής να τους οδήγησε να νιώσουν πιο αλληλέγγυοι μεταξύ τους. Ούτε ή άλλως αδιαφορούσαν για την «καλή» κοινωνία και το μόνο που μπορούσε να τους παθιάσει ήταν να παίζουν μουσική. Το ροκ στη δεκαετία του ’70 δεν ήταν μόνο είδος μουσικής αλλά τρόπος ζωής. Στο πνεύμα της ροκ κουλτούρας όλοι έπαιζαν με όλους. Τα Μπουρμπούλια, για παράδειγμα, έπαιξαν με τον Σαββόπουλο σε έναν από τους πιο σπουδαίους δίσκους του. Ο Παύλος Σιδηρόπουλος τραγούδησε στην πιο δημιουργική και ευφάνταστη εποχή του Γιάννη Μαρκόπουλου, τη λεγόμενη «χουντική». Ο Δημήτρης Πουλικάκος με τον Εξαδάχτυλο έθεσαν τον ακρογωνιαίο λίθο της ελληνόφωνης ροκ δισκογραφίας. Δεν φοβούνταν να αυτοσχεδιάσουν και να πειραματιστούν. Να πάρουν έμπνευση από την ελληνική παράδοση έως την αμερικανική ψυχεδέλεια ή τον Φρανκ Ζάπα. Υπήρχε ένα παρεΐστικο πνεύμα παιδικού ενθουσιασμού και γνήσιου πάθους για τη μουσική.
Και ενώ η δεκαετία του ’70, η οποία θα δώσει τα πρώτα ελληνικά (και εμβληματικά) ροκ άλμπουμ στη δισκογραφία του ελληνικού τραγουδιού, κοντεύει να φύγει, μας φυλάει ένα διαμάντι για το τέλος. Το 1979 αγόρασα το «Φλου». Ηξερα τον Παύλο Σιδηρόπουλο ως τραγουδιστή του Μαρκόπουλου, δεν ήξερα, όμως, τη Σπυριδούλα. Είχα ακούσει γι’ αυτούς από φίλους που τους είχαν δει στο Σπόρτιγκ. Το «Φλου» ήταν ο πρώτος δίσκος ελληνόφωνου ροκ που έβαλα στη δισκοθήκη μου. Επειτα από δύο χρόνια πέτυχα την μπάντα στο υπόγειο του Tiffany’s στην Πλάκα. Χωρίς τον Παύλο, αλλά με τη Μελίνα Καρακώστα στο μπάσο και στα φωνητικά. Αλλά μαγεύτηκα από τον κιθαριστικό διάλογο των αδελφών Βασίλη και Νίκου Σπυρόπουλου.
«Ο Βασίλης με έβαλε με κυριολεκτικά βίαιες μεθόδους να μάθω κιθάρα για να του κρατάω ακόρντα και να μαθαίνει εκείνος τα σόλο» μου λέει γελώντας ο Νίκος Σπυρόπουλος, ένας σπουδαίος μουσικός που από τα τέσσερά του χρόνια είναι αφοσιωμένος και στο πιάνο. Βρεθήκαμε με αφορμή τα 40 χρόνια της Σπυριδούλας και αφήσαμε τις αναμνήσεις να μας συνεπάρουν. Τον ρωτάω πότε αποφάσισαν να φτιάξουν ένα συγκρότημα και γιατί το ονόμασαν έτσι. Τι ήταν αυτό που τους μάγευε στη μουσική τότε. «Ξεκινήσαμε από πολύ παλιά…» θυμάται. «Η μουσική (η αληθινή) μαγεύει τους πάντες. Εμείς λόγω περιβάλλοντος –οι δύο γονείς έπαιζαν όργανα– ασχοληθήκαμε από μικρή ηλικία. Συγκρότημα θέλαμε και προσπαθούσαμε να φτιάξουμε από την εφηβεία, οι Σπυριδούλα έφτασαν μερικά χρόνια μετά. Το όνομα το επιλέξαμε επειδή η πρόθεσή μας ήταν αφενός να μην προϊδεάζει περί τίνος πρόκειται και αφετέρου να σοκάρει».
Πότε και σε τι ηλικία κάνατε την πρώτη σας εμφάνιση;
Στις 6 Νοεμβρίου του 1977, που έγινε η πρώτη συναυλία της Σπυριδούλας, στον κινηματογράφο (σήμερα θέατρο) Κνωσός, ήμουν είκοσι χρόνων και ο Βασίλης είκοσι τριών.
Γιατί πιστεύετε ότι άφησε τόσο μεγάλη κληρονομιά ο δίσκος με τον Παύλο; Πόσο δύσκολο είναι να γραφτούν στην εποχή μας σπουδαίοι δίσκοι οι οποίοι θα έχουν τόσο μεγάλο αντίκτυπο στην ιστορία της ελληνικής δισκογραφίας;
Αν ήξερα θα το έκανα ξανά· αυτό άλλωστε ζητούν απελπισμένα δεκαετίες τώρα οι δισκογραφικές εταιρείες, τη συνταγή της επιτυχίας! Δεν ξέρω πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να γραφτούν σπουδαίοι δίσκοι σήμερα, αλλά είμαι βέβαιος ότι σπουδαίοι δίσκοι δεν γράφονται με τις οδηγίες των μάνατζερ ή από τις ατραξιόν που μας ξεφουρνίζουν τα ριάλιτι.
Κυβερνήτης ένας κρετίνος
Με τον Νίκο μιλήσαμε σχεδόν για τα πάντα. Για το γοτθικό πιάνο της γιαγιάς του, για το σπίτι του που είναι επίσης και το στούντιό του, για την πρώτη φορά που πήγαν να ηχογραφήσουν στη Ριζούπολη και για την αξέχαστη εμπειρία του πρώτου άλμπουμ, για τις μεγάλες προσδοκίες των δισκογραφικών σε μια εποχή που το ξένο ρεπερτόριο είχε ακριβώς τα ίδια νούμερα πωλήσεων με το ελληνικό, για τις διασκευές που πάντα αγαπούσαν να παίζουν μόνο με τον δικό τους τρόπο, για το άγνωστο μέλλον της ελληνικής ροκ σκηνής σήμερα και για το βάρος της φήμης ενός ονόματος που για σαράντα χρόνια κουβαλάνε στην πλάτη τους. «Ο πρώτος δίσκος πήρε κάτι μήνες για να ηχογραφηθεί. Η διαδικασία των στούντιο ήταν άγνωστη για εμάς. Ολα εκεί τα μάθαμε. Εκείνη τη στιγμή δεν το κατάλαβα γιατί ήμουν νέος και άπειρος, αλλά γράψαμε έναν πάρα πολύ καλό δίσκο. Φυσικά και μου άρεσε όλο αυτό που έγινε στα 22 μου, αλλά αν σου πω ότι τότε πίστευα ότι είχαμε κάνει μάπα δίσκο δεν θα υπερβάλλω. Γιατί θέλεις οι νεανικές φιλοδοξίες μου ήταν τρελές, ή γιατί ποτέ το αποτέλεσμα δεν έχει καμία σχέση μ’ αυτό που είχες στο μυαλό σου όταν ξεκίναγες να κάνεις αυτήν τη δουλειά. Γιατί βλέπεις υπάρχει και ο ανθρώπινος παράγοντας και σε μια παραγωγή εμπλέκονται τόσοι άνθρωποι. Η δισκογραφία είναι σαν μικρογραφία του κινηματογράφου, υπάρχει κόσμος που θα δουλέψει μέσα σε ένα πρότζεκτ μουσικό. Και όλοι αυτοί θα επηρεάσουν. Αφού θα επηρεάσουν σημαίνει ότι εάν είχα κάτι στο μυαλό μου για το πώς θα ακουγόταν αυτός ο δίσκος στο τέλος, εννοείται ότι το αποτέλεσμα δεν είχε καμία σχέση μ’ αυτό».
Έχεις ζήσει πολλές κοινωνικοπολιτικές αλλαγές της σύγχρονης ελληνικής ζωής. Πώς βλέπεις τα πράγματα σήμερα;
Μόνο της ελληνικής; Ολόκληρος πλανήτης κυβερνιέται από έναν κρετίνο! Η Ελλάδα ως ουραγός μια ζωή απλώς τρώει τα περιττώματα…
Η Ελλάδα τρώει και τους καλλιτέχνες της;
Η Ελλάδα δεν κάνει κανενός είδους διακρίσεις, τρώει τα πάντα. Αλλά ας μην το περιορίζουμε γεωγραφικά, ο καπιταλισμός είναι παγκόσμιο φαινόμενο, είναι το αδηφάγο τέρας που καταπίνει τα πάντα αφήνοντας πίσω ρημαδιό.
Σήμερα τι πιστεύεις για την ελληνική μουσική που γράφεται; Μπορεί να βγει από το αδιέξοδο της ψηφιακής εποχής που έχει ρημάξει τη δισκογραφία;
Η μουσική, ελληνική ή ξένη, για να βγει από το αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει πρέπει καταρχήν να «φύγει» από τη δισκογραφία. Κάτι αντίστοιχο είχε γίνει στα τέλη της δεκαετίας του ’70, όταν φύτρωσαν σαν τα μανιτάρια όλες οι ανεξάρτητες δισκογραφικές εταιρείες. Μπορούσαν να πιάσουν τον παλμό της εποχής, πράγμα που δεν μπορούσε να κάνει ένας δυσκίνητος οργανισμός και μια μεγάλη δισκογραφική εταιρεία.
Η ΕΜΙ σας έθεσε ποτέ περιορισμούς;
Μόνο όταν υπερβήκαμε τον προϋπολογισμό (γέλια). Το οποίο έγινε πολύ σύντομα, βέβαια, γιατί συνήθως άλλα σχεδιάζονται και άλλα συμβαίνουν στην πραγματικότητα. Θυμάμαι είχαμε έναν προϋπολογισμό 50-60 ωρών στούντιο κι εμείς φτάσαμε 173, το οποίο ήταν εξωφρενικό για την εταιρεία. Αλλά και πάλι λίγες είναι αν θέλεις να κάνεις σοβαρό δίσκο. Με τα μέτρα εκείνης της εποχής, που ήταν πολύ ανθηρή η ελληνική δισκογραφία, και πάλι τους είχε φανεί εξωπραγματικό να ξεπεράσουμε τρεις φορές τον αρχικό προϋπολογισμό.
Ποια είναι η άποψή σου για την κυριαρχία του ίντερνετ στη σύγχρονη μουσική πραγματικότητα της μετάδοσης της μουσικής;
Εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι βοηθάει αλλά εντέλει καταστρέφει και αυτό παρουσιάζοντας κατακερματισμένη πληροφορία με καταιγιστικό ρυθμό. Τείνει στην ολοκληρωτική αποδόμηση της γνώσης.
Υπάρχει κάποιο φάρμακο σε όλη αυτή την ψηφιακή τρέλα;
Φωτιά και τσεκούρι! Ο παλιός κόσμος και όλες οι δομές του πρέπει να καταστραφούν εντελώς, να μη μείνει πέτρα πάνω σε πέτρα και στα ερείπιά του να χτιστεί ένας καινούργιος.
Εάν η πολιτική είναι επάγγελμα τρομακτικό και χωρίς γοητεία, όπου η εξουσία μετατρέπεται σε κάτι οδυνηρό, η δική σας «Φαντασία στην εξουσία» τι μπορεί να εμπεριέχει;
Η δική μας φαντασία εμπεριέχει τον ολοκληρωτικό αφανισμό κάθε εξουσίας, με όποια μορφή κι αν εμφανίζεται, και την επικράτηση της απόλυτης ελευθερίας.
Ακούτε τίποτε καλό από τους νέους στην Ελλάδα;
Οπως και σε όλο τον πλανήτη, σκόρπια πράγματα. Δεν έχω ακούσει κάτι που να με συγκινήσει.
Τι ετοιμάζετε αυτό τον καιρό, μετά την επετειακή συναυλία στο Gagarin;
Η συνέχεια επί σκηνής!